14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019
Ποιος φοβάται την εταιρική δεοντολογία;

 

του Κωνσταντίνου Μορτόπουλου

 

Καθημερινά στη ΝΕWLAW αναλύουμε με τους εταιρικούς μας πελάτες τις προκλήσεις που έρχονται. Καθημερινές αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο, νέες εταιρικές μορφές με ποικίλα φορολογικά χαρακτηριστικά, αλλαγές στις μορφές συμβάσεων με εργαζομένους, προμηθευτές και τελικούς χρήστες των προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς και διαρκών αλλαγών στην κείμενη νομοθεσία κ.α. Και είναι αληθές ότι η εταιρεία του σήμερα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων που πολλές φορές είναι πρωτόγνωρη τόσο για τη διοίκησή της, όσο και για τους συνεργάτες της, ακόμα και τους πλέον εξειδικευμένους.

Σε όλες αυτές τις προκλήσεις έρχεται να προστεθεί ακόμη μία, που -αντίθετα με τις λοιπές που είναι αμιγώς οικονομικού και παραγωγικού περιεχομένου- είναι ικανή να πλήξει την εταιρεία στο σύνολο των επιπέδων λειτουργίας της: από τον κύκλο εργασιών, τη σχέση με τον πελάτη της, την εταιρική ταυτότητα (branding), τις νομικές συνέπειες, και εν τέλει τη λειτουργία της. Ας ονομάσουμε αυτή την πρόκληση γενικόλογα «Code of Conduct Compliance» (εφεξής «CoCC»), και ας την προσεγγίσουμε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περίπτωσης νομικού προσώπου με ετήσιο τζίρο μισό δισεκατομμύριο λίρες Αγγλίας. Μέσα από το παράδειγμα αυτό, πολλά στελέχη διοίκησης μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων θα βρουν στοιχεία οικεία και εφαρμοστέα και για τη δική τους εταιρεία. 

Όλοι γνωρίζουν την Oxfam, ως μία από τις MKO με ισχυρή παρουσία σε περιβάλλοντα κρίσης και φυσικών καταστροφών. Η Oxfam έχει έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό με περίπου εν τρίτο δωρεές από κυβερνήσεις, εν τρίτο δωρεές ιδιωτών και εταιρειών, και το λοιπό εν τρίτο των εσόδων της να προέρχεται από πωλήσεις branded προϊόντων.  

Την Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018, ένα άρθρο της εφημερίδας Times εξέθεσε γεγονότα που δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση επί των πηγών, παρουσιάζοντας ένα άρθρο στο οποίο τα μέλη της Oxfam ουσιαστικά αντάλλασσαν ανθρωπιστική βοήθεια με ερωτικές υπηρεσίες των θυμάτων της κρίσης στην Αϊτή.

Αυτή καθαυτή η υπόθεση είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, αν και απωθητική ως προς τις λεπτομέρειες. Άξιο σχολιασμού, ωστόσο, δεν είναι το περιστατικό, αλλά πολύ περισσότερο η αντίδραση της Oxfam, τόσο σε επίπεδο δημόσιας αντίδρασης, όσο και σε επίπεδο εταιρικού χειρισμού. Αρχικώς οι ανακοινώσεις της ΜΚΟ αφορούσαν στην υπενθύμιση ότι έγιναν «εσωτερικοί έλεγχοι» και συνοδεύτηκαν από μια προσπάθεια εμφάνισης της περίπτωσης της Αϊτής ως εξαιρετικώς μεμονωμένου συμβάντος, αλλά οι ανακοινώσεις δεν φάνηκαν να κατευνάζουν το αρνητικό κλίμα. Σε δεύτερη φάση η Oxfam υιοθέτησε μια δεκτική στάση, αποδεχόμενη κενά στις διαδικασίες ελέγχου του προσωπικού, αλλά κύριο χαρακτηριστικό της στάσης της ήταν ο διαχωρισμός των υπαιτίων από το φημισμένο της όνομα. Ούτε κι αυτό, όμως, λειτούργησε θετικά. Τελικώς, η Oxfam έθεσε εαυτόν σε θέση ευθύνης, εισέπραξε τις συνέπειες που έπληξαν το κύρος της, τον κύκλο εργασιών της και τη διεθνή θέση της. Η δε ανάρρωση από αυτές τις συνέπειες διαφαίνεται μακρά. 

Ένα στοιχείο που χρήζει ιδιαίτερης μνείας είναι το ότι η αρχική στάση της Oxfam δημιούργησε ένα ντόμινο, με νέες κατηγορίες που αφορούσαν αποστολές της σε άλλα μέρη του κόσμου και άλλες χρονικές περιόδους. Ως εκ τούτου, όσο η Oxfam ενέτεινε την προσπάθεια απομόνωσης των γεγονότων της Αϊτής, άρχισαν να εντείνονται αντίστοιχα και δυσανάλογα οι κατηγορίες που οδηγούσαν στην εντύπωση ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι περισσότερο διαδεδομένη από ό,τι ο οποιοσδήποτε μπορούσε να εικάσει. 

Επιπλέον, οι κατηγορίες αυτές δεν περιορίστηκαν στις σχέσεις εργαζομένων και θυμάτων των φυσικών καταστροφών, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ εργαζομένων. Από την μίσθωση σεξουαλικών υπηρεσιών, λοιπόν, οι κατηγορίες επεκτάθηκαν σε κάθε μορφή παράνομης παρενόχλησης, επιβεβλημένης σιωπής, σεξουαλικών παρενοχλήσεων μεταξύ εργαζομένων, ισορροπιών φόβου εντός του εργασιακού περιβάλλοντος, έντονες διακρίσεις και ούτω καθεξής. 

Αδίκως ή όχι -δεν αφορά αυτό το σημείο η σημερινή μας παράθεση- η Oxfam ξεκίνησε να χειρίζεται ένα μεμονωμένο περιστατικό σε μία αποστολή και βρέθηκε απολογούμενη για ένα τεράστιο κύμα που την έπληξε στο σύνολο των εργασιών της. Ήταν ανέτοιμη; Ναι. Το αποτέλεσμα λέει ότι ήταν μάλλον ανέτοιμη να χειριστεί την υπόθεση σε όλα της τα επίπεδα, από το νομικό μέχρι το ηθικό και από την προστασία της εταιρικής της ταυτότητας (branding) μέχρι τη στάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Από όλη αυτή την άκρως σημαντική υπόθεση εργασίας, ας κρατήσουμε το σημαντικό: είναι σήμερα οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων της Ελλάδας προστατευμένοι απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές; Υπάρχει ένας ισχυρός και αποτελεσματικός μηχανισμός που να τους προστατεύει και να ρυθμίζει τέτοια ζητήματα πριν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη; 

Και κατόπιν αυτής της πρώτης σειράς ερωτημάτων, έρχονται τα επόμενα εξίσου ουσιώδη: 1) Υπάρχει τρόπος χειρισμού των υποθέσεων αυτών από την πλευρά των μεσαίων και μεγάλων εταιρειών στη Χώρα μας; 2) Μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος μηχανισμός διασφάλισης, αμοιβαία επωφελής για την εταιρεία και τον εργαζόμενο, που να παρέχει αληθή προβολή της κατάστασης στην εταιρεία, πραγματική επίβλεψη των στατιστικών και ουσιαστικών ζητημάτων που μοιραία προκύπτουν σε κάθε εργασιακό περιβάλλον; 3) Μπορεί να γίνει υπεύθυνος χειρισμός εσωτερικής έρευνας που θα διασφαλίζει την προστασία και ανωνυμία του καταγγέλλοντος με ταυτόχρονη προστασία του κύρους της επιχείρησης;

Στη NEWLAW λέμε ότι η Εταιρική Δεοντολογία είναι μια πραγματική ανάγκη. Είναι επίσης μια ανάγκη παρούσα. Ας τη συζητήσουμε λοιπόν σήμερα, αφού πολλές λύσεις μπορούν να βρεθούν εκτός των δικαστικών αιθουσών. 

 

Ο Κωνσταντίνος Μορτόπουλος είναι νομικός συνεργάτης της NEWLAW, με εμπειρία δύο δεκαετιών στο χειρισμό υποθέσεων προσωπικού.

 

Ποιος φοβάται την εταιρική δεοντολογία;

 

του Κωνσταντίνου Μορτόπουλου

 

Καθημερινά στη ΝΕWLAW αναλύουμε με τους εταιρικούς μας πελάτες τις προκλήσεις που έρχονται. Καθημερινές αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο, νέες εταιρικές μορφές με ποικίλα φορολογικά χαρακτηριστικά, αλλαγές στις μορφές συμβάσεων με εργαζομένους, προμηθευτές και τελικούς χρήστες των προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2016/679 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς και διαρκών αλλαγών στην κείμενη νομοθεσία κ.α. Και είναι αληθές ότι η εταιρεία του σήμερα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων που πολλές φορές είναι πρωτόγνωρη τόσο για τη διοίκησή της, όσο και για τους συνεργάτες της, ακόμα και τους πλέον εξειδικευμένους.

Σε όλες αυτές τις προκλήσεις έρχεται να προστεθεί ακόμη μία, που -αντίθετα με τις λοιπές που είναι αμιγώς οικονομικού και παραγωγικού περιεχομένου- είναι ικανή να πλήξει την εταιρεία στο σύνολο των επιπέδων λειτουργίας της: από τον κύκλο εργασιών, τη σχέση με τον πελάτη της, την εταιρική ταυτότητα (branding), τις νομικές συνέπειες, και εν τέλει τη λειτουργία της. Ας ονομάσουμε αυτή την πρόκληση γενικόλογα «Code of Conduct Compliance» (εφεξής «CoCC»), και ας την προσεγγίσουμε με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περίπτωσης νομικού προσώπου με ετήσιο τζίρο μισό δισεκατομμύριο λίρες Αγγλίας. Μέσα από το παράδειγμα αυτό, πολλά στελέχη διοίκησης μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων θα βρουν στοιχεία οικεία και εφαρμοστέα και για τη δική τους εταιρεία. 

Όλοι γνωρίζουν την Oxfam, ως μία από τις MKO με ισχυρή παρουσία σε περιβάλλοντα κρίσης και φυσικών καταστροφών. Η Oxfam έχει έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό με περίπου εν τρίτο δωρεές από κυβερνήσεις, εν τρίτο δωρεές ιδιωτών και εταιρειών, και το λοιπό εν τρίτο των εσόδων της να προέρχεται από πωλήσεις branded προϊόντων.  

Την Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018, ένα άρθρο της εφημερίδας Times εξέθεσε γεγονότα που δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση επί των πηγών, παρουσιάζοντας ένα άρθρο στο οποίο τα μέλη της Oxfam ουσιαστικά αντάλλασσαν ανθρωπιστική βοήθεια με ερωτικές υπηρεσίες των θυμάτων της κρίσης στην Αϊτή.

Αυτή καθαυτή η υπόθεση είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, αν και απωθητική ως προς τις λεπτομέρειες. Άξιο σχολιασμού, ωστόσο, δεν είναι το περιστατικό, αλλά πολύ περισσότερο η αντίδραση της Oxfam, τόσο σε επίπεδο δημόσιας αντίδρασης, όσο και σε επίπεδο εταιρικού χειρισμού. Αρχικώς οι ανακοινώσεις της ΜΚΟ αφορούσαν στην υπενθύμιση ότι έγιναν «εσωτερικοί έλεγχοι» και συνοδεύτηκαν από μια προσπάθεια εμφάνισης της περίπτωσης της Αϊτής ως εξαιρετικώς μεμονωμένου συμβάντος, αλλά οι ανακοινώσεις δεν φάνηκαν να κατευνάζουν το αρνητικό κλίμα. Σε δεύτερη φάση η Oxfam υιοθέτησε μια δεκτική στάση, αποδεχόμενη κενά στις διαδικασίες ελέγχου του προσωπικού, αλλά κύριο χαρακτηριστικό της στάσης της ήταν ο διαχωρισμός των υπαιτίων από το φημισμένο της όνομα. Ούτε κι αυτό, όμως, λειτούργησε θετικά. Τελικώς, η Oxfam έθεσε εαυτόν σε θέση ευθύνης, εισέπραξε τις συνέπειες που έπληξαν το κύρος της, τον κύκλο εργασιών της και τη διεθνή θέση της. Η δε ανάρρωση από αυτές τις συνέπειες διαφαίνεται μακρά. 

Ένα στοιχείο που χρήζει ιδιαίτερης μνείας είναι το ότι η αρχική στάση της Oxfam δημιούργησε ένα ντόμινο, με νέες κατηγορίες που αφορούσαν αποστολές της σε άλλα μέρη του κόσμου και άλλες χρονικές περιόδους. Ως εκ τούτου, όσο η Oxfam ενέτεινε την προσπάθεια απομόνωσης των γεγονότων της Αϊτής, άρχισαν να εντείνονται αντίστοιχα και δυσανάλογα οι κατηγορίες που οδηγούσαν στην εντύπωση ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι περισσότερο διαδεδομένη από ό,τι ο οποιοσδήποτε μπορούσε να εικάσει. 

Επιπλέον, οι κατηγορίες αυτές δεν περιορίστηκαν στις σχέσεις εργαζομένων και θυμάτων των φυσικών καταστροφών, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ εργαζομένων. Από την μίσθωση σεξουαλικών υπηρεσιών, λοιπόν, οι κατηγορίες επεκτάθηκαν σε κάθε μορφή παράνομης παρενόχλησης, επιβεβλημένης σιωπής, σεξουαλικών παρενοχλήσεων μεταξύ εργαζομένων, ισορροπιών φόβου εντός του εργασιακού περιβάλλοντος, έντονες διακρίσεις και ούτω καθεξής. 

Αδίκως ή όχι -δεν αφορά αυτό το σημείο η σημερινή μας παράθεση- η Oxfam ξεκίνησε να χειρίζεται ένα μεμονωμένο περιστατικό σε μία αποστολή και βρέθηκε απολογούμενη για ένα τεράστιο κύμα που την έπληξε στο σύνολο των εργασιών της. Ήταν ανέτοιμη; Ναι. Το αποτέλεσμα λέει ότι ήταν μάλλον ανέτοιμη να χειριστεί την υπόθεση σε όλα της τα επίπεδα, από το νομικό μέχρι το ηθικό και από την προστασία της εταιρικής της ταυτότητας (branding) μέχρι τη στάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 

Από όλη αυτή την άκρως σημαντική υπόθεση εργασίας, ας κρατήσουμε το σημαντικό: είναι σήμερα οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων της Ελλάδας προστατευμένοι απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές; Υπάρχει ένας ισχυρός και αποτελεσματικός μηχανισμός που να τους προστατεύει και να ρυθμίζει τέτοια ζητήματα πριν την προσφυγή στη Δικαιοσύνη; 

Και κατόπιν αυτής της πρώτης σειράς ερωτημάτων, έρχονται τα επόμενα εξίσου ουσιώδη: 1) Υπάρχει τρόπος χειρισμού των υποθέσεων αυτών από την πλευρά των μεσαίων και μεγάλων εταιρειών στη Χώρα μας; 2) Μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος μηχανισμός διασφάλισης, αμοιβαία επωφελής για την εταιρεία και τον εργαζόμενο, που να παρέχει αληθή προβολή της κατάστασης στην εταιρεία, πραγματική επίβλεψη των στατιστικών και ουσιαστικών ζητημάτων που μοιραία προκύπτουν σε κάθε εργασιακό περιβάλλον; 3) Μπορεί να γίνει υπεύθυνος χειρισμός εσωτερικής έρευνας που θα διασφαλίζει την προστασία και ανωνυμία του καταγγέλλοντος με ταυτόχρονη προστασία του κύρους της επιχείρησης;

Στη NEWLAW λέμε ότι η Εταιρική Δεοντολογία είναι μια πραγματική ανάγκη. Είναι επίσης μια ανάγκη παρούσα. Ας τη συζητήσουμε λοιπόν σήμερα, αφού πολλές λύσεις μπορούν να βρεθούν εκτός των δικαστικών αιθουσών. 

 

Ο Κωνσταντίνος Μορτόπουλος είναι νομικός συνεργάτης της NEWLAW, με εμπειρία δύο δεκαετιών στο χειρισμό υποθέσεων προσωπικού.

 

Τα πιο διαβασμενα