23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015
Νόμιμα τα Υπέρογκα Επιτόκια Πιστωτικών Καρτών

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η πιστωτική κάρτα της καταναλώτριας εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2004 και το επιτόκιο που της επέβαλε η τράπεζα -παρόλο που το καθορισθέν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Tράπεζα και το σχετικό νόμο ήταν σε ποσοστό 8% ετησίως- ανήλθε σε ποσοστό 15,90%.

Το επίμαχο εξωτραπεζικό επιτόκιο, το οποίο υπολογίζεται επί του άληκτου πιστωθέντος κεφαλαίου (δηλαδή του υπολοίπου), μαζί με την άθροιση της προβλεπόμενης εισφοράς του νόμου 128/1975 «σκαρφάλωσε» ετησίως σε ποσοστό 16,50%. Ο Άρειος Πάγος πάντως το έκρινε νόμιμο, αποφάνθηκε δε επίσης ότι είναι έγκυρος ο όρος της σύμβασης που είχε καταρτιστεί μεταξύ των δύο μερών.

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «οι οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις από το σχετικό όρο του συμβολαίου είναι ευκρινείς για την καταναλώτρια, υπό την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις». Συνεπώς, κατά τους αρεοπαγίτες δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της διαφάνειας, αφού ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν «σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος» και η καταναλώτρια μπορούσε «να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του».

 

Νόμιμα τα Υπέρογκα Επιτόκια Πιστωτικών Καρτών

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η πιστωτική κάρτα της καταναλώτριας εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2004 και το επιτόκιο που της επέβαλε η τράπεζα -παρόλο που το καθορισθέν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Tράπεζα και το σχετικό νόμο ήταν σε ποσοστό 8% ετησίως- ανήλθε σε ποσοστό 15,90%.

Το επίμαχο εξωτραπεζικό επιτόκιο, το οποίο υπολογίζεται επί του άληκτου πιστωθέντος κεφαλαίου (δηλαδή του υπολοίπου), μαζί με την άθροιση της προβλεπόμενης εισφοράς του νόμου 128/1975 «σκαρφάλωσε» ετησίως σε ποσοστό 16,50%. Ο Άρειος Πάγος πάντως το έκρινε νόμιμο, αποφάνθηκε δε επίσης ότι είναι έγκυρος ο όρος της σύμβασης που είχε καταρτιστεί μεταξύ των δύο μερών.

Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, «οι οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις από το σχετικό όρο του συμβολαίου είναι ευκρινείς για την καταναλώτρια, υπό την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις». Συνεπώς, κατά τους αρεοπαγίτες δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της διαφάνειας, αφού ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν «σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος» και η καταναλώτρια μπορούσε «να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του».

 

Τα πιο διαβασμενα