08 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Ελαττωματικά Φαρμακευτικά Προϊόντα και Προστασία Καταναλωτή: ευρωπαϊκές εξελίξεις

 

Ήδη από τα πρώτα της βήματα στην θέσπιση κοινών κανόνων στον ενιαίο οικονομικό χώρο η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (πλέον Ένωση) κατέστησε σαφές ότι πρωταρχικό της μέλημα ήταν η προστασία των καταναλωτών μέσα από τη θέσπιση κοινών σε όλο των ενιαίο χώρο δικαιωμάτων και συνεπειών σε περίπτωση που αυτά παραβιάζονταν. Η θέσπιση αυτών των κοινών κανόνων αποτελεί άλλωστε και ένα από τους βασικούς τρόπους μέσω των οποίων η Ένωση επεδίωξε την διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη της.

Θεμελιώδη σημασία για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών και στόχων έχει η οδηγία 85/374/ΕΟΚ,[1] την οποία ερμήνευσε προσφάτως το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C‑621/15 (δείτε το κείμενο της απόφασης εδώ).

Τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας έχουν ως εξής: ο J.W. εμβολιάσθηκε κατά της ηπατίτιδας Β με εμβόλιο που κατασκευάστηκε από την SanofiPasteur και το οποίο του χορηγήθηκε σε τρεις διαδοχικές δόσεις κατά το 1998 τη μία και δύο κατά το 1999. Η τελευταία δόση λήφθηκε τον Ιούλιο του 1999 και τον Αύγουστο του 1999 παρουσιάστηκαν διάφορες επιπλοκές, κατόπιν των οποίων διαγνώσθηκε τον Νοέμβριο του 2000 με σκλήρυνση κατά πλάκας. Η ασθένεια του επιδεινώθηκε σταδιακά μέχρι που επήλθε λειτουργική ανικανότητα σε ποσοστό 90% και τελικά απεβίωσε το 2011.

Ήδη από το 2006 είχε ασκήσει αυτός και δύο μέλη της οικογένειάς του αγωγή κατά της παραγωγού εταιρίας ζητώντας αποκατάσταση της ζημιάς που είχαν υποστεί από το ελαττωματικό εμβόλιο. Το Εφετείο του Παρισίου απέρριψε την αγωγή του J.W., ο οποίος στη συνέχεια άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο έθεσε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α) μπορεί να αποδείξουν το ελάττωμα του εμβολίου και την αιτιώδη συνάφειά του με την ζημία που υπέστη ο J.W. στοιχεία που αποτελούν σοβαρά, συγκλίνοντα και συγκεκριμένα τεκμήρια, ακόμα και αν κατά την ιατρική επιστήμη δεν υπάρχει κάποια έρευνα που να αποδεικνύει τη σχέση μεταξύ του εμβολίου και της εκδήλωσης της ασθένειας.

β) αν θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί το ελάττωμα και η αιτιώδης συνάφεια με βάση σοβαρά στοιχεία, αντιτίθεται στο σύστημα της οδηγίας η καθιέρωση από το εθνικό δίκαιο ενός συστήματος τεκμηρίων, βάσει του οποίου όταν συντρέχουν αυτά θα θεωρείται αποδεδειγμένη η αιτιώδης συνάφεια;

γ) ο ζημιωθείς προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης όπως κατανέμεται από την οδηγία, θα πρέπει να προσκομίσει μόνο επιστημονικά στοιχεία για την ύπαρξη ελαττώματος και την αιτιώδη συνάφεια.

 

Α) Ως προς το πρώτο ερώτημα το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η οδηγία έχει ως σκοπό να απονείμει δικαιώματα στους πολίτες των κρατών-μελών, αλλά ο τρόπος και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτά τα δικαιώματα θα ασκηθούν εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο και στους οικείους δικονομικούς κανόνες. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται από το ενωσιασκό δίκαιο είναι ότι αυτοί οι κανόνες δεν θα πρέπει να θίγουν την αποτελεσματικότητα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή δεν θα πρέπει να καταστήσουν την άσκηση των απονεμόμενων δικαιωμάτων πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή.

Έτσι, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες μπορούν να καθορίσουν ειδικότερα το ποια αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να επικαλεστεί ο ζημιωθείς προκειμένου να αποδείξει το ελάττωμα ενός προϊόντος, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια αυτού με την ζημιά που επήλθε σε αυτόν. Ταυτόχρονα, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να προσδιορίσει το επίπεδο στο οποίο πρέπει να βρίσκεται η δικανική πεποίθηση ώστε να μπορέσει ο δικαστής να εκδώσει απόφαση. Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο και στην οδηγία το να τεθεί ως επαρκής βαθμός απόδειξης η πιθανολόγηση και όχι η πλήρης απόδειξη.

 Αντιτίθεται όμως, στην οδηγία η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, με την καθιέρωση δηλαδή ενός κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο παραγωγός του προϊόντος θα πρέπει να αποδείξει ότι το προϊόν δεν είναι ελαττωματικό. Με τέτοιο κανόνα αντιστροφής του βάρους απόδειξης ισοδυναμεί το επιτρεπτό της χρήσης αποδεικτικών μέσω αλυσιτελών ή ανεπαρκών από τον ζημιωθέντα. Δηλαδή, με κανόνα αντιστροφής του βάρους απόδειξης θα ισοδυναμούσε η καθιέρωση ενός τεκμηρίου ύπαρξης ελαττώματος και αιτιώδους συνάφειας αυτού με τη ζημία σε περίπτωση που συντρέχουν ορισμένες ενδείξεις, χωρίς να λάβουν υπόψη τους και όσα ενδεχομένως εισφέρει στη δίκη ο παραγωγός για να αποκρούσει την αγωγή.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο εθνικός δικονομικός νομοθέτης δικαιούται να θεσπίσει κανόνες που επιτρέπουν ένα μικρότερο βαθμό δικανικής βεβαιότητας. Επιτρέπεται δηλαδή να στηρίζεται ο δικαστής σε μία δέσμη ενδείξεων που οφείλει να προσκομίσει ο ζημιωθείς για να αποδείξει τη ζημία του, ενώ ο παραγωγός έχει δικαίωμα να ανταποδείξει εισφέροντας αντίρροπες ενδείξεις στην δίκη. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο μειωμένος βαθμός δικανικής βεβαιότητας που μπορεί να απαιτεί το εθνικό δίκαιο μπορεί να διασφαλίζει και την αποτελεσματικότητα της ένωσης, καθώς η απαίτηση για την ύπαρξη πλήρους δικανικής πεποίθησης θα ισοδυναμούσε με απαίτηση για την προσκόμιση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, όπως μια ιατρική έρευνα που αποδεικνύει το ελάττωμα του εμβολίου. Μία τέτοια ιατρική έρευνα δεν είναι πάντοτε υπαρκτή, ενώ ακόμα και αν υπάρχει μία, μπορεί να υπάρχει και άλλη με τα αντίθετα πορίσματα που καθιστά επί της ουσίας αδύνατη την έκδοση απόφασης από τον εθνικό δικαστή.  

Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αποτελούν ενδείξεις ικανές να επιτρέψουν στον εθνικό δικαστή να συνάγει το ελάττωμα του εμβολίου και την αιτιώδη συνάφεια του με την ζημιά την εγγύτητα μεταξύ λήψης του εμβολίου και εμφάνισης των συμπτωμάτων της σκλήρυνσης κατά πλάκας, την έλλειψη σχετικού προσωπικού ή οικογενειακού ιστορικού, καθώς και την ύπαρξη σημαντικού αριθμού καταγεγραμμένων περιπτώσεων εκδηλώσεως της ασθένειας κατόπιν χορηγήσεως του εν λόγω εμβολίου.[2]

Β)Ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, σε συνέχεια της παραπάνω συλλογιστικής του, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αντίκειται στον σκοπό και την διάρθρωση της οδηγίας, η καθιέρωση από το εθνικό δίκαιο μιας δέσμης ενδείξεων από τις οποίες να τεκμαίρεται μαχητά ή αμάχητα το ελάττωμα και η αιτιώδης συνάφεια, καθώς αυτό θα συνεπαγόταν ανεπίτρεπτη αντιστροφή του βάρους απόδειξης.

Η κατεύθυνση που δόθηκε στους εθνικού νομοθέτες και στον εθνικό δικαστή με την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδιώκει πράγματι να συμβιβάσει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ ζημιωθέντος και παραγωγού, ικανοποιώντας τόσο την ανάγκη του πρώτου να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημιάς όσο και του δεύτερου να προσκομίσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που θεμελιώνουν τον αποκλεισμό της ευθύνης του. Από την παραπάνω απόφαση καθίσταται ευκρινές ότι για την εξέταση της αιτιώδης συνάφεια στο πλαίσιο του αστικού δικαίου υιοθετούνται αμιγώς νομικά κριτήρια, τα οποία μπορεί καταφανώς να οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά στα οποία θα κατέληγε η επιστημονική -και άρα φυσιοκρατική- προσέγγιση της αιτιώδους συνάφειας.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραδείγματος χάριν θα καταλήγαμε στο ανεύθυνο του παραγωγού αν στηριζόμασταν αποκλειστικά στα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης. Η ανάγκη όμως για δίκαιη κατανομή των ζημιών στις σύγχρονες κοινωνίες κινδύνου οδηγεί το Δικαστήριο να διατυπώσει κανόνες ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας με βάση νομικά κριτήρια. Το αν όμως, θα μπορούσε αυτή η νομική και κανονιστική προσέγγιση του αιτιώδους συνδέσμου να επεκταθεί και στον χώρο του Ποινικού Δικαίου έτσι ώστε να μπορέσει να θεμελιωθεί και ποινική ευθύνη του παραγωγού ή του γιατρού, είναι ένα ζήτημα που χρήζει προσοχής και περισσότερης εξέτασης, καθώς άπτεται της βαθύτερης λειτουργίας του στην σύγχρονη κοινωνία κινδύνων.

 

Για οποιαδήποτε απορία ή περαιτέρω πληροφορία σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και νομική προστασία για οποιονδήποτε αντιμετωπίζει παρόμοια θέματα, η NEWLAWείναι στη διάθεσή σας -Τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501, 2310 261 502.

 

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

[1] Άρθρο 4: Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία, το ελάτ­τωμα καθώς και την αιτιώδη συνάφεια, μεταξύ ελαττώ­ματος και ζημίας.

Άρθρο 6:  1. Ένα προϊόν θεωρείται ελαττωματικό, εάν δεν παρέ­χει την ασφάλεια που δικαιούται κανείς να αναμένει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, συμπερι­λαμβανομένων: α) της εξωτερικής εμφάνισης του προϊόντος· β) της ευλόγως αναμενόμενης χρησιμοποίησης του προϊ­όντος · γ) του χρόνου κατά τον οποίο το προϊόν ετέθη σε κυκλοφορία.

2. Ένα προϊόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαττωματικό απλώς και μόνο, επειδή, ακολούθως, τέθηκε σε κυκλοφορία ένα άλλο τελειότερο.

[2] Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η δέσμη κριτηρίων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση επαρκής για την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης χορήγησης του εμβολίου και της προσβολής από σκλήρυνση κατά πλάκα, καθώς ο βαθμός απόδειξης που ισχύει στο πλαίσιο της ποινικής δίκης διαφέρει. Στην ποινική δίκη απαιτείται να αποδειχθεί πλήρως και αδιαμφισβήτητα η ενοχή του κατηγορουμένου.

Ελαττωματικά Φαρμακευτικά Προϊόντα και Προστασία Καταναλωτή: ευρωπαϊκές εξελίξεις

 

Ήδη από τα πρώτα της βήματα στην θέσπιση κοινών κανόνων στον ενιαίο οικονομικό χώρο η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (πλέον Ένωση) κατέστησε σαφές ότι πρωταρχικό της μέλημα ήταν η προστασία των καταναλωτών μέσα από τη θέσπιση κοινών σε όλο των ενιαίο χώρο δικαιωμάτων και συνεπειών σε περίπτωση που αυτά παραβιάζονταν. Η θέσπιση αυτών των κοινών κανόνων αποτελεί άλλωστε και ένα από τους βασικούς τρόπους μέσω των οποίων η Ένωση επεδίωξε την διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη της.

Θεμελιώδη σημασία για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών και στόχων έχει η οδηγία 85/374/ΕΟΚ,[1] την οποία ερμήνευσε προσφάτως το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C‑621/15 (δείτε το κείμενο της απόφασης εδώ).

Τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας έχουν ως εξής: ο J.W. εμβολιάσθηκε κατά της ηπατίτιδας Β με εμβόλιο που κατασκευάστηκε από την SanofiPasteur και το οποίο του χορηγήθηκε σε τρεις διαδοχικές δόσεις κατά το 1998 τη μία και δύο κατά το 1999. Η τελευταία δόση λήφθηκε τον Ιούλιο του 1999 και τον Αύγουστο του 1999 παρουσιάστηκαν διάφορες επιπλοκές, κατόπιν των οποίων διαγνώσθηκε τον Νοέμβριο του 2000 με σκλήρυνση κατά πλάκας. Η ασθένεια του επιδεινώθηκε σταδιακά μέχρι που επήλθε λειτουργική ανικανότητα σε ποσοστό 90% και τελικά απεβίωσε το 2011.

Ήδη από το 2006 είχε ασκήσει αυτός και δύο μέλη της οικογένειάς του αγωγή κατά της παραγωγού εταιρίας ζητώντας αποκατάσταση της ζημιάς που είχαν υποστεί από το ελαττωματικό εμβόλιο. Το Εφετείο του Παρισίου απέρριψε την αγωγή του J.W., ο οποίος στη συνέχεια άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο έθεσε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

α) μπορεί να αποδείξουν το ελάττωμα του εμβολίου και την αιτιώδη συνάφειά του με την ζημία που υπέστη ο J.W. στοιχεία που αποτελούν σοβαρά, συγκλίνοντα και συγκεκριμένα τεκμήρια, ακόμα και αν κατά την ιατρική επιστήμη δεν υπάρχει κάποια έρευνα που να αποδεικνύει τη σχέση μεταξύ του εμβολίου και της εκδήλωσης της ασθένειας.

β) αν θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί το ελάττωμα και η αιτιώδης συνάφεια με βάση σοβαρά στοιχεία, αντιτίθεται στο σύστημα της οδηγίας η καθιέρωση από το εθνικό δίκαιο ενός συστήματος τεκμηρίων, βάσει του οποίου όταν συντρέχουν αυτά θα θεωρείται αποδεδειγμένη η αιτιώδης συνάφεια;

γ) ο ζημιωθείς προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης όπως κατανέμεται από την οδηγία, θα πρέπει να προσκομίσει μόνο επιστημονικά στοιχεία για την ύπαρξη ελαττώματος και την αιτιώδη συνάφεια.

 

Α) Ως προς το πρώτο ερώτημα το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η οδηγία έχει ως σκοπό να απονείμει δικαιώματα στους πολίτες των κρατών-μελών, αλλά ο τρόπος και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτά τα δικαιώματα θα ασκηθούν εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο και στους οικείους δικονομικούς κανόνες. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται από το ενωσιασκό δίκαιο είναι ότι αυτοί οι κανόνες δεν θα πρέπει να θίγουν την αποτελεσματικότητα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή δεν θα πρέπει να καταστήσουν την άσκηση των απονεμόμενων δικαιωμάτων πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή.

Έτσι, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες μπορούν να καθορίσουν ειδικότερα το ποια αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να επικαλεστεί ο ζημιωθείς προκειμένου να αποδείξει το ελάττωμα ενός προϊόντος, αλλά και την αιτιώδη συνάφεια αυτού με την ζημιά που επήλθε σε αυτόν. Ταυτόχρονα, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να προσδιορίσει το επίπεδο στο οποίο πρέπει να βρίσκεται η δικανική πεποίθηση ώστε να μπορέσει ο δικαστής να εκδώσει απόφαση. Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν αντιτίθεται στο ενωσιακό δίκαιο και στην οδηγία το να τεθεί ως επαρκής βαθμός απόδειξης η πιθανολόγηση και όχι η πλήρης απόδειξη.

 Αντιτίθεται όμως, στην οδηγία η αντιστροφή του βάρους απόδειξης, με την καθιέρωση δηλαδή ενός κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο παραγωγός του προϊόντος θα πρέπει να αποδείξει ότι το προϊόν δεν είναι ελαττωματικό. Με τέτοιο κανόνα αντιστροφής του βάρους απόδειξης ισοδυναμεί το επιτρεπτό της χρήσης αποδεικτικών μέσω αλυσιτελών ή ανεπαρκών από τον ζημιωθέντα. Δηλαδή, με κανόνα αντιστροφής του βάρους απόδειξης θα ισοδυναμούσε η καθιέρωση ενός τεκμηρίου ύπαρξης ελαττώματος και αιτιώδους συνάφειας αυτού με τη ζημία σε περίπτωση που συντρέχουν ορισμένες ενδείξεις, χωρίς να λάβουν υπόψη τους και όσα ενδεχομένως εισφέρει στη δίκη ο παραγωγός για να αποκρούσει την αγωγή.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο εθνικός δικονομικός νομοθέτης δικαιούται να θεσπίσει κανόνες που επιτρέπουν ένα μικρότερο βαθμό δικανικής βεβαιότητας. Επιτρέπεται δηλαδή να στηρίζεται ο δικαστής σε μία δέσμη ενδείξεων που οφείλει να προσκομίσει ο ζημιωθείς για να αποδείξει τη ζημία του, ενώ ο παραγωγός έχει δικαίωμα να ανταποδείξει εισφέροντας αντίρροπες ενδείξεις στην δίκη. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι ο μειωμένος βαθμός δικανικής βεβαιότητας που μπορεί να απαιτεί το εθνικό δίκαιο μπορεί να διασφαλίζει και την αποτελεσματικότητα της ένωσης, καθώς η απαίτηση για την ύπαρξη πλήρους δικανικής πεποίθησης θα ισοδυναμούσε με απαίτηση για την προσκόμιση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, όπως μια ιατρική έρευνα που αποδεικνύει το ελάττωμα του εμβολίου. Μία τέτοια ιατρική έρευνα δεν είναι πάντοτε υπαρκτή, ενώ ακόμα και αν υπάρχει μία, μπορεί να υπάρχει και άλλη με τα αντίθετα πορίσματα που καθιστά επί της ουσίας αδύνατη την έκδοση απόφασης από τον εθνικό δικαστή.  

Έτσι, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αποτελούν ενδείξεις ικανές να επιτρέψουν στον εθνικό δικαστή να συνάγει το ελάττωμα του εμβολίου και την αιτιώδη συνάφεια του με την ζημιά την εγγύτητα μεταξύ λήψης του εμβολίου και εμφάνισης των συμπτωμάτων της σκλήρυνσης κατά πλάκας, την έλλειψη σχετικού προσωπικού ή οικογενειακού ιστορικού, καθώς και την ύπαρξη σημαντικού αριθμού καταγεγραμμένων περιπτώσεων εκδηλώσεως της ασθένειας κατόπιν χορηγήσεως του εν λόγω εμβολίου.[2]

Β)Ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, σε συνέχεια της παραπάνω συλλογιστικής του, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αντίκειται στον σκοπό και την διάρθρωση της οδηγίας, η καθιέρωση από το εθνικό δίκαιο μιας δέσμης ενδείξεων από τις οποίες να τεκμαίρεται μαχητά ή αμάχητα το ελάττωμα και η αιτιώδης συνάφεια, καθώς αυτό θα συνεπαγόταν ανεπίτρεπτη αντιστροφή του βάρους απόδειξης.

Η κατεύθυνση που δόθηκε στους εθνικού νομοθέτες και στον εθνικό δικαστή με την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδιώκει πράγματι να συμβιβάσει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ ζημιωθέντος και παραγωγού, ικανοποιώντας τόσο την ανάγκη του πρώτου να επιδιώξει την αποκατάσταση της ζημιάς όσο και του δεύτερου να προσκομίσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που θεμελιώνουν τον αποκλεισμό της ευθύνης του. Από την παραπάνω απόφαση καθίσταται ευκρινές ότι για την εξέταση της αιτιώδης συνάφεια στο πλαίσιο του αστικού δικαίου υιοθετούνται αμιγώς νομικά κριτήρια, τα οποία μπορεί καταφανώς να οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά στα οποία θα κατέληγε η επιστημονική -και άρα φυσιοκρατική- προσέγγιση της αιτιώδους συνάφειας.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραδείγματος χάριν θα καταλήγαμε στο ανεύθυνο του παραγωγού αν στηριζόμασταν αποκλειστικά στα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης. Η ανάγκη όμως για δίκαιη κατανομή των ζημιών στις σύγχρονες κοινωνίες κινδύνου οδηγεί το Δικαστήριο να διατυπώσει κανόνες ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας με βάση νομικά κριτήρια. Το αν όμως, θα μπορούσε αυτή η νομική και κανονιστική προσέγγιση του αιτιώδους συνδέσμου να επεκταθεί και στον χώρο του Ποινικού Δικαίου έτσι ώστε να μπορέσει να θεμελιωθεί και ποινική ευθύνη του παραγωγού ή του γιατρού, είναι ένα ζήτημα που χρήζει προσοχής και περισσότερης εξέτασης, καθώς άπτεται της βαθύτερης λειτουργίας του στην σύγχρονη κοινωνία κινδύνων.

 

Για οποιαδήποτε απορία ή περαιτέρω πληροφορία σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και νομική προστασία για οποιονδήποτε αντιμετωπίζει παρόμοια θέματα, η NEWLAWείναι στη διάθεσή σας -Τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501, 2310 261 502.

 

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

[1] Άρθρο 4: Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία, το ελάτ­τωμα καθώς και την αιτιώδη συνάφεια, μεταξύ ελαττώ­ματος και ζημίας.

Άρθρο 6:  1. Ένα προϊόν θεωρείται ελαττωματικό, εάν δεν παρέ­χει την ασφάλεια που δικαιούται κανείς να αναμένει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, συμπερι­λαμβανομένων: α) της εξωτερικής εμφάνισης του προϊόντος· β) της ευλόγως αναμενόμενης χρησιμοποίησης του προϊ­όντος · γ) του χρόνου κατά τον οποίο το προϊόν ετέθη σε κυκλοφορία.

2. Ένα προϊόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαττωματικό απλώς και μόνο, επειδή, ακολούθως, τέθηκε σε κυκλοφορία ένα άλλο τελειότερο.

[2] Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η δέσμη κριτηρίων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση επαρκής για την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης χορήγησης του εμβολίου και της προσβολής από σκλήρυνση κατά πλάκα, καθώς ο βαθμός απόδειξης που ισχύει στο πλαίσιο της ποινικής δίκης διαφέρει. Στην ποινική δίκη απαιτείται να αποδειχθεί πλήρως και αδιαμφισβήτητα η ενοχή του κατηγορουμένου.

Τα πιο διαβασμενα