16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
Ερωτήσεις και Απαντήσεις: Οι Περικοπές στα Δώρα και τις Συντάξεις

 

Η NEWLAW επιχειρεί να φωτίσει ορισμένα βασικά σημεία γύρω από τις αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων και δώρων και τη δυνατότητα αναδρομικής διεκδίκησης των παροχών που έχουν στερηθεί οι δικαιούχοι.

 

Ποιες περικοπές έχουν κριθεί αντισυνταγματικές;

Με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ διατυπώθηκε η άποψη ότι το Κράτος μπορεί να περικόπτει τις συντάξεις μόνο όταν εξαιτίας «εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών» δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με άλλους τρόπους (π.χ. με τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών και κρατικής χρηματοδότησης) η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων. Δηλαδή οι μειώσεις στις συντάξεις συνιστούν σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου έσχατο μέσο διάσωσης των ασφαλιστικών οργανισμών.

Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται επιπλέον να υπάρχει ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφενός ότι τα υιοθετούμενα μέτρα (περικοπές) είναι πράγματι πρόσφορα και αναγκαία για να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση των ασφαλιστικών οργανισμών, αφετέρου ότι τα μέτρα αυτά δεν θίγουν τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22 παρ. 5 Συντάγματος). Δικαιολογείται, ωστόσο, παρέκκλιση από την ανάγκη για ύπαρξη της ειδικής αυτής μελέτης μονάχα σε ακραίες περιπτώσεις, όταν δηλαδή κατά το ΣτΕ συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου.

Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε συνταγματικές τις περικοπές σε επιδόματα και συντάξεις που επήλθαν έως το 2011 (έως και τον Ν. 4024/2011), με το σκεπτικό πως οι εν λόγω μειώσεις έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και αποφασίστηκαν υπό το πιεστικό καθεστώς της αποτροπής χρεοκοπίας της χώρας με μοναδική επιλογή τον δανεισμό από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το στοιχείο αυτό δικαιολογεί επαρκώς κατά το ΣτΕ, σε συνδυασμό με το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας και του πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, την έλλειψη ειδικής εμπεριστατωμένης μελέτης για τις εν λόγω μειώσεις. Έτσι, οι περικοπές που επήλθαν με τους Ν. 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 είναι απόλυτα συμβατές με τον Θεμελιώδη Νόμο του Κράτους και συνιστούν όλως εξαιρετικές ρυθμίσεις.

Αντιθέτως, το ΣτΕ χαρακτηρίζει ως αντισυνταγματικές τις περικοπές που επέφεραν οι Ν. 4051/2012 και 4093/2012 (περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων, κατάργηση επιδομάτων και δώρων για όλους τους συνταξιούχους). Kαι αυτό γιατί όντας ήδη για δύο έτη σε οικονομική ύφεση, ο νομοθέτης δεν δικαιολογούταν να επικαλεστεί πλέον τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» ως προς την εισαγωγή αυτών των ρυθμίσεων στην ελληνική έννομη τάξη. Αυτό σημαίνει πως οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τους νόμους του 2012 στα πλαίσια του δεύτερου Μνημονίου έπρεπε υποχρεωτικά να συνοδευτούν από εμπεριστατωμένη μελέτη που να δικαιολογεί την αναγκαιότητά τους και τη συμβατότητά τους με θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Αντ’ αυτού, ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε για άλλη μία φορά -αυτή όμως τη φορά αδικαιολογήτως- σε περικοπές συντάξεων και επιδομάτων δίχως εκπόνηση μελέτης. Το μόνο κριτήριο που επικαλέστηκε για να θεσπίσει τα μέτρα το 2012 ήταν η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Το ΣτΕ μάλιστα κρίνει τη θεμελίωση των περικοπών στην εν γένει «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών ως αόριστη.

 

Τι συμβαίνει με το ζήτημα της αναδρομικότητας;

Το ΣτΕ με την εν λόγω απόφασή του διακηρύσσει πως οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων (Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012) θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Με άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν να διεκδικηθούν αναδρομικά τα ποσά των περικοπών σε συντάξεις και επιδόματα για τον χρόνο πριν τη 10η Ιουνίου 2015 (ημέρα δημοσίευσης της απόφασης). Το Δικαστήριο κατέληξε στην ως άνω κρίση δυνάμει της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 50 παρ. 3β του Π.Δ. 18/1989 κατά την οποία «…το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της (διοικητικής πράξης), ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικούμενων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της…». Μάλιστα, η καινοτόμος ρύθμιση της παρ. 3β του άρθρου 50 γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά και επί αγωγών που άγονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του θεσμού της πιλοτικής δίκης, όπως η υπό κρίση περίπτωση. Έτσι, το ΣτΕ προχωρώντας σε στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος με το ενδεχόμενο να προκαλέσει το άνοιγμα «του ασκού του Αιόλου» και μία άνευ προηγουμένου αναδρομική διεκδίκηση ποσών από τους συνταξιούχους, δικαιολογεί την ex nunc αντισυνταγματικότητα λόγω της «οξυμένης δημοσιονομικής κρίσης» και της «κοινώς γνωστής (!) ταμειακής δυσχέρειας του ελληνικού Κράτους», απέκλεισε την αναδρομική ισχύ της αντισυνταγματικότητας των Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012, εξαιρώντας μόνο τους ενάγοντες και όσους έως τις 10-06-2015 είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα.

Εντούτοις, η εν λόγω απόφαση δεν αποκλείει την αναδρομική διεκδίκηση των ποσών και πριν τον Ιούνιο του 2015, καθώς το άρθρο 50 Π.Δ. 18/1989 ορίζει ρητώς στην παρ. 3δ ότι δεν θίγονται οι αποζημιωτικές διατάξεις. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται τη δυνατότητα των δικαιούχων να επιδιώξουν μέσα από την άσκηση αγωγής ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων, θεμελιούμενης στα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ και τη μη συμβατότητα των διατάξεων των Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012 με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, τη διεκδίκηση των ποσών από τις περικοπές των συντάξεών τους. Είναι γεγονός ότι και το ίδιο το Δικαστήριο επισημαίνει πως «…δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής εκτάσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, τον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως θεμελιούμενης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα)…». Γίνεται μνεία ενδεικτικά στην απόφαση 3037/2018 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που μάλιστα δεν δέχεται χρονικό περιορισμό των αναδρομικών αποτελεσμάτων και επιδίκασε ποσά περικοπών από 01-01-2013 έως 23-07-2015.

 

Ποιος είναι ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων;

Ο χρόνος παραγραφής για τις διεκδικούμενες περικοπές από τους δικαιούχους είναι αναντίλεκτα ζήτημα κομβικής σημασίας. Θεσπίζεται πενταετής παραγραφή για αξιώσεις έναντι του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (άρθρο 40 παρ. 6 Α.Ν. 1846/1951) και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών (άρθρο 137 Ν. 3655/2008). Ο χρόνος παραγραφής στην περίπτωση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εκκινεί από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμη (ομαλή εφαρμογή του άρθρου 251 ΑΚ), ενώ στην περίπτωση των λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Από την άλλη, οι συνταξιούχοι του Δημοσίου μπορούν να διεκδικήσουν την επιστροφή των περικοπών τους εντός δύο (2) ετών από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτησή τους (άρθρο 90 παρ. 5 Ν. 2362/1995 και άρθρο 140 παρ. 5 Ν. 4270/2014).

Αρχικά, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται με την υποβολή στον ασφαλιστικό οργανισμό  ή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει πάλι από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Δ.Σ. του φορέα ή της υπηρεσίας για την πληρωμή της απαίτησης. Αν όμως ο φορέας ή υπηρεσία ή δημόσια αρχή δεν απαντήσουν στο αίτημα του διοικουμένου, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει ξανά μετά από την πάροδο εξαμήνου από την κατάθεση της ως άνω αίτησης. Επίσης, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται με την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της αγωγής αποζημίωσης, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι παραγραφή εν επιδικία δεν νοείται στις διοικητικές δίκες. Με άλλα λόγια, δεν κινδυνεύει ο συνταξιούχος να δει τον χρόνο παραγραφής να συμπληρώνεται αφού έχει ασκήσει την αγωγή του για τον λόγο και μόνο ότι η συζήτηση της υπόθεσής του ενώπιον Δικαστηρίου τοποθετείται σε μακρύ χρονικό διάστημα από τον χρόνο της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος.

 

Η δικηγορική εταιρία «Τσιλώνης- Βογιατζόγλου» με τον πανευρωπαϊκά κατοχυρωμένο διακριτικό τίτλο NEWLAW, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Τσιμισκή 10, 1ος όροφος, Τ.Κ. 546 24), εξειδικεύεται σε ζητήματα που άπτονται του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου και παρέχει νομικές συμβουλές, ώστε τέτοιου είδους διεκδικήσεις να γίνονται σύννομα και με συνέπεια. Ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος μπορεί να απευθυνθεί στην εταιρία μας για υποθέσεις που αφορούν τις συντάξεις και τα δώρα του στο τηλέφωνο 2310 551 501.

Ερωτήσεις και Απαντήσεις: Οι Περικοπές στα Δώρα και τις Συντάξεις

 

Η NEWLAW επιχειρεί να φωτίσει ορισμένα βασικά σημεία γύρω από τις αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων και δώρων και τη δυνατότητα αναδρομικής διεκδίκησης των παροχών που έχουν στερηθεί οι δικαιούχοι.

 

Ποιες περικοπές έχουν κριθεί αντισυνταγματικές;

Με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ διατυπώθηκε η άποψη ότι το Κράτος μπορεί να περικόπτει τις συντάξεις μόνο όταν εξαιτίας «εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών» δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με άλλους τρόπους (π.χ. με τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών και κρατικής χρηματοδότησης) η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων. Δηλαδή οι μειώσεις στις συντάξεις συνιστούν σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου έσχατο μέσο διάσωσης των ασφαλιστικών οργανισμών.

Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται επιπλέον να υπάρχει ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφενός ότι τα υιοθετούμενα μέτρα (περικοπές) είναι πράγματι πρόσφορα και αναγκαία για να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση των ασφαλιστικών οργανισμών, αφετέρου ότι τα μέτρα αυτά δεν θίγουν τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση (άρθρο 22 παρ. 5 Συντάγματος). Δικαιολογείται, ωστόσο, παρέκκλιση από την ανάγκη για ύπαρξη της ειδικής αυτής μελέτης μονάχα σε ακραίες περιπτώσεις, όταν δηλαδή κατά το ΣτΕ συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου.

Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο έκρινε συνταγματικές τις περικοπές σε επιδόματα και συντάξεις που επήλθαν έως το 2011 (έως και τον Ν. 4024/2011), με το σκεπτικό πως οι εν λόγω μειώσεις έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και αποφασίστηκαν υπό το πιεστικό καθεστώς της αποτροπής χρεοκοπίας της χώρας με μοναδική επιλογή τον δανεισμό από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το στοιχείο αυτό δικαιολογεί επαρκώς κατά το ΣτΕ, σε συνδυασμό με το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας και του πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, την έλλειψη ειδικής εμπεριστατωμένης μελέτης για τις εν λόγω μειώσεις. Έτσι, οι περικοπές που επήλθαν με τους Ν. 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 είναι απόλυτα συμβατές με τον Θεμελιώδη Νόμο του Κράτους και συνιστούν όλως εξαιρετικές ρυθμίσεις.

Αντιθέτως, το ΣτΕ χαρακτηρίζει ως αντισυνταγματικές τις περικοπές που επέφεραν οι Ν. 4051/2012 και 4093/2012 (περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων, κατάργηση επιδομάτων και δώρων για όλους τους συνταξιούχους). Kαι αυτό γιατί όντας ήδη για δύο έτη σε οικονομική ύφεση, ο νομοθέτης δεν δικαιολογούταν να επικαλεστεί πλέον τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος» ως προς την εισαγωγή αυτών των ρυθμίσεων στην ελληνική έννομη τάξη. Αυτό σημαίνει πως οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τους νόμους του 2012 στα πλαίσια του δεύτερου Μνημονίου έπρεπε υποχρεωτικά να συνοδευτούν από εμπεριστατωμένη μελέτη που να δικαιολογεί την αναγκαιότητά τους και τη συμβατότητά τους με θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Αντ’ αυτού, ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε για άλλη μία φορά -αυτή όμως τη φορά αδικαιολογήτως- σε περικοπές συντάξεων και επιδομάτων δίχως εκπόνηση μελέτης. Το μόνο κριτήριο που επικαλέστηκε για να θεσπίσει τα μέτρα το 2012 ήταν η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Το ΣτΕ μάλιστα κρίνει τη θεμελίωση των περικοπών στην εν γένει «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών ως αόριστη.

 

Τι συμβαίνει με το ζήτημα της αναδρομικότητας;

Το ΣτΕ με την εν λόγω απόφασή του διακηρύσσει πως οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων (Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012) θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Με άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν να διεκδικηθούν αναδρομικά τα ποσά των περικοπών σε συντάξεις και επιδόματα για τον χρόνο πριν τη 10η Ιουνίου 2015 (ημέρα δημοσίευσης της απόφασης). Το Δικαστήριο κατέληξε στην ως άνω κρίση δυνάμει της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 50 παρ. 3β του Π.Δ. 18/1989 κατά την οποία «…το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της (διοικητικής πράξης), ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικούμενων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της…». Μάλιστα, η καινοτόμος ρύθμιση της παρ. 3β του άρθρου 50 γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά και επί αγωγών που άγονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του θεσμού της πιλοτικής δίκης, όπως η υπό κρίση περίπτωση. Έτσι, το ΣτΕ προχωρώντας σε στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος με το ενδεχόμενο να προκαλέσει το άνοιγμα «του ασκού του Αιόλου» και μία άνευ προηγουμένου αναδρομική διεκδίκηση ποσών από τους συνταξιούχους, δικαιολογεί την ex nunc αντισυνταγματικότητα λόγω της «οξυμένης δημοσιονομικής κρίσης» και της «κοινώς γνωστής (!) ταμειακής δυσχέρειας του ελληνικού Κράτους», απέκλεισε την αναδρομική ισχύ της αντισυνταγματικότητας των Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012, εξαιρώντας μόνο τους ενάγοντες και όσους έως τις 10-06-2015 είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα.

Εντούτοις, η εν λόγω απόφαση δεν αποκλείει την αναδρομική διεκδίκηση των ποσών και πριν τον Ιούνιο του 2015, καθώς το άρθρο 50 Π.Δ. 18/1989 ορίζει ρητώς στην παρ. 3δ ότι δεν θίγονται οι αποζημιωτικές διατάξεις. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται τη δυνατότητα των δικαιούχων να επιδιώξουν μέσα από την άσκηση αγωγής ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων, θεμελιούμενης στα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ και τη μη συμβατότητα των διατάξεων των Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012 με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, τη διεκδίκηση των ποσών από τις περικοπές των συντάξεών τους. Είναι γεγονός ότι και το ίδιο το Δικαστήριο επισημαίνει πως «…δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής εκτάσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, τον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως θεμελιούμενης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα)…». Γίνεται μνεία ενδεικτικά στην απόφαση 3037/2018 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που μάλιστα δεν δέχεται χρονικό περιορισμό των αναδρομικών αποτελεσμάτων και επιδίκασε ποσά περικοπών από 01-01-2013 έως 23-07-2015.

 

Ποιος είναι ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων;

Ο χρόνος παραγραφής για τις διεκδικούμενες περικοπές από τους δικαιούχους είναι αναντίλεκτα ζήτημα κομβικής σημασίας. Θεσπίζεται πενταετής παραγραφή για αξιώσεις έναντι του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (άρθρο 40 παρ. 6 Α.Ν. 1846/1951) και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών (άρθρο 137 Ν. 3655/2008). Ο χρόνος παραγραφής στην περίπτωση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εκκινεί από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση και ήταν δικαστικώς επιδιώξιμη (ομαλή εφαρμογή του άρθρου 251 ΑΚ), ενώ στην περίπτωση των λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Από την άλλη, οι συνταξιούχοι του Δημοσίου μπορούν να διεκδικήσουν την επιστροφή των περικοπών τους εντός δύο (2) ετών από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτησή τους (άρθρο 90 παρ. 5 Ν. 2362/1995 και άρθρο 140 παρ. 5 Ν. 4270/2014).

Αρχικά, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται με την υποβολή στον ασφαλιστικό οργανισμό  ή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει πάλι από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Δ.Σ. του φορέα ή της υπηρεσίας για την πληρωμή της απαίτησης. Αν όμως ο φορέας ή υπηρεσία ή δημόσια αρχή δεν απαντήσουν στο αίτημα του διοικουμένου, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει ξανά μετά από την πάροδο εξαμήνου από την κατάθεση της ως άνω αίτησης. Επίσης, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται με την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της αγωγής αποζημίωσης, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι παραγραφή εν επιδικία δεν νοείται στις διοικητικές δίκες. Με άλλα λόγια, δεν κινδυνεύει ο συνταξιούχος να δει τον χρόνο παραγραφής να συμπληρώνεται αφού έχει ασκήσει την αγωγή του για τον λόγο και μόνο ότι η συζήτηση της υπόθεσής του ενώπιον Δικαστηρίου τοποθετείται σε μακρύ χρονικό διάστημα από τον χρόνο της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος.

 

Η δικηγορική εταιρία «Τσιλώνης- Βογιατζόγλου» με τον πανευρωπαϊκά κατοχυρωμένο διακριτικό τίτλο NEWLAW, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Τσιμισκή 10, 1ος όροφος, Τ.Κ. 546 24), εξειδικεύεται σε ζητήματα που άπτονται του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου και παρέχει νομικές συμβουλές, ώστε τέτοιου είδους διεκδικήσεις να γίνονται σύννομα και με συνέπεια. Ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος μπορεί να απευθυνθεί στην εταιρία μας για υποθέσεις που αφορούν τις συντάξεις και τα δώρα του στο τηλέφωνο 2310 551 501.

Τα πιο διαβασμενα