02 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2022
Η νομική ανάλυση του τραγικού θανάτου της άτυχης Εμμανουέλας στην Καμάρα Θεσσαλονίκης: θανατηφόρα σωματική βλάβη ή θανατηφόρα έκθεση;

 

των Βίκτωρα Τσιλώνη και Νικόλαου-Αθανάσιου Αποστολίδη

 

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναλύσει τις νομικές προεκτάσεις και τα ζητήματα του τραγικού συμβάντος που σημειώθηκε στην Καμαρά Θεσσαλονίκης στις 22 Νοεμβρίου 2022 και οδήγησε στο θάνατο την 21χρονη Εμμανουέλα. Καταρχάς αναλύονται οι δέουσες ποινικές διατάξεις και ύστερα γίνεται η υπαγωγή αυτών στα πραγματικά περιστατικά του παραπάνω θανατηφόρου γεγονότος που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.

 

Ι. Το έγκλημα της έκθεσης κατά το Άρθρο 306 ΠΚ

Άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα:

1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος υπαίτια τραυμάτισε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

Το πρώτο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό του Άρθρου 306 ΠΚ. Ορθότερη προκρίνεται η άποψη που ως προστατευόμενο έννομο αγαθό δέχεται την ίδια τη ζωή. Δηλαδή δεν αρκεί να έχει προκληθεί κίνδυνος απλής ή βαριάς σωματικής βλάβης αλλά κίνδυνος ζωής για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης.

Επίσης, το έγκλημα της έκθεσης είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης όπως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει από το γράμμα της ίδιας της διάταξης του Άρθρου 306 παρ. 1 ΠΚ. Αυτό σημαίνει πως για την ολοκλήρωση του εγκλήματος ο κίνδυνος θα πρέπει να έχει προκληθεί (εν προκειμένω ο κίνδυνος ζωής), να βιώνει δηλαδή το έννομο αγαθό υπαρξιακή κρίση όπου ανά πάσα στιγμή και σύμφωνα με την διατεταγμένη ροή των πραγμάτων μπορεί να προκύψει και η βλάβη του εννόμου αγαθού. Βέβαια, ο κίνδυνος της ζωής θα πρέπει να είναι υπαρκτός, όχι ενδεχόμενος, και να μπορεί να αποδειχθεί.

Το έγκλημα της έκθεσης που τυποποιείται στο Άρθρο 306 ΠΚ είναι δυνατό να τελεστεί με δύο τρόπους, με ενέργεια και παράλειψη. Με ενέργεια τελείται όταν κάποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο ενώ διά παραλείψεως τελείται όταν κάποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει ή ένα πρόσωπο που ίδιος υπαίτια τραυμάτισε.

Στην παρούσα φάση θα μας απασχολήσει ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος και ειδικότερα ο υπαίτιος τραυματισμός του προσώπου. Αρχικά πρέπει να λεχθεί πως ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος καθιερώνει γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, δηλαδή υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος δεν μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε αλλά υποκείμενο μπορεί να είναι μόνο εκείνος η παράλειψη του οποίου θα ανέκοπτε την εξέλιξη του κινδύνου. Ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος ως γνήσιου ιδιαίτερου εγκλήματος έχει σοβαρές συνέπειες στο πλαίσιο του Άρθρου 49 ΠΚ και συγκεκριμένα στην επιβολή της ποινής στο επίπεδο της συμμετοχής[1].

Πιο συγκεκριμένα, ο υπαίτιος τραυματισμός μπορεί να οφείλεται είτε σε δόλο είτε σε αμέλεια. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορεί να πληρωθεί το ίδιο το έγκλημα της έκθεσης αντικειμενικά και υποκειμενικά. Δηλαδή αντικειμενικά θα πρέπει ο υπαίτιος τραυματισμός να είχε τέτοια ένταση που προκάλεσε κίνδυνο ζωής και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να προκληθεί η βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής. Γι’ αυτό και ορθότερα υποστηρίζεται πως το έγκλημα της έκθεσης (υπό ευρεία έννοια) περατώνεται την στιγμή εκείνη που ο κίνδυνος ποιοτικώς μεταβάλλεται[2] και δημιουργούνται εκείνες οι συνθήκες που είναι κατάλληλες για την πρόκληση της βλάβης του εννόμου αγαθού, εν προκειμένω της ίδιας της ζωής.

Έτσι άλλωστε μπορεί να δικαιολογηθεί και ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος της έκθεσης ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού (από την συνδυαστική εφαρμογή των Άρθρων 18 και 26 ΠΚ) και συγκεκριμένα δόλος διακινδύνευσης της ζωής του θύματος, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει (έστω και ως ενδεχόμενο) πως ο υπαίτιος τραυματισμός προκάλεσε κίνδυνο ζωής και να επιδιώκει ή να αποδέχεται την ποιοτική μεταβολή του κινδύνου ζωής. Άρα, η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος θα πρέπει να επικαλύπτει την αντικειμενική υπόσταση στο σύνολο της για να μπορεί να καταφαθεί το έγκλημα.

Με την ερμηνεία που δίδεται παραπάνω είναι σαφές πως οριοθετείται το έγκλημα της έκθεσης (υπό ευρεία έννοια) σε συγκεκριμένο πλαίσιο και αποφεύγονται ερμηνευτικοί ακροβατισμοί που στοχεύουν στην επαύξηση του αξιοποίνου.

Ωστόσο, αν τελικώς επέλθει και το αποτέλεσμα, δηλαδή η βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής, ως αιτιακή συνθήκη του βασικού εγκλήματος (εν προκειμένω της έκθεσης του Άρθρου 306 ΠΚ) πρέπει να ερευνηθεί αν συντρέχει κάποια νομοτυπική μορφή εκ του αποτελέσματος εγκλήματος. Στην παρούσα φάση σκόπιμο εκ πρώτης όψεως να εξεταστεί το έγκλημα της θανατηφόρας έκθεσης του Άρθρου 306 παρ. 2 ΠΚ. Αυτό που πρέπει αρχικώς να επισημανθεί είναι πως για την κατάφαση κάθε εκ του αποτελέσματος εγκλήματος απαιτείται ένα βασικό έγκλημα δόλου, το παραπέρα αποτέλεσμα να οφείλεται τουλάχιστον σε αμέλεια (σύμφωνα και με την πρόβλεψη του Άρθρου 29 ΠΚ) και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του παραπέρα αποτελέσματος. Έτσι εφόσον πληρούνται όσα προαναφέρθηκαν στοιχειοθετείται και ευθύνη του Άρθρου 306 παρ. 2 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση το βασικό έγκλημα της έκθεσης απορροφάται στο τυποποιημένο εκ του αποτελέσματος έγκλημα της θανατηφόρας έκθεσης (Άρθρο 306 παρ. 2 ΠΚ).

ΙΙ. Διάκριση μεταξύ θανατηφόρας σωματικής βλάβης και θανατηφόρας έκθεσης

Άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα:

1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος υπαίτια τραυμάτισε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

Άρθρο 311 του Ποινικού Κώδικα:

Αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη.

Βασικό σημείο τομής μεταξύ των δύο εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων αποτελεί το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του αποτελέσματος. Δηλαδή για να υποστηρίζεται η εκδοχή της θανατηφόρας έκθεσης θα πρέπει ο θάνατος να οφείλεται στην έκθεση. Με άλλα λόγια θα πρέπει από την ποιοτική μεταβολή του κινδύνου ζωής να επήλθε και ο θάνατος. Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή για να καταφάσκεται η θανατηφόρα σωματική βλάβη θα πρέπει ο θάνατος να επήλθε από την προκληθείσα σωματική βλάβη.

Αυτό το πόρισμα μπορεί να εξαχθεί με πειστικότητα και σοβαρότητα από έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης (ή ιατροδικαστού) η οποία θα καταδεικνύει ποιο ήταν το αίτιο του θανάτου. Για παράδειγμα, αν το περιεχόμενο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης μαρτυρεί πως αν είχε μεταφερθεί το θύμα εγκαίρως στο νοσοκομείο θα σωζόταν τότε η έκθεση συνηγορεί στην κατάστρωση της θανατηφόρας έκθεσης. Αν όμως, το περιεχόμενο της πραγματογνωμοσύνης καταδείκνυε πως το τραύμα ήταν τόσο σοβαρό που και εσπευσμένα να διαμετακομιζόταν στο νοσοκομείο το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο τότε πιο εύκολα κανείς μπορεί να υποστηρίξει την ευθύνη από την θανατηφόρα σωματική βλάβη.

Το ζήτημα εμφανίζει δυσχέρειες κυρίως ως προς το κομμάτι της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου. Σε κάθε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για το ένα ή το άλλο εκ του αποτελέσματος έγκλημα πρόκειται να αποδειχθεί στο δικαστήριο κατά την αποδεικτική διαδικασία με έγγραφα ή και με μάρτυρες.

Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται λίγο παραπάνω στην περίπτωση που τελικώς καταφαθεί το έγκλημα της θανατηφόρας έκθεσης όπως αυτό έχει αποτυπωθεί αναλυτικά στην πρώτη ενότητα. Η πολυπλοκότητα εδώ αφορά το γεγονός πως πέραν της θανατηφόρας έκθεσης έχει απομείνει εκτός του υπό κρίση πεδίου και μια σωματική βλάβη. Ποια είναι δηλαδή η σχέση της σωματικής βλάβης που έχει προκληθεί με την θανατηφόρα έκθεση. Κατά την άποψη μου εν προκειμένω τίθεται ζήτημα φαινομενικής συρροής μεταξύ του Άρθρου 306 παρ. 2β ΠΚ και της κατά το νόμο περίπτωσης σωματικής βλάβης αφού το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας έχει συναξιολογηθεί στο πλαίσιο του Άρθρου 306 παρ. 2β ΠΚ αφού το έννομο αγαθό της ζωής εμπεριέχει και την σωματική ακεραιότητα. Εξ άλλου, εύκολα μπορεί κανείς να καταλήξει στο παραπάνω συμπέρασμα αν παρατηρήσει το προβλεπόμενο απειλούμενο στο νόμο ποινικό πλαίσιο που επισύρονται ποινές καθείρξεως στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα που προαναφέρθηκαν.

Από την άλλη πλευρά, αν καταφαθεί τελικώς το έγκλημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης τότε απομένει εκτός του συζητούμενου πεδίου εφαρμογής το έγκλημα της εκθέσεως του Άρθρου 306 παρ. 1 ΠΚ. Και σε αυτήν την περίπτωση κατά την προσωπική μου θεώρηση η συρροή πρέπει να είναι φαινομενική καθώς το έννομο αγαθό της ζωής έχει αξιολογηθεί ως τέτοιο στο εκ του αποτελέσματος έγκλημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης.

ΙΙI.Το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης Άρθρο 290Α ΠΚ

Άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα[3]:

1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου.Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή.

Ειδικότερα, η επικίνδυνη οδήγηση στο Άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) είναι τυποποιημένη στον νόμο ως έγκλημα και συγκεκριμένα καταστρωμένη με την μορφή του κοινώς επικίνδυνου εγκλήματος με στόχο την αυξημένη πρόληψη των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων. Η επικίνδυνη οδήγηση αποτελεί καθημερινό φαινόμενο με συνέπεια την πληθώρα τροχαίων ατυχημάτων με τραυματίες και νεκρούς. Βασική αιτία της επικίνδυνης οδήγησης αποτελεί η έλλειψη κυκλοφοριακής συνείδησης στους οδηγούς. Πρόσφατα, ετέθη στην διαβούλευση (από 1η Νοεμβρίου – 15η Νοεμβρίου 2022) η τροποποίηση του Άρθρου 290Α ΠΚ με την προσθήκη τρίτου και τέταρτου εδαφίου στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα για την αυξημένη προστασία των πολιτών από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης για να καταφαθεί απαιτείται να συντρέξει είτε η περίπτωση του εδαφίου α΄ του Άρθρου 290Α ΠΚ που αναφέρεται στην οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης είτε η περίπτωση του εδαφίου β΄ όπου τυποποιείται η οδήγηση του οχήματος σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδήγηση οχήματος που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή οδήγηση με επικίνδυνους ελιγμούς ή συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες και από τις παραπάνω πράξεις να μπορεί να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή στον άνθρωπο κατά την ρητή πρόβλεψη του Άρθρου 290Α παρ. 1 περ. αα΄ και ββ΄ του Ποινικού Κώδικα.

Έτσι, από τη διάταξη καθίσταται σαφές ότι το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης δεν αφορά κάθε σχετική µε την οδήγηση παραβίαση του ΚΟΚ, αλλά µόνο ορισμένες πολύ επικίνδυνες συμπεριφορές που σχετίζονται µε αυτήν, εφόσον βέβαια και εδώ από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγµατα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται να καταλήγει κάθε παράβαση του ΚΟΚ, που έχει ως παραπέρα αποτέλεσµα την από αμέλεια θανάτωση άλλου, σε εκ του αποτελέσµατος διακρινόµενο έγκληµα επικίνδυνης οδήγησης που τιµωρείται µε την υψηλή ποινή κάθειρξης.[4]   Η παραπάνω διαπίστωση αλλά και η τραγική εξέλιξη του συμβάντος στις 22-11-2022 με τον θάνατο της 21χρόνης Εμμανουέλας ενόψει και του υπό διαβούλευση Άρθρου 290Α ΠΚ που πρόκειται να τροποποιηθεί με την προσθήκη γ’ και δ’ εδαφίου και αναμένεται η δημοσίευση στο ΦΕΚ δημιουργεί ζητήματα σχετικά με το ποιος νόμος πρέπει να εφαρμοστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Για να γίνει κατανοητός ο παραπάνω προβληματισμός πρέπει να αναφερθεί πως το εδάφιο γ΄ τυποποιεί ως μορφή επικίνδυνης οδήγησης την υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας μετά από κάποια χιλιόμετρα ανά ώρα (συγκεκριμένα: όποιος οδηγεί όχημα i) σε αυτοκινητόδρομο ή σε οδό ταχείας
κυκλοφορίας με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά
τουλάχιστον 60 χλμ ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά
τουλάχιστον 30 χλμ. ανά ώρα, ii) εντός κατοικημένης περιοχής ή σε άλλο οδικό δίκτυο με
ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον 40 χλμ ανά ώρακαι αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά τουλάχιστον 20 χλμ ανά ώρα τιμωρείται…).  Όμως, δεν έχει επέλθει ακόμη η δημοσίευση του τροποποιημένου Άρθρου 290Α ΠΚ στο ΦΕΚ και άρα λόγω της μη δημοσίευσης δεν παράγει ισχύ. Καταλήγουμε οπότε εύκολα στο συμπέρασμα πως ο δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόσει το νέο Άρθρο 290Α ΠΚ καθώς όταν συνέβη η πράξη στις 22-11-2022 δεν είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης το τροποποιημένο Άρθρο 290Α ΠΚ και σύμφωνα με την γενική αρχή του Ποινικού Δικαίου έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της καθώς και την επιβλητέα γι΄αυτήν ποινή σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα[5]. Οπότε εφαρμογή εν προκειμένω έχει το Άρθρο 290Α ΠΚ όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 59 του Ν.4855/2021.  Μια νόμω βάσιμη εκδοχή υπαγωγής του πραγματικού περιστατικού στο Άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα είναι ο ισχυρισμός πως ο 26χρόνος οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προτού τραυματίσει την 21χρόνη Εμμανουέλα και η ιλιγγιώδης ταχύτητα να ληφθεί υπόψιν ως δείκτης της επικίνδυνης συμπεριφοράς του οδηγού στον δρόμο αλλά και κατά την επιμέτρηση της ποινής, όχι όμως ως μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του Άρθρου 290Α ΠΚ για τον λόγο που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω. 

ΙV. Υπαγωγή των νομικών σκέψεων στα πραγματικά περιστατικά του τραγικού δυστυχήματος

Όλοι μας πληροφορηθήκαμε το τραγικό δυστύχημα που σημειώθηκε στις 22-11-2022 επί της Εγνατίας Οδού στην περιοχή της Καμάρας στην Θεσσαλονίκη. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα του αυτοκινήτου, το κεντρικό σημείο της περιοχής, η πληθώρα των πεζών, η αδιαφορία του δράστη, είναι σοβαρές ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της ενοχής του υπαιτίου.

Μπορεί με κάποια πειστικότητα και βεβαιότητα να εξαχθεί το συμπέρασμα πως είναι αρκετά δύσκολο να μιλήσουμε για θανατηφόρα έκθεση του Άρθρου 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ διότι όπως αναφέρεται η 21χρόνη κοπέλα δεν απεβίωσε από την ποιοτική μεταβολή του κινδύνου ζωής αλλά από την προκληθείσα βαριά σωματική βλάβη. Ωστόσο, δεν πρέπει να είμαστε βιαστικοί και να εξάγουμε εύκολα συμπεράσματα όταν δεν υπάρχει ακόμα δικαστική κρίση. Όλα αναμένονται να κριθούν επί του δικαστηρίου, ακόμα και αν υπήρχε δόλος πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης ή αμέλεια ως προς την πρόκλησή της. Σε περίπτωση που η δικαστική κρίση οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως η προκληθείσα σωματική βλάβη τελέστηκε από αμέλεια τότε δεν μπορεί να καταστρωθεί εκ του αποτελέσματος έγκλημα και μπορεί να γίνει νοητή μόνο συρροή μεταξύ της προκληθείσας σωματικής βλάβης και του προκύψαντος θανάτου.

Ωστόσο, αυτή η εκδοχή ίσως δεν αποδίδει την κατάλληλη ένταση της ουσιαστικής απαξίας της πράξης. Γι’ αυτό αρχικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε αφορούσε το κακούργημα του Άρθρου 290Α παρ. 1 περ. γγ΄ ΠΚ προτού αποβιώσει η 21χρόνη Εμμανουέλα, δηλαδή το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης με την μορφή του εκ του αποτελέσματος έγκλημα με παραπέρα αποτέλεσμα την βαριά σωματική βλάβη.

Έχοντας προκύψει όμως ο θάνατος της 21χρόνης Εμμανουέλας το αντικείμενο της ασκηθείσας ποινικής δίωξης μέλλει να μεταβληθεί και πλέον η κατηγορία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγματικών περιστατικών αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν την αρχική κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το αντικείμενο της ποινικής δίωξης, πιθανότατα, πρόκειται να κατευθυνθεί προς το κακούργημα του Άρθρου 290 παρ. 1 περ. δδ΄ ΠΚ, δηλαδή το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης με παραπέρα αποτέλεσμα τον θάνατο και ποινή καθείρξεως τουλάχιστον 10 χρόνια (δηλαδή 10-15 χρόνια κάθειρξη) υπό την ισχύ όμως τούτου του Άρθρου σύμφωνα με την πρόβλεψη του Άρθρου 59 του Ν.4855/2021 και εξ΄ αυτού του λόγου θα πρέπει να υπάρχει κάποια πειστική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την υπαγωγή της πράξης του 26χρόνου στο Άρθρο 290Α ΠΚ.

Ύστερα, από όσα έχουν αναφερθεί σκιαγραφείται με κάποια καθαρότητα πως ο δικαστής για να τονώσει το λαϊκό αίσθημα δεν πρέπει να οδηγηθεί σε πρόχειρες και βιαστικές λύσεις αλλά να εξετάσει παραμέτρους και αποδείξεις που θα αναδεικνύουν την καθαρότητα και αγνότητα της δικαιοσύνης σύμφωνα πάντα με όσα προβλέπει ο νόμος.

V. Επίλογος

Μετά λύπης και βαθιάς απογοήτευσης σημειώθηκε ένα βαρύτατο έγκλημα με τον χαμό μιας κοπέλας που άφησε τούτο τον κόσμο πιο νωρίς απ’ ότι θα έπρεπε. Αναμφίβολα πάντως η δίκη που θα διεξαχθεί πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα εχέγγυα αμεροληψίας που απαιτούνται για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τούτο τον θεσμό ιδίως μέσα από μια ειδική, εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη απόφαση.

Υστερόγραφο: Μπορεί η άτυχη Εμμανουέλα να έφυγε νωρίς αλλά άφησε πίσω της ελπίδα, χαρίζοντας τη «δική της ζωή» σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη.

Η δικηγορική μας εταιρία NEWLAW είναι πλήρως νομικά καταρτισμένη σε υποθέσεις που σχετίζονται με αυτοκινητιστικά ατυχήματα τόσο από πλευράς αστικού όσο και ποινικού δικαίου. Για το λόγο αυτό μην διστάσετε να επικοινωνήσετε για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με αυτοκινητιστικά ατυχήματα με τη Δικηγορική Εταιρία NEWLAW τηλεφωνικά στο  2310 551 501 ή μέσω email στο newlaw @ newlaw.gr.

 

[1]Για τα γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα εφαρμογή έχει το Άρθρο 49 παρ. 1 του ΠΚ και η ποινή που επιβάλλεται στον συμμέτοχο είναι μειωμένη κατά την πρόβλεψη του Άρθρου 83 του ΠΚ.

 

[2] Βλ. αναλυτικά Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, , (Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Νομική Βιβλιοθήκη 2020), δ’ έκδοση, σ. 96 επ.

[3]Πρέπει να σημειωθεί πως το Άρθρο 290Α ΠΚ βρισκόταν σε διαβούλευση (από 1 Νοεμβρίου-15 Νοεμβρίου) και τροποποιήθηκε ως εξής με την προσθήκη εδαφίου γ΄ και δ αλλά αναμένεται η δημοσίευσή του στο ΦΕΚ: γ) οδηγεί όχημα i) σε αυτοκινητόδρομο ή σε οδό ταχείας κυκλοφορίας με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον 60 χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά τουλάχιστον 30 χλμ. ανά ώρα, ii) εντός κατοικημένης περιοχής ή σε άλλο οδικό δίκτυο με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον 40 χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά τουλάχιστον 20 χλμ. ανά ώρα, ή δ) οδηγεί όχημα στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (Λ.Ε.Α.) εκτός των περιπτώσεων αποκλειστικού προορισμού της.

[4]ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣΑριθμός Βουλεύματος 11/2020, δημοσιευμένο στη NOMOS.

[5] Το ίδιο αναφέρεται στο Άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, στο Άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Άρθρο 49 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η νομική ανάλυση του τραγικού θανάτου της άτυχης Εμμανουέλας στην Καμάρα Θεσσαλονίκης: θανατηφόρα σωματική βλάβη ή θανατηφόρα έκθεση;

 

των Βίκτωρα Τσιλώνη και Νικόλαου-Αθανάσιου Αποστολίδη

 

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναλύσει τις νομικές προεκτάσεις και τα ζητήματα του τραγικού συμβάντος που σημειώθηκε στην Καμαρά Θεσσαλονίκης στις 22 Νοεμβρίου 2022 και οδήγησε στο θάνατο την 21χρονη Εμμανουέλα. Καταρχάς αναλύονται οι δέουσες ποινικές διατάξεις και ύστερα γίνεται η υπαγωγή αυτών στα πραγματικά περιστατικά του παραπάνω θανατηφόρου γεγονότος που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.

 

Ι. Το έγκλημα της έκθεσης κατά το Άρθρο 306 ΠΚ

Άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα:

1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος υπαίτια τραυμάτισε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

Το πρώτο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό του Άρθρου 306 ΠΚ. Ορθότερη προκρίνεται η άποψη που ως προστατευόμενο έννομο αγαθό δέχεται την ίδια τη ζωή. Δηλαδή δεν αρκεί να έχει προκληθεί κίνδυνος απλής ή βαριάς σωματικής βλάβης αλλά κίνδυνος ζωής για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης.

Επίσης, το έγκλημα της έκθεσης είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης όπως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει από το γράμμα της ίδιας της διάταξης του Άρθρου 306 παρ. 1 ΠΚ. Αυτό σημαίνει πως για την ολοκλήρωση του εγκλήματος ο κίνδυνος θα πρέπει να έχει προκληθεί (εν προκειμένω ο κίνδυνος ζωής), να βιώνει δηλαδή το έννομο αγαθό υπαρξιακή κρίση όπου ανά πάσα στιγμή και σύμφωνα με την διατεταγμένη ροή των πραγμάτων μπορεί να προκύψει και η βλάβη του εννόμου αγαθού. Βέβαια, ο κίνδυνος της ζωής θα πρέπει να είναι υπαρκτός, όχι ενδεχόμενος, και να μπορεί να αποδειχθεί.

Το έγκλημα της έκθεσης που τυποποιείται στο Άρθρο 306 ΠΚ είναι δυνατό να τελεστεί με δύο τρόπους, με ενέργεια και παράλειψη. Με ενέργεια τελείται όταν κάποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο ενώ διά παραλείψεως τελείται όταν κάποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει ή ένα πρόσωπο που ίδιος υπαίτια τραυμάτισε.

Στην παρούσα φάση θα μας απασχολήσει ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος και ειδικότερα ο υπαίτιος τραυματισμός του προσώπου. Αρχικά πρέπει να λεχθεί πως ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος καθιερώνει γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, δηλαδή υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος δεν μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε αλλά υποκείμενο μπορεί να είναι μόνο εκείνος η παράλειψη του οποίου θα ανέκοπτε την εξέλιξη του κινδύνου. Ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος ως γνήσιου ιδιαίτερου εγκλήματος έχει σοβαρές συνέπειες στο πλαίσιο του Άρθρου 49 ΠΚ και συγκεκριμένα στην επιβολή της ποινής στο επίπεδο της συμμετοχής[1].

Πιο συγκεκριμένα, ο υπαίτιος τραυματισμός μπορεί να οφείλεται είτε σε δόλο είτε σε αμέλεια. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορεί να πληρωθεί το ίδιο το έγκλημα της έκθεσης αντικειμενικά και υποκειμενικά. Δηλαδή αντικειμενικά θα πρέπει ο υπαίτιος τραυματισμός να είχε τέτοια ένταση που προκάλεσε κίνδυνο ζωής και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να προκληθεί η βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής. Γι’ αυτό και ορθότερα υποστηρίζεται πως το έγκλημα της έκθεσης (υπό ευρεία έννοια) περατώνεται την στιγμή εκείνη που ο κίνδυνος ποιοτικώς μεταβάλλεται[2] και δημιουργούνται εκείνες οι συνθήκες που είναι κατάλληλες για την πρόκληση της βλάβης του εννόμου αγαθού, εν προκειμένω της ίδιας της ζωής.

Έτσι άλλωστε μπορεί να δικαιολογηθεί και ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος της έκθεσης ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού (από την συνδυαστική εφαρμογή των Άρθρων 18 και 26 ΠΚ) και συγκεκριμένα δόλος διακινδύνευσης της ζωής του θύματος, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει (έστω και ως ενδεχόμενο) πως ο υπαίτιος τραυματισμός προκάλεσε κίνδυνο ζωής και να επιδιώκει ή να αποδέχεται την ποιοτική μεταβολή του κινδύνου ζωής. Άρα, η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος θα πρέπει να επικαλύπτει την αντικειμενική υπόσταση στο σύνολο της για να μπορεί να καταφαθεί το έγκλημα.

Με την ερμηνεία που δίδεται παραπάνω είναι σαφές πως οριοθετείται το έγκλημα της έκθεσης (υπό ευρεία έννοια) σε συγκεκριμένο πλαίσιο και αποφεύγονται ερμηνευτικοί ακροβατισμοί που στοχεύουν στην επαύξηση του αξιοποίνου.

Ωστόσο, αν τελικώς επέλθει και το αποτέλεσμα, δηλαδή η βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής, ως αιτιακή συνθήκη του βασικού εγκλήματος (εν προκειμένω της έκθεσης του Άρθρου 306 ΠΚ) πρέπει να ερευνηθεί αν συντρέχει κάποια νομοτυπική μορφή εκ του αποτελέσματος εγκλήματος. Στην παρούσα φάση σκόπιμο εκ πρώτης όψεως να εξεταστεί το έγκλημα της θανατηφόρας έκθεσης του Άρθρου 306 παρ. 2 ΠΚ. Αυτό που πρέπει αρχικώς να επισημανθεί είναι πως για την κατάφαση κάθε εκ του αποτελέσματος εγκλήματος απαιτείται ένα βασικό έγκλημα δόλου, το παραπέρα αποτέλεσμα να οφείλεται τουλάχιστον σε αμέλεια (σύμφωνα και με την πρόβλεψη του Άρθρου 29 ΠΚ) και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του παραπέρα αποτελέσματος. Έτσι εφόσον πληρούνται όσα προαναφέρθηκαν στοιχειοθετείται και ευθύνη του Άρθρου 306 παρ. 2 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση το βασικό έγκλημα της έκθεσης απορροφάται στο τυποποιημένο εκ του αποτελέσματος έγκλημα της θανατηφόρας έκθεσης (Άρθρο 306 παρ. 2 ΠΚ).

ΙΙ. Διάκριση μεταξύ θανατηφόρας σωματικής βλάβης και θανατηφόρας έκθεσης

Άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα:

1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος υπαίτια τραυμάτισε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

Άρθρο 311 του Ποινικού Κώδικα:

Αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη.

Βασικό σημείο τομής μεταξύ των δύο εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων αποτελεί το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του αποτελέσματος. Δηλαδή για να υποστηρίζεται η εκδοχή της θανατηφόρας έκθεσης θα πρέπει ο θάνατος να οφείλεται στην έκθεση. Με άλλα λόγια θα πρέπει από την ποιοτική μεταβολή του κινδύνου ζωής να επήλθε και ο θάνατος. Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή για να καταφάσκεται η θανατηφόρα σωματική βλάβη θα πρέπει ο θάνατος να επήλθε από την προκληθείσα σωματική βλάβη.

Αυτό το πόρισμα μπορεί να εξαχθεί με πειστικότητα και σοβαρότητα από έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης (ή ιατροδικαστού) η οποία θα καταδεικνύει ποιο ήταν το αίτιο του θανάτου. Για παράδειγμα, αν το περιεχόμενο της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης μαρτυρεί πως αν είχε μεταφερθεί το θύμα εγκαίρως στο νοσοκομείο θα σωζόταν τότε η έκθεση συνηγορεί στην κατάστρωση της θανατηφόρας έκθεσης. Αν όμως, το περιεχόμενο της πραγματογνωμοσύνης καταδείκνυε πως το τραύμα ήταν τόσο σοβαρό που και εσπευσμένα να διαμετακομιζόταν στο νοσοκομείο το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο τότε πιο εύκολα κανείς μπορεί να υποστηρίξει την ευθύνη από την θανατηφόρα σωματική βλάβη.

Το ζήτημα εμφανίζει δυσχέρειες κυρίως ως προς το κομμάτι της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου. Σε κάθε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για το ένα ή το άλλο εκ του αποτελέσματος έγκλημα πρόκειται να αποδειχθεί στο δικαστήριο κατά την αποδεικτική διαδικασία με έγγραφα ή και με μάρτυρες.

Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται λίγο παραπάνω στην περίπτωση που τελικώς καταφαθεί το έγκλημα της θανατηφόρας έκθεσης όπως αυτό έχει αποτυπωθεί αναλυτικά στην πρώτη ενότητα. Η πολυπλοκότητα εδώ αφορά το γεγονός πως πέραν της θανατηφόρας έκθεσης έχει απομείνει εκτός του υπό κρίση πεδίου και μια σωματική βλάβη. Ποια είναι δηλαδή η σχέση της σωματικής βλάβης που έχει προκληθεί με την θανατηφόρα έκθεση. Κατά την άποψη μου εν προκειμένω τίθεται ζήτημα φαινομενικής συρροής μεταξύ του Άρθρου 306 παρ. 2β ΠΚ και της κατά το νόμο περίπτωσης σωματικής βλάβης αφού το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας έχει συναξιολογηθεί στο πλαίσιο του Άρθρου 306 παρ. 2β ΠΚ αφού το έννομο αγαθό της ζωής εμπεριέχει και την σωματική ακεραιότητα. Εξ άλλου, εύκολα μπορεί κανείς να καταλήξει στο παραπάνω συμπέρασμα αν παρατηρήσει το προβλεπόμενο απειλούμενο στο νόμο ποινικό πλαίσιο που επισύρονται ποινές καθείρξεως στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα που προαναφέρθηκαν.

Από την άλλη πλευρά, αν καταφαθεί τελικώς το έγκλημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης τότε απομένει εκτός του συζητούμενου πεδίου εφαρμογής το έγκλημα της εκθέσεως του Άρθρου 306 παρ. 1 ΠΚ. Και σε αυτήν την περίπτωση κατά την προσωπική μου θεώρηση η συρροή πρέπει να είναι φαινομενική καθώς το έννομο αγαθό της ζωής έχει αξιολογηθεί ως τέτοιο στο εκ του αποτελέσματος έγκλημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης.

ΙΙI.Το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης Άρθρο 290Α ΠΚ

Άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα[3]:

1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου.Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή.

Ειδικότερα, η επικίνδυνη οδήγηση στο Άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) είναι τυποποιημένη στον νόμο ως έγκλημα και συγκεκριμένα καταστρωμένη με την μορφή του κοινώς επικίνδυνου εγκλήματος με στόχο την αυξημένη πρόληψη των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων. Η επικίνδυνη οδήγηση αποτελεί καθημερινό φαινόμενο με συνέπεια την πληθώρα τροχαίων ατυχημάτων με τραυματίες και νεκρούς. Βασική αιτία της επικίνδυνης οδήγησης αποτελεί η έλλειψη κυκλοφοριακής συνείδησης στους οδηγούς. Πρόσφατα, ετέθη στην διαβούλευση (από 1η Νοεμβρίου – 15η Νοεμβρίου 2022) η τροποποίηση του Άρθρου 290Α ΠΚ με την προσθήκη τρίτου και τέταρτου εδαφίου στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα για την αυξημένη προστασία των πολιτών από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης για να καταφαθεί απαιτείται να συντρέξει είτε η περίπτωση του εδαφίου α΄ του Άρθρου 290Α ΠΚ που αναφέρεται στην οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης είτε η περίπτωση του εδαφίου β΄ όπου τυποποιείται η οδήγηση του οχήματος σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδήγηση οχήματος που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή οδήγηση με επικίνδυνους ελιγμούς ή συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες και από τις παραπάνω πράξεις να μπορεί να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή στον άνθρωπο κατά την ρητή πρόβλεψη του Άρθρου 290Α παρ. 1 περ. αα΄ και ββ΄ του Ποινικού Κώδικα.

Έτσι, από τη διάταξη καθίσταται σαφές ότι το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης δεν αφορά κάθε σχετική µε την οδήγηση παραβίαση του ΚΟΚ, αλλά µόνο ορισμένες πολύ επικίνδυνες συμπεριφορές που σχετίζονται µε αυτήν, εφόσον βέβαια και εδώ από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγµατα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται να καταλήγει κάθε παράβαση του ΚΟΚ, που έχει ως παραπέρα αποτέλεσµα την από αμέλεια θανάτωση άλλου, σε εκ του αποτελέσµατος διακρινόµενο έγκληµα επικίνδυνης οδήγησης που τιµωρείται µε την υψηλή ποινή κάθειρξης.[4]   Η παραπάνω διαπίστωση αλλά και η τραγική εξέλιξη του συμβάντος στις 22-11-2022 με τον θάνατο της 21χρόνης Εμμανουέλας ενόψει και του υπό διαβούλευση Άρθρου 290Α ΠΚ που πρόκειται να τροποποιηθεί με την προσθήκη γ’ και δ’ εδαφίου και αναμένεται η δημοσίευση στο ΦΕΚ δημιουργεί ζητήματα σχετικά με το ποιος νόμος πρέπει να εφαρμοστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Για να γίνει κατανοητός ο παραπάνω προβληματισμός πρέπει να αναφερθεί πως το εδάφιο γ΄ τυποποιεί ως μορφή επικίνδυνης οδήγησης την υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας μετά από κάποια χιλιόμετρα ανά ώρα (συγκεκριμένα: όποιος οδηγεί όχημα i) σε αυτοκινητόδρομο ή σε οδό ταχείας
κυκλοφορίας με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά
τουλάχιστον 60 χλμ ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά
τουλάχιστον 30 χλμ. ανά ώρα, ii) εντός κατοικημένης περιοχής ή σε άλλο οδικό δίκτυο με
ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον 40 χλμ ανά ώρακαι αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά τουλάχιστον 20 χλμ ανά ώρα τιμωρείται…).  Όμως, δεν έχει επέλθει ακόμη η δημοσίευση του τροποποιημένου Άρθρου 290Α ΠΚ στο ΦΕΚ και άρα λόγω της μη δημοσίευσης δεν παράγει ισχύ. Καταλήγουμε οπότε εύκολα στο συμπέρασμα πως ο δικαστής δεν μπορεί να εφαρμόσει το νέο Άρθρο 290Α ΠΚ καθώς όταν συνέβη η πράξη στις 22-11-2022 δεν είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης το τροποποιημένο Άρθρο 290Α ΠΚ και σύμφωνα με την γενική αρχή του Ποινικού Δικαίου έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της καθώς και την επιβλητέα γι΄αυτήν ποινή σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα[5]. Οπότε εφαρμογή εν προκειμένω έχει το Άρθρο 290Α ΠΚ όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 59 του Ν.4855/2021.  Μια νόμω βάσιμη εκδοχή υπαγωγής του πραγματικού περιστατικού στο Άρθρο 290Α του Ποινικού Κώδικα είναι ο ισχυρισμός πως ο 26χρόνος οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προτού τραυματίσει την 21χρόνη Εμμανουέλα και η ιλιγγιώδης ταχύτητα να ληφθεί υπόψιν ως δείκτης της επικίνδυνης συμπεριφοράς του οδηγού στον δρόμο αλλά και κατά την επιμέτρηση της ποινής, όχι όμως ως μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του Άρθρου 290Α ΠΚ για τον λόγο που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω. 

ΙV. Υπαγωγή των νομικών σκέψεων στα πραγματικά περιστατικά του τραγικού δυστυχήματος

Όλοι μας πληροφορηθήκαμε το τραγικό δυστύχημα που σημειώθηκε στις 22-11-2022 επί της Εγνατίας Οδού στην περιοχή της Καμάρας στην Θεσσαλονίκη. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα του αυτοκινήτου, το κεντρικό σημείο της περιοχής, η πληθώρα των πεζών, η αδιαφορία του δράστη, είναι σοβαρές ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της ενοχής του υπαιτίου.

Μπορεί με κάποια πειστικότητα και βεβαιότητα να εξαχθεί το συμπέρασμα πως είναι αρκετά δύσκολο να μιλήσουμε για θανατηφόρα έκθεση του Άρθρου 306 παρ. 2 περ. β΄ ΠΚ διότι όπως αναφέρεται η 21χρόνη κοπέλα δεν απεβίωσε από την ποιοτική μεταβολή του κινδύνου ζωής αλλά από την προκληθείσα βαριά σωματική βλάβη. Ωστόσο, δεν πρέπει να είμαστε βιαστικοί και να εξάγουμε εύκολα συμπεράσματα όταν δεν υπάρχει ακόμα δικαστική κρίση. Όλα αναμένονται να κριθούν επί του δικαστηρίου, ακόμα και αν υπήρχε δόλος πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης ή αμέλεια ως προς την πρόκλησή της. Σε περίπτωση που η δικαστική κρίση οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως η προκληθείσα σωματική βλάβη τελέστηκε από αμέλεια τότε δεν μπορεί να καταστρωθεί εκ του αποτελέσματος έγκλημα και μπορεί να γίνει νοητή μόνο συρροή μεταξύ της προκληθείσας σωματικής βλάβης και του προκύψαντος θανάτου.

Ωστόσο, αυτή η εκδοχή ίσως δεν αποδίδει την κατάλληλη ένταση της ουσιαστικής απαξίας της πράξης. Γι’ αυτό αρχικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε αφορούσε το κακούργημα του Άρθρου 290Α παρ. 1 περ. γγ΄ ΠΚ προτού αποβιώσει η 21χρόνη Εμμανουέλα, δηλαδή το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης με την μορφή του εκ του αποτελέσματος έγκλημα με παραπέρα αποτέλεσμα την βαριά σωματική βλάβη.

Έχοντας προκύψει όμως ο θάνατος της 21χρόνης Εμμανουέλας το αντικείμενο της ασκηθείσας ποινικής δίωξης μέλλει να μεταβληθεί και πλέον η κατηγορία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγματικών περιστατικών αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν την αρχική κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το αντικείμενο της ποινικής δίωξης, πιθανότατα, πρόκειται να κατευθυνθεί προς το κακούργημα του Άρθρου 290 παρ. 1 περ. δδ΄ ΠΚ, δηλαδή το έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης με παραπέρα αποτέλεσμα τον θάνατο και ποινή καθείρξεως τουλάχιστον 10 χρόνια (δηλαδή 10-15 χρόνια κάθειρξη) υπό την ισχύ όμως τούτου του Άρθρου σύμφωνα με την πρόβλεψη του Άρθρου 59 του Ν.4855/2021 και εξ΄ αυτού του λόγου θα πρέπει να υπάρχει κάποια πειστική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την υπαγωγή της πράξης του 26χρόνου στο Άρθρο 290Α ΠΚ.

Ύστερα, από όσα έχουν αναφερθεί σκιαγραφείται με κάποια καθαρότητα πως ο δικαστής για να τονώσει το λαϊκό αίσθημα δεν πρέπει να οδηγηθεί σε πρόχειρες και βιαστικές λύσεις αλλά να εξετάσει παραμέτρους και αποδείξεις που θα αναδεικνύουν την καθαρότητα και αγνότητα της δικαιοσύνης σύμφωνα πάντα με όσα προβλέπει ο νόμος.

V. Επίλογος

Μετά λύπης και βαθιάς απογοήτευσης σημειώθηκε ένα βαρύτατο έγκλημα με τον χαμό μιας κοπέλας που άφησε τούτο τον κόσμο πιο νωρίς απ’ ότι θα έπρεπε. Αναμφίβολα πάντως η δίκη που θα διεξαχθεί πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα εχέγγυα αμεροληψίας που απαιτούνται για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τούτο τον θεσμό ιδίως μέσα από μια ειδική, εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη απόφαση.

Υστερόγραφο: Μπορεί η άτυχη Εμμανουέλα να έφυγε νωρίς αλλά άφησε πίσω της ελπίδα, χαρίζοντας τη «δική της ζωή» σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη.

Η δικηγορική μας εταιρία NEWLAW είναι πλήρως νομικά καταρτισμένη σε υποθέσεις που σχετίζονται με αυτοκινητιστικά ατυχήματα τόσο από πλευράς αστικού όσο και ποινικού δικαίου. Για το λόγο αυτό μην διστάσετε να επικοινωνήσετε για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με αυτοκινητιστικά ατυχήματα με τη Δικηγορική Εταιρία NEWLAW τηλεφωνικά στο  2310 551 501 ή μέσω email στο newlaw @ newlaw.gr.

 

[1]Για τα γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα εφαρμογή έχει το Άρθρο 49 παρ. 1 του ΠΚ και η ποινή που επιβάλλεται στον συμμέτοχο είναι μειωμένη κατά την πρόβλεψη του Άρθρου 83 του ΠΚ.

 

[2] Βλ. αναλυτικά Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, , (Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Νομική Βιβλιοθήκη 2020), δ’ έκδοση, σ. 96 επ.

[3]Πρέπει να σημειωθεί πως το Άρθρο 290Α ΠΚ βρισκόταν σε διαβούλευση (από 1 Νοεμβρίου-15 Νοεμβρίου) και τροποποιήθηκε ως εξής με την προσθήκη εδαφίου γ΄ και δ αλλά αναμένεται η δημοσίευσή του στο ΦΕΚ: γ) οδηγεί όχημα i) σε αυτοκινητόδρομο ή σε οδό ταχείας κυκλοφορίας με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον 60 χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά τουλάχιστον 30 χλμ. ανά ώρα, ii) εντός κατοικημένης περιοχής ή σε άλλο οδικό δίκτυο με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον 40 χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο κατά τουλάχιστον 20 χλμ. ανά ώρα, ή δ) οδηγεί όχημα στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (Λ.Ε.Α.) εκτός των περιπτώσεων αποκλειστικού προορισμού της.

[4]ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣΑριθμός Βουλεύματος 11/2020, δημοσιευμένο στη NOMOS.

[5] Το ίδιο αναφέρεται στο Άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, στο Άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Άρθρο 49 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Τα πιο διαβασμενα