26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017
O Άρειος Πάγος σε Διχογνωμία: ποια είναι τελικά η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών;

 

Αμφισβήτηση προέκυψε στη νομολογία του Αρείου Πάγου ως προς την προθεσμία άσκησης αναίρεσης επί δευτεροβάθμιων δικαστηρίων που εκδόθηκαν με βάση την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ’ άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ[1]  πριν από την τροποποίηση του Ν.4335/2015 ήταν 3 χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται, αν δεν είχε επιδοθεί η απόφαση. Μετά την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) από το Ν.4335/2015, το άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ[2] προέβλεψε διετή προθεσμία αναίρεσης σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση.

Το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ (μετά την τροποποιήση του Ν. 4335/2015) ορίζει ότι οι διατάξεις του γενικού μέρους που καθορίζουν τον τρόπο διενέργειας της δίκης για τις διαφορές που υπάγονται στην τακτική διαδικασία, εφαρμόζονται και στις διαφορές που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις τους. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 Ν. 4335/2015 οι διατάξεις των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στα ένδικα μέσα και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί πριν από την 1.1.2016.[3] Τέλος, κρίσιμα για την επίλυση του ανακύπτοντος εδώ ζητήματος είναι τα άρθρα 12 και 24 ΕισΝΚΠολΔ.[4],[5]

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου που ορίζεται και στο άρθρο 2 ΑΚ, ο νέος νόμος  δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά ρυθμίζει αποκλειστικά έννομες σχέσεις και γεγονότα που δημιουργούνται μετά από την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος του. Η αρχή της μη αναδρομικότητας επιτάσσεται από την ανάγκη της ασφάλειας δικαίου, η οποία πηγάζει από το κράτος δικαίου. Ακριβώς επειδή μόνο όταν οι κοινωνοί γνωρίζουν από πριν το νομικό καθεστώς που διέπει τις έννομες σχέσεις τους, μπορούν να αναπτύξουν ελεύθερα και με βεβαιότητα την προσωπικότητά τους και τη βιοτική τους σφαίρα.

Ειδικό καθεστώς φαίνεται εκ πρώτης να διέπει το δικονομικό δίκαιο λόγω της ύπαρξης του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτό οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται στον πρώτο βαθμό ακόμα και σε εκκρεμείς δίκες (δηλαδή με χρονικό σημείο έναρξης της διαγνωστικής διαδικασίας προγενέστερο της εισαγωγής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) διέπονται από το νομικό καθεστώς το οποίο εισάγει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση από την προαναφερθείσα αρχή του άρθρου 2 ΑΚ. Ωστόσο, αντικείμενο των δικονομικών διατάξεων αποτελεί η ρύθμιση των κατ’ ιδίαν διαδικαστικών πράξεων, ενώ η ρύθμιση της δίκης ως σύνολο διαδικαστικών πράξεων επέρχεται με την συστηματική εναρμόνιση περισσότερων διατάξεων. Έτσι, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ διέπονται από το δικό του δίκαιο, χωρίς να πλήττεται η αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Αυτό γιατί, οι διαδικαστικές πράξεις διενεργούνται μετά την εισαγωγή του, ενώ όσες είχαν διενεργηθεί δεν πλήττονται. Άρα, επί της ουσίας και κατ’ αρχήν, η αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων δεν γνωρίζει εξαίρεση στο πεδίο του δικονομικού δικαίου.

Εξαίρεση από την παραπάνω γενική αρχή για το δίκαιο που ισχύει κατά την διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, εισάγει ο ίδιος ο ΕισΝΚΠολΔ στο άρθρο 24 παρ.1. Σύμφωνα με αυτό, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων καθορίζεται από το νόμο που ισχύει κατά την έκδοση της απόφασης η οποία προβάλλεται με αυτό. Άρα, ο προγενέστερος νόμος εξακολουθεί να ισχύει παρά την εισαγωγή του ΚΠολΔ. Όπως παρατηρείται και από την επιστήμη, η εξαίρεση από την αρχή της μη αναδρομικότητας των δικονομικών διατάξεων μπορεί να υπάρξει μόνο αν οι αρχές που αυτή καλείται να υπηρετήσει, δηλαδή η βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου, θεραπεύονται αποτελεσματικότερα είτε με την ισχύ για κάποιο διάστημα καταργημένων διατάξεων, είτε με την αναδρομική εφαρμογή των νέων.

Έτσι, η ασφάλεια δικαίου υπηρετείται προσφορότερα με την εφαρμογή των προϊσχύσαντων διατάξεων για το παραδεκτό των ενδίκων μέσων. Οι διάδικοι καθορίζουν την συμπεριφορά τους στο πλαίσιο της δίκης λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο που εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Τι θα γινόταν άραγε αν κάποιος θεωρώντας ότι έχει 3 χρόνια για να ασκήσει αναίρεση επί μιας τελεσίδικης μη κοινοποιημένης σε αυτόν απόφαση, κατά την εκπνοή του δεύτερου χρόνου, η προθεσμία μειωνόταν στα 2 χρόνια με νεότερο νόμο; Ο διάδικος που υπολόγισε ότι υπάρχει ακόμα ένας χρόνος για την άσκηση του ενδίκου μέσου και δεν το άσκησε νωρίτερα γι’ αυτό το λόγο, στερείται ένα θεμελιωμένο δικονομικό δικαίωμα χωρίς να συντρέχει κάποιος δικαιολογητικός λόγος. Χωρίς δικαιολογητικό λόγο εμφανίζεται και η διαφοροποίηση μεταξύ δύο εκκαλούντων, οι οποίο κατέθεσαν έφεση την ίδια ημερομηνία, αλλά για λόγους που σχετίζονται με την οργανωτική δομή των δικαστηρίων οι αποφάσεις εκδόθηκαν σε διαφορετικές ημέρες, επιτρέποντας στον έναν από αυτούς να ασκήσει αναίρεση εντός τριετίας, ενώ η καταχρηστική προθεσμία αναίρεσης του άλλου εκκαλούντος του οποίου η απόφαση εκδόθηκε λίγο μεταγενέστερα να καταλαμβάνεται από το νέο δυσμενέστερο καθεστώς. Λαμβάνοντας, λοιπόν υπόψη την ανάγκη προστασίας θεμελιωμένων δικονομικών δικαιωμάτων ο δικονομικός νομοθέτης διαμόρφωσε κατά τον προαναφερθέντα τρόπο το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ.

 

Αυτό τον πάγιο τόσο για την θεωρία όσο και για τη νομολογία κανόνα με βάση τον οποίο κρίνεται το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, έρχεται να αμφισβητήσει η πρόσφατη απόφαση του ΑΠ 1176/2017. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί έφεσης σε απόφαση που εκδόθηκε για διαφορά που υπάγεται στις ειδικές διαδικασίες (εργατική διαφορά). Η απόφαση θεώρησε ότι το σύνολο των παραπάνω διατάξεων που διαμορφώνουν το διαχρονικό δίκαιο σύμφωνα με τον ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται λόγω της ύπαρξης ειδικότερης διάταξης στις μεταβατικές διατάξεις του νέου Ν. 4335/2015. Στις μεταβατικές του διατάξεις στο άρθρο 9 παρ. 2 ορίζεται  ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Σύμφωνα με αυτήν λοιπόν, τη διάταξη εφαρμόζεται και όλες τις εκκρεμείς δίκες το νέο καθεστώς προθεσμιών για την άσκηση αναίρεσης, δηλαδή αυτό της διετίας από την δημοσίευση της απόφασης σε περίπτωση που αυτή δεν επιδόθηκε στον αντίδικο.

Αυτό που δημιουργεί περισσότερη ανασφάλεια είναι το γεγονός ότι σε άλλη απόφασή του, ο ΑΠ με την υπ’ αρ. 519/2017 επί αναίρεσης σε απόφαση που εκδόθηκε για διαφορά που εκδόθηκε με βάση την διαδικασία των εργατικών διαφορών έκρινε αντίθετα. Η εν λόγω απόφαση δέχθηκε ότι επί της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης εφαρμόζεται το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 18 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά επί δικονομικών προθεσμιών (όπως έκρινε και η ΟλΑΠ 296/1974).[6]Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων το Δικαστήριο συνάγει ότι εφαρμόζεται η τριετής καταχρηστική προθεσμία που ξεκινάει από την δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται.

Ωστόσο, μολονότι η υπ’ αρ. 519/2017 ΑΠ βρίσκεται εγγύτερα στην ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος, καμία από τις ανωτέρω αποφάσεις δεν προσεγγίζει επαρκώς και πλήρως την κανονιστική εμβέλεια του άρθρου 9 παρ.2 Ν. 4335/2015 που αποτελεί και την αφετηρία της παραπάνω αναπτυχθείσας επιχειρηματολογίας. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να απαντήσουμε στο καίριο μεθοδολογικό ερώτημα αν όντως το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 4335/2015 αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με την διάταξη 24 ΕισΝΚΠολΔ. Ωστόσο, επειδή μέθοδος ερμηνείας που μπορεί να μας οδηγήσει σε ασφαλέστερα και σταθερότερα συμπεράσματα, είναι η τελολογική μέθοδος, θα πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς ποιος είναι ο δικαιολογητικός λόγος της αναφερόμενης ρύθμισης. Προκειμένου να υπαχθούν και οι υπό αμφισβήτηση περιπτώσεις   στην κανονιστική εμβέλεια του θα πρέπει να επιδιώκουν την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης για την οποία θεσπίστηκε η παραπάνω διάταξη.

Ως προς την εξέταση της ύπαρξης ειδικότητας, κρίσιμο είναι το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων. Ειδική είναι η διάταξη που ρυθμίζει οτιδήποτε ρυθμίζει και η υπό σύγκριση διάταξη, αλλά εκτείνεται σε μικρότερο πεδίο από αυτήν, καθώς αυτό έχει περιοριστεί με την προσθήκη ακόμα ενός κριτηρίου. Στην υπό εξέταση περίπτωση το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ ορίζει ότι το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται το παραδεκτό των ενδίκων μέσων είναι το δίκαιο που ισχύει κατά τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται. Το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 4335/2015 ορίζει ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις διαδικασίες των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί εκκρεμών διαφορών.

Η έννοια των «διατάξεων για τα ένδικα μέσα» είναι ευρύτερη της έννοιας «παραδεκτό των ενδίκων μέσων» που ορίζεται στο άρθρο 24, καθώς οι διατάξεις των ενδίκων μέσων προφανώς περιλαμβάνουν και το παραδεκτό. Με βάση τον κανόνα που ορίζει τι συμβαίνει επί σύγκρουσης νεότερης γενικής διάταξης με παλαιότερη ειδικότερη, ορίζεται ότι υπερισχύει ότι η παλαιότερη ειδικότερη.  Ωστόσο, το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 9παρ. 2 Ν. 4335/2015 μπορεί να καταστεί διαυγέστερο αν συσχετιστεί με το άρθρο 24 παρ.1 εδ. β΄ ΕισΝΚΠολΔ που καθορίζει ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο επί διαδικαστικών πράξεων για δίκες που έχουν διανοιγεί με την άσκηση ενός ενδίκου μέσου πριν από την έναρξη ισχύος του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δίκαιο που ισχύει κατά την διενέργεια τους, ακόμα και αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε προγενέστερα. Έτσι, το άρθρο 9 παρ. 2 Ν.4335/2015 βρίσκεται σε αρμονία με τα όσα γίνονται δεκτά στο πλαίσιο του ΚΠολΔ τόσο στην πρωτοβάθμια δίκη όσο και στην δευτεροβάθμια.

Διαφοροποίηση ουσιαστικά εισάγεται με το άρθρο 9 παρ.1 Ν.4335/2015, για την εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόζονται επί τακτικής διαδικασίας. Για αυτήν τίθεται ως χρονικό σημείο η 1.1.2016, με αποτέλεσμα όλες οι αγωγές που έχουν κατατεθεί πριν από την παραπάνω ημερομηνία να ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Αυτό οφείλεται στο ότι η τακτική διαδικασία υπέστη ριζικές μεταβολές τόσο ως προς την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων όσο στην χρήση αποδεικτικών μέσων όσο και ως προς την αρχή του συγκεντρωτικού συστήματος. Στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών και δη των περιουσιακών διαφορών διατηρείται ο προφορικός και άμεσος χαρακτήρας της πολιτικής δίκης και οι αλλαγές που έχουν επέλθει είναι περισσότερο συστηματικής υφής και λιγότερο επί της διαδικαστικής πορείας της δίκης. Εμφανίζεται λοιπόν, δικαιολογημένη η διαφορετική ρύθμιση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 9 Ν.4335/2015.

Ο τρόπος δε που διαμορφώνεται η ρύθμιση των διαδικαστικών πράξεων κατά τα παραπάνω είναι συμβατός με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της μη προσβολής υφιστάμενων δικονομικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, το να θεωρήσουμε ότι οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται επί του παραδεκτού των ενδίκων μέσων αντίκειται τόσο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου όσο και στην επιδίωξη του νομοθέτη να παράσχει ικανό χρόνο προσαρμογής τους παράγοντες της δικαιοσύνης, όπως ορίζεται και στην Αιτιολογική Έκθεση. Άρα, η απόκλιση από όσα γίνονται δεκτά στο πλαίσιο του ΚΠολΔ δεν εμφανίζεται δικαιολογημένη.

Τέλος, δεν εμφανίζεται να υπάρχει επαρκής λόγος για να διαφοροποιήσουμε τις αναιρέσεις που ασκούνται κατά αποφάσεων που εκδίδονται πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, αν αυτές είχαν εκδοθεί κατά την τακτική διαδικασία, οπότε εφαρμόζεται και το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ, και σε αυτές που εκδόθηκαν κατά τις ειδικές διαδικασίες, οπότε θα εφαρμόζεται η συντετμημένη προθεσμία που εισήχθη με το Ν. 4335/2015. Η διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά και των προϋποθέσεων παραδεκτού της άσκησης αναίρεσης είναι κοινή τόσο σε περιπτώσεις αποφάσεων της τακτικής διαδικασία όσο και των ειδικών διαδικασιών και αυτό γιατί το Ακυρωτικό αποτελεί δικαστήριο εξέτασης ζητημάτων νομιμότητας των επιλυόμενων από τα πολιτικά δικαστήρια διαφορών και όχι δικαστήριο από το οποίο εξετάζεται η ουσία των πολιτικών διαφορών.

Από το σύνολο της εκτεθείσας επιχειρηματολογίας συνάγεται ότι η ορθή προσέγγιση του ζητήματος επιτάσσει να θεωρηθεί εφαρμοστέο το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ και για το παραδεκτό των ενδίκων μέσων επί αποφάσεων που εκδόθηκαν για διαφορές που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες. Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης για τις διαφορές που υπάγονται στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών πρέπει να θεωρηθεί κατά ορθότερη ερμηνεία του νόμου τριετής για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την 01.01.2016. Το άρθρο 9 παρ.2 Ν.4335/2015, αντίθετα ρυθμίζει το δίκαιο επί των δικών μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, κατά αναλογία των όσων ισχύουν επί του ΚΠολΔ. Η αναφορά του και στον ειδικό νόμο δεν έχει άλλη λειτουργία από αυτή της άρσης των αμφισβητήσεων και της διάκρισης των ειδικών διαδικασιών από όσα γίνονται δεκτά στην τακτική διαδικασία.

 

 

 

 

[1] Άρθρο 564 ΚΠολΔ (πριν την τροποποίηση του Ν. 4335/2015):

«…3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.»

[2] Άρθρο 564 ΚΠολΔ (μετά την τροποποίηση του Ν. 4335/2015):

«…3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.»

[3] Άρθρο 9 παρ.2 Ν. 4335/2015:

«Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές.»

[4] Άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ:

«Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο.»

[5] Άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ:

«1. Το παραδεκτό των ένδικων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου.»

 

[6] Άρθρο 18 ΕισΝΑΚ:

«…2. Αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το έως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος, από την εισαγωγή του Κώδικα, και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο που ορίζεται στον Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου.»

O Άρειος Πάγος σε Διχογνωμία: ποια είναι τελικά η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών;

 

Αμφισβήτηση προέκυψε στη νομολογία του Αρείου Πάγου ως προς την προθεσμία άσκησης αναίρεσης επί δευτεροβάθμιων δικαστηρίων που εκδόθηκαν με βάση την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ’ άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ[1]  πριν από την τροποποίηση του Ν.4335/2015 ήταν 3 χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται, αν δεν είχε επιδοθεί η απόφαση. Μετά την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) από το Ν.4335/2015, το άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ[2] προέβλεψε διετή προθεσμία αναίρεσης σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση.

Το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ (μετά την τροποποιήση του Ν. 4335/2015) ορίζει ότι οι διατάξεις του γενικού μέρους που καθορίζουν τον τρόπο διενέργειας της δίκης για τις διαφορές που υπάγονται στην τακτική διαδικασία, εφαρμόζονται και στις διαφορές που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις τους. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 Ν. 4335/2015 οι διατάξεις των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στα ένδικα μέσα και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί πριν από την 1.1.2016.[3] Τέλος, κρίσιμα για την επίλυση του ανακύπτοντος εδώ ζητήματος είναι τα άρθρα 12 και 24 ΕισΝΚΠολΔ.[4],[5]

Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου που ορίζεται και στο άρθρο 2 ΑΚ, ο νέος νόμος  δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά ρυθμίζει αποκλειστικά έννομες σχέσεις και γεγονότα που δημιουργούνται μετά από την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος του. Η αρχή της μη αναδρομικότητας επιτάσσεται από την ανάγκη της ασφάλειας δικαίου, η οποία πηγάζει από το κράτος δικαίου. Ακριβώς επειδή μόνο όταν οι κοινωνοί γνωρίζουν από πριν το νομικό καθεστώς που διέπει τις έννομες σχέσεις τους, μπορούν να αναπτύξουν ελεύθερα και με βεβαιότητα την προσωπικότητά τους και τη βιοτική τους σφαίρα.

Ειδικό καθεστώς φαίνεται εκ πρώτης να διέπει το δικονομικό δίκαιο λόγω της ύπαρξης του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτό οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται στον πρώτο βαθμό ακόμα και σε εκκρεμείς δίκες (δηλαδή με χρονικό σημείο έναρξης της διαγνωστικής διαδικασίας προγενέστερο της εισαγωγής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) διέπονται από το νομικό καθεστώς το οποίο εισάγει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση από την προαναφερθείσα αρχή του άρθρου 2 ΑΚ. Ωστόσο, αντικείμενο των δικονομικών διατάξεων αποτελεί η ρύθμιση των κατ’ ιδίαν διαδικαστικών πράξεων, ενώ η ρύθμιση της δίκης ως σύνολο διαδικαστικών πράξεων επέρχεται με την συστηματική εναρμόνιση περισσότερων διατάξεων. Έτσι, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ διέπονται από το δικό του δίκαιο, χωρίς να πλήττεται η αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων. Αυτό γιατί, οι διαδικαστικές πράξεις διενεργούνται μετά την εισαγωγή του, ενώ όσες είχαν διενεργηθεί δεν πλήττονται. Άρα, επί της ουσίας και κατ’ αρχήν, η αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων δεν γνωρίζει εξαίρεση στο πεδίο του δικονομικού δικαίου.

Εξαίρεση από την παραπάνω γενική αρχή για το δίκαιο που ισχύει κατά την διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, εισάγει ο ίδιος ο ΕισΝΚΠολΔ στο άρθρο 24 παρ.1. Σύμφωνα με αυτό, το παραδεκτό των ενδίκων μέσων καθορίζεται από το νόμο που ισχύει κατά την έκδοση της απόφασης η οποία προβάλλεται με αυτό. Άρα, ο προγενέστερος νόμος εξακολουθεί να ισχύει παρά την εισαγωγή του ΚΠολΔ. Όπως παρατηρείται και από την επιστήμη, η εξαίρεση από την αρχή της μη αναδρομικότητας των δικονομικών διατάξεων μπορεί να υπάρξει μόνο αν οι αρχές που αυτή καλείται να υπηρετήσει, δηλαδή η βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου, θεραπεύονται αποτελεσματικότερα είτε με την ισχύ για κάποιο διάστημα καταργημένων διατάξεων, είτε με την αναδρομική εφαρμογή των νέων.

Έτσι, η ασφάλεια δικαίου υπηρετείται προσφορότερα με την εφαρμογή των προϊσχύσαντων διατάξεων για το παραδεκτό των ενδίκων μέσων. Οι διάδικοι καθορίζουν την συμπεριφορά τους στο πλαίσιο της δίκης λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο που εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Τι θα γινόταν άραγε αν κάποιος θεωρώντας ότι έχει 3 χρόνια για να ασκήσει αναίρεση επί μιας τελεσίδικης μη κοινοποιημένης σε αυτόν απόφαση, κατά την εκπνοή του δεύτερου χρόνου, η προθεσμία μειωνόταν στα 2 χρόνια με νεότερο νόμο; Ο διάδικος που υπολόγισε ότι υπάρχει ακόμα ένας χρόνος για την άσκηση του ενδίκου μέσου και δεν το άσκησε νωρίτερα γι’ αυτό το λόγο, στερείται ένα θεμελιωμένο δικονομικό δικαίωμα χωρίς να συντρέχει κάποιος δικαιολογητικός λόγος. Χωρίς δικαιολογητικό λόγο εμφανίζεται και η διαφοροποίηση μεταξύ δύο εκκαλούντων, οι οποίο κατέθεσαν έφεση την ίδια ημερομηνία, αλλά για λόγους που σχετίζονται με την οργανωτική δομή των δικαστηρίων οι αποφάσεις εκδόθηκαν σε διαφορετικές ημέρες, επιτρέποντας στον έναν από αυτούς να ασκήσει αναίρεση εντός τριετίας, ενώ η καταχρηστική προθεσμία αναίρεσης του άλλου εκκαλούντος του οποίου η απόφαση εκδόθηκε λίγο μεταγενέστερα να καταλαμβάνεται από το νέο δυσμενέστερο καθεστώς. Λαμβάνοντας, λοιπόν υπόψη την ανάγκη προστασίας θεμελιωμένων δικονομικών δικαιωμάτων ο δικονομικός νομοθέτης διαμόρφωσε κατά τον προαναφερθέντα τρόπο το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ.

 

Αυτό τον πάγιο τόσο για την θεωρία όσο και για τη νομολογία κανόνα με βάση τον οποίο κρίνεται το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, έρχεται να αμφισβητήσει η πρόσφατη απόφαση του ΑΠ 1176/2017. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί έφεσης σε απόφαση που εκδόθηκε για διαφορά που υπάγεται στις ειδικές διαδικασίες (εργατική διαφορά). Η απόφαση θεώρησε ότι το σύνολο των παραπάνω διατάξεων που διαμορφώνουν το διαχρονικό δίκαιο σύμφωνα με τον ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται λόγω της ύπαρξης ειδικότερης διάταξης στις μεταβατικές διατάξεις του νέου Ν. 4335/2015. Στις μεταβατικές του διατάξεις στο άρθρο 9 παρ. 2 ορίζεται  ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Σύμφωνα με αυτήν λοιπόν, τη διάταξη εφαρμόζεται και όλες τις εκκρεμείς δίκες το νέο καθεστώς προθεσμιών για την άσκηση αναίρεσης, δηλαδή αυτό της διετίας από την δημοσίευση της απόφασης σε περίπτωση που αυτή δεν επιδόθηκε στον αντίδικο.

Αυτό που δημιουργεί περισσότερη ανασφάλεια είναι το γεγονός ότι σε άλλη απόφασή του, ο ΑΠ με την υπ’ αρ. 519/2017 επί αναίρεσης σε απόφαση που εκδόθηκε για διαφορά που εκδόθηκε με βάση την διαδικασία των εργατικών διαφορών έκρινε αντίθετα. Η εν λόγω απόφαση δέχθηκε ότι επί της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης εφαρμόζεται το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 18 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά επί δικονομικών προθεσμιών (όπως έκρινε και η ΟλΑΠ 296/1974).[6]Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων το Δικαστήριο συνάγει ότι εφαρμόζεται η τριετής καταχρηστική προθεσμία που ξεκινάει από την δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται.

Ωστόσο, μολονότι η υπ’ αρ. 519/2017 ΑΠ βρίσκεται εγγύτερα στην ορθή αντιμετώπιση του ζητήματος, καμία από τις ανωτέρω αποφάσεις δεν προσεγγίζει επαρκώς και πλήρως την κανονιστική εμβέλεια του άρθρου 9 παρ.2 Ν. 4335/2015 που αποτελεί και την αφετηρία της παραπάνω αναπτυχθείσας επιχειρηματολογίας. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να απαντήσουμε στο καίριο μεθοδολογικό ερώτημα αν όντως το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 4335/2015 αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με την διάταξη 24 ΕισΝΚΠολΔ. Ωστόσο, επειδή μέθοδος ερμηνείας που μπορεί να μας οδηγήσει σε ασφαλέστερα και σταθερότερα συμπεράσματα, είναι η τελολογική μέθοδος, θα πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς ποιος είναι ο δικαιολογητικός λόγος της αναφερόμενης ρύθμισης. Προκειμένου να υπαχθούν και οι υπό αμφισβήτηση περιπτώσεις   στην κανονιστική εμβέλεια του θα πρέπει να επιδιώκουν την ικανοποίηση της ίδιας ανάγκης για την οποία θεσπίστηκε η παραπάνω διάταξη.

Ως προς την εξέταση της ύπαρξης ειδικότητας, κρίσιμο είναι το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων. Ειδική είναι η διάταξη που ρυθμίζει οτιδήποτε ρυθμίζει και η υπό σύγκριση διάταξη, αλλά εκτείνεται σε μικρότερο πεδίο από αυτήν, καθώς αυτό έχει περιοριστεί με την προσθήκη ακόμα ενός κριτηρίου. Στην υπό εξέταση περίπτωση το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ ορίζει ότι το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται το παραδεκτό των ενδίκων μέσων είναι το δίκαιο που ισχύει κατά τη δημοσίευση της απόφασης που προσβάλλεται. Το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 4335/2015 ορίζει ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις διαδικασίες των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί εκκρεμών διαφορών.

Η έννοια των «διατάξεων για τα ένδικα μέσα» είναι ευρύτερη της έννοιας «παραδεκτό των ενδίκων μέσων» που ορίζεται στο άρθρο 24, καθώς οι διατάξεις των ενδίκων μέσων προφανώς περιλαμβάνουν και το παραδεκτό. Με βάση τον κανόνα που ορίζει τι συμβαίνει επί σύγκρουσης νεότερης γενικής διάταξης με παλαιότερη ειδικότερη, ορίζεται ότι υπερισχύει ότι η παλαιότερη ειδικότερη.  Ωστόσο, το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 9παρ. 2 Ν. 4335/2015 μπορεί να καταστεί διαυγέστερο αν συσχετιστεί με το άρθρο 24 παρ.1 εδ. β΄ ΕισΝΚΠολΔ που καθορίζει ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο επί διαδικαστικών πράξεων για δίκες που έχουν διανοιγεί με την άσκηση ενός ενδίκου μέσου πριν από την έναρξη ισχύος του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δίκαιο που ισχύει κατά την διενέργεια τους, ακόμα και αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε προγενέστερα. Έτσι, το άρθρο 9 παρ. 2 Ν.4335/2015 βρίσκεται σε αρμονία με τα όσα γίνονται δεκτά στο πλαίσιο του ΚΠολΔ τόσο στην πρωτοβάθμια δίκη όσο και στην δευτεροβάθμια.

Διαφοροποίηση ουσιαστικά εισάγεται με το άρθρο 9 παρ.1 Ν.4335/2015, για την εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόζονται επί τακτικής διαδικασίας. Για αυτήν τίθεται ως χρονικό σημείο η 1.1.2016, με αποτέλεσμα όλες οι αγωγές που έχουν κατατεθεί πριν από την παραπάνω ημερομηνία να ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Αυτό οφείλεται στο ότι η τακτική διαδικασία υπέστη ριζικές μεταβολές τόσο ως προς την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων όσο στην χρήση αποδεικτικών μέσων όσο και ως προς την αρχή του συγκεντρωτικού συστήματος. Στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών και δη των περιουσιακών διαφορών διατηρείται ο προφορικός και άμεσος χαρακτήρας της πολιτικής δίκης και οι αλλαγές που έχουν επέλθει είναι περισσότερο συστηματικής υφής και λιγότερο επί της διαδικαστικής πορείας της δίκης. Εμφανίζεται λοιπόν, δικαιολογημένη η διαφορετική ρύθμιση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 9 Ν.4335/2015.

Ο τρόπος δε που διαμορφώνεται η ρύθμιση των διαδικαστικών πράξεων κατά τα παραπάνω είναι συμβατός με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της μη προσβολής υφιστάμενων δικονομικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, το να θεωρήσουμε ότι οι νέες διατάξεις εφαρμόζονται επί του παραδεκτού των ενδίκων μέσων αντίκειται τόσο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου όσο και στην επιδίωξη του νομοθέτη να παράσχει ικανό χρόνο προσαρμογής τους παράγοντες της δικαιοσύνης, όπως ορίζεται και στην Αιτιολογική Έκθεση. Άρα, η απόκλιση από όσα γίνονται δεκτά στο πλαίσιο του ΚΠολΔ δεν εμφανίζεται δικαιολογημένη.

Τέλος, δεν εμφανίζεται να υπάρχει επαρκής λόγος για να διαφοροποιήσουμε τις αναιρέσεις που ασκούνται κατά αποφάσεων που εκδίδονται πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015, αν αυτές είχαν εκδοθεί κατά την τακτική διαδικασία, οπότε εφαρμόζεται και το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ, και σε αυτές που εκδόθηκαν κατά τις ειδικές διαδικασίες, οπότε θα εφαρμόζεται η συντετμημένη προθεσμία που εισήχθη με το Ν. 4335/2015. Η διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά και των προϋποθέσεων παραδεκτού της άσκησης αναίρεσης είναι κοινή τόσο σε περιπτώσεις αποφάσεων της τακτικής διαδικασία όσο και των ειδικών διαδικασιών και αυτό γιατί το Ακυρωτικό αποτελεί δικαστήριο εξέτασης ζητημάτων νομιμότητας των επιλυόμενων από τα πολιτικά δικαστήρια διαφορών και όχι δικαστήριο από το οποίο εξετάζεται η ουσία των πολιτικών διαφορών.

Από το σύνολο της εκτεθείσας επιχειρηματολογίας συνάγεται ότι η ορθή προσέγγιση του ζητήματος επιτάσσει να θεωρηθεί εφαρμοστέο το άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ και για το παραδεκτό των ενδίκων μέσων επί αποφάσεων που εκδόθηκαν για διαφορές που υπάγονται στις ειδικές διαδικασίες. Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης για τις διαφορές που υπάγονται στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών πρέπει να θεωρηθεί κατά ορθότερη ερμηνεία του νόμου τριετής για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την 01.01.2016. Το άρθρο 9 παρ.2 Ν.4335/2015, αντίθετα ρυθμίζει το δίκαιο επί των δικών μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, κατά αναλογία των όσων ισχύουν επί του ΚΠολΔ. Η αναφορά του και στον ειδικό νόμο δεν έχει άλλη λειτουργία από αυτή της άρσης των αμφισβητήσεων και της διάκρισης των ειδικών διαδικασιών από όσα γίνονται δεκτά στην τακτική διαδικασία.

 

 

 

 

[1] Άρθρο 564 ΚΠολΔ (πριν την τροποποίηση του Ν. 4335/2015):

«…3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.»

[2] Άρθρο 564 ΚΠολΔ (μετά την τροποποίηση του Ν. 4335/2015):

«…3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.»

[3] Άρθρο 9 παρ.2 Ν. 4335/2015:

«Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές.»

[4] Άρθρο 12 ΕισΝΚΠολΔ:

«Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο.»

[5] Άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ:

«1. Το παραδεκτό των ένδικων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου.»

 

[6] Άρθρο 18 ΕισΝΑΚ:

«…2. Αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το έως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος, από την εισαγωγή του Κώδικα, και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο που ορίζεται στον Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου.»

Τα πιο διαβασμενα