13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021
Διασπορά Ψευδών Ειδήσεων; Το Νέο Άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα

 

του Βίκτωρα Τσιλώνη (Δ.Ν. Νομικής ΑΠΘ) και της Σοφίας Σιδερίδου (LLM in Forensics, Criminology and Law, UM)

 

Στις 8 Οκτωβρίου 2021 ολοκληρώθηκε η διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».  Στο εν λόγω άρθρο θα εστιάσουμε στην προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου 191 ΠΚ με τίτλο τη «Διασπορά Ψευδών Ειδήσεων», το οποίο εισάγεται στην εποχή του κορονοϊού.

 

Το άρθρο 36 του Σχεδίου Νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση στα τέλη του Σεπτέμβρη προτείνει την αναδιαμόρφωση του άρθρου 191 ΠΚ ως εξής:

 

«1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή…Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου….2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.»

 

Βάσει του σχεδίου νόμου αλλά και των επισημάνσεων της αιτιολογικής έκθεσης εντοπίζονται ως προς το γράμμα του νόμου οκτώ σημαντικές αλλαγές. Πρώτον, το έγκλημα έχει μετατραπεί από έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης σε έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης. Δεύτερον, πέραν του φόβου έχει προστεθεί διαζευκτικά και η ανησυχία («ο εν δυνάμει φόβος»), ενώ τρίτον, δίπλα στη δυνατότητα πρόκλησης φόβου και/ή ανησυχίας προβλέπεται πλέον και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού στην εθνική οικονομία ή αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία.

 

Τέταρτον, καθίσταται πρόδηλη η επιθυμία της κυβέρνησης για την ένταξη της δημόσιας υγείας ως προστατευόμενου πεδίου δίπλα σε αυτό της εθνικής οικονομίας και της αμυντικής ικανότητας της χώρας, τη στιγμή που αφαιρούνται τα πεδία του τουρισμού και των διεθνών σχέσεων. Πέμπτο, το πλαίσιο ποινής προτείνεται να είναι τρεις μήνες με πέντε έτη και χρηματική ποινή αντί για το προηγούμενο καθεστώς των 10 ημερών έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. Έκτο, προστίθεται επιβαρυντική διάταξη για την περίπτωση επανειλημμένης τέλεσης του εγκλήματος μέσω του τύπου ή διαδικτύου με αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στους  στους έξι μήνες.

 

 Έβδομο, ρυθμίζεται και η τιμώρηση του πραγματικού ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου και τέλος όγδοο στην από αμέλεια τέλεση του εγκλήματος, προβλέπεται πλαίσιο ποινής από δέκα ημέρες έως ένα έτος ή χρηματική ποινή, αντί της επιεικέστερης προηγούμενης ρύθμισης για χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.

 

 

Διαπιστώνεται, λοιπόν, μια διεύρυνση των πράξεων που οδηγούν στην επιβολή της ποινής, καθώς πλέον δεν τιμωρείται μόνο όποιος διαδίδει ή διασπείρει ψευδείς ειδήσεις οι οποίες πράγματι προκαλούν φόβο, αλλά ακόμα και αυτός που διαδίδει ψευδείς ειδήσεις οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών όσον αφορά την εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την  πεποίθησή τους περί της διατήρησης της ειρηνικής διαβίωσής τους εντός του κράτους.

 

Με αυτό τον τρόπο ποινικοποιείται, επομένως, ένα αρκετά πρώιμο στάδιο και η ratioαυτής της διαφοροποίησης είναι ο περιορισμός της ανυπακοής του συνόλου των πολιτών προς την εξουσία στην προσπάθεια του κράτους για την αντιμετώπιση της απειλής της δημόσιας υγείας, την αποφυγή δημιουργίας σύγχυσης και ακραίου διχασμού στο κοινωνικό σύνολο ιδίως για φλέγοντα ζητήματα. Στην ίδια προσπάθεια αυστηροποίησης συγκαταλέγεται η αύξηση του πλαισίου ποινής καθώς και η προσθήκη επιβαρυντικής περίστασης και ρύθμισης για τον πραγματικό ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις.

 

Περαιτέρω, ένα ακόμη μεγάλο θέμα συζήτησης στο νομικό κόσμο έχει προκαλέσει η διατύπωση «ειδήσεις που είναι ικανές». Είναι εξαιρετικά κομβικό ζήτημα τι ορίζεται είδηση, ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της είδησης και της έκφρασης απόψεων βάσει προσωπικής γνώμης καθώς και ποιος και με βάσει ποια κριτήρια θα ορίζει το «είναι ικανές». Ο δυνητικός χαρακτήρας που έχει δοθεί στο αδίκημα φαίνεται να ανοίγει υπέρμετρα τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελέα και του δικαστή, αλλά ακόμα και του απλού πολίτη που θα επιδιώξει την κίνηση ποινικής δίωξης με την υποβολή μήνυσης ή έγκλησης. Και αναμφίβολα η υπέρμετρη διαστολή των ορίων της διακριτικής ευχέρειας αποτελεί ευθεία απειλή κατά της ελευθερίας της έκφρασης.

 

Συνακόλουθα, δεν είναι τυχαίο ότι το εν λόγω άρθρο του νέου Ποινικού Κώδικα έχει κατακριθεί εντόνως από το νομικό αλλά και δημοσιογραφικό κόσμο, οι οποίοι έχουν ήδη εκφράσει έντονες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, διότι θεωρούν ότι εισάγεται μέσω της εν λόγω ποινικής διάταξης μια οπισθοδρομική αντιμετώπιση της ελευθερίας της έκφρασης και μια φίμωση του δημοσίου λόγου. ζητούν την απόσυρση αυτής της τροποποίησης.

 

Συνολικά, σύμφωνα και με την έντονη κριτική που έχει ασκηθεί κατά την περίοδο της διαβούλευσης που ολοκληρώθηκε εδώ και λίγες μέρες, οι νέες ρυθμίσεις φαίνεται να αντανακλούν μια διάθεση περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια διαχείρισης της ανεξέλεγκτης πορείας που έλαβε το φαινόμενο της εκτεταμένης διασποράς φημών και πρόκλησης ανησυχίας και πανικού στους πολίτες για την διαχείριση του COVID-19. Όμως μολονότι η πανδημία του COVID-19 αποτέλεσε ίσως μια «εύλογη αφορμή», η διάταξη του άρ. 191 ΠΚ (καθώς και άλλες συναφείς με το πνεύμα αυτής ποινικές διατάξεις) θα παραμείνει και μετά την παρέλευση της πανδημίας, με όσους κινδύνους  μπορεί να υπάρξουν για  ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

 

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στη Δικηγορική Εταιρία NEWLAW, Τσιμισκή 10, 546 24 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310 551 501.

 

 

 

φωτογραφία:  memyselfaneye από το Pixabay

 

 

Διασπορά Ψευδών Ειδήσεων; Το Νέο Άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα

 

του Βίκτωρα Τσιλώνη (Δ.Ν. Νομικής ΑΠΘ) και της Σοφίας Σιδερίδου (LLM in Forensics, Criminology and Law, UM)

 

Στις 8 Οκτωβρίου 2021 ολοκληρώθηκε η διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».  Στο εν λόγω άρθρο θα εστιάσουμε στην προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου 191 ΠΚ με τίτλο τη «Διασπορά Ψευδών Ειδήσεων», το οποίο εισάγεται στην εποχή του κορονοϊού.

 

Το άρθρο 36 του Σχεδίου Νόμου που τέθηκε σε διαβούλευση στα τέλη του Σεπτέμβρη προτείνει την αναδιαμόρφωση του άρθρου 191 ΠΚ ως εξής:

 

«1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή…Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου….2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.»

 

Βάσει του σχεδίου νόμου αλλά και των επισημάνσεων της αιτιολογικής έκθεσης εντοπίζονται ως προς το γράμμα του νόμου οκτώ σημαντικές αλλαγές. Πρώτον, το έγκλημα έχει μετατραπεί από έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης σε έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης. Δεύτερον, πέραν του φόβου έχει προστεθεί διαζευκτικά και η ανησυχία («ο εν δυνάμει φόβος»), ενώ τρίτον, δίπλα στη δυνατότητα πρόκλησης φόβου και/ή ανησυχίας προβλέπεται πλέον και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού στην εθνική οικονομία ή αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία.

 

Τέταρτον, καθίσταται πρόδηλη η επιθυμία της κυβέρνησης για την ένταξη της δημόσιας υγείας ως προστατευόμενου πεδίου δίπλα σε αυτό της εθνικής οικονομίας και της αμυντικής ικανότητας της χώρας, τη στιγμή που αφαιρούνται τα πεδία του τουρισμού και των διεθνών σχέσεων. Πέμπτο, το πλαίσιο ποινής προτείνεται να είναι τρεις μήνες με πέντε έτη και χρηματική ποινή αντί για το προηγούμενο καθεστώς των 10 ημερών έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. Έκτο, προστίθεται επιβαρυντική διάταξη για την περίπτωση επανειλημμένης τέλεσης του εγκλήματος μέσω του τύπου ή διαδικτύου με αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στους  στους έξι μήνες.

 

 Έβδομο, ρυθμίζεται και η τιμώρηση του πραγματικού ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου και τέλος όγδοο στην από αμέλεια τέλεση του εγκλήματος, προβλέπεται πλαίσιο ποινής από δέκα ημέρες έως ένα έτος ή χρηματική ποινή, αντί της επιεικέστερης προηγούμενης ρύθμισης για χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.

 

 

Διαπιστώνεται, λοιπόν, μια διεύρυνση των πράξεων που οδηγούν στην επιβολή της ποινής, καθώς πλέον δεν τιμωρείται μόνο όποιος διαδίδει ή διασπείρει ψευδείς ειδήσεις οι οποίες πράγματι προκαλούν φόβο, αλλά ακόμα και αυτός που διαδίδει ψευδείς ειδήσεις οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών όσον αφορά την εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την  πεποίθησή τους περί της διατήρησης της ειρηνικής διαβίωσής τους εντός του κράτους.

 

Με αυτό τον τρόπο ποινικοποιείται, επομένως, ένα αρκετά πρώιμο στάδιο και η ratioαυτής της διαφοροποίησης είναι ο περιορισμός της ανυπακοής του συνόλου των πολιτών προς την εξουσία στην προσπάθεια του κράτους για την αντιμετώπιση της απειλής της δημόσιας υγείας, την αποφυγή δημιουργίας σύγχυσης και ακραίου διχασμού στο κοινωνικό σύνολο ιδίως για φλέγοντα ζητήματα. Στην ίδια προσπάθεια αυστηροποίησης συγκαταλέγεται η αύξηση του πλαισίου ποινής καθώς και η προσθήκη επιβαρυντικής περίστασης και ρύθμισης για τον πραγματικό ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις.

 

Περαιτέρω, ένα ακόμη μεγάλο θέμα συζήτησης στο νομικό κόσμο έχει προκαλέσει η διατύπωση «ειδήσεις που είναι ικανές». Είναι εξαιρετικά κομβικό ζήτημα τι ορίζεται είδηση, ποια είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της είδησης και της έκφρασης απόψεων βάσει προσωπικής γνώμης καθώς και ποιος και με βάσει ποια κριτήρια θα ορίζει το «είναι ικανές». Ο δυνητικός χαρακτήρας που έχει δοθεί στο αδίκημα φαίνεται να ανοίγει υπέρμετρα τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελέα και του δικαστή, αλλά ακόμα και του απλού πολίτη που θα επιδιώξει την κίνηση ποινικής δίωξης με την υποβολή μήνυσης ή έγκλησης. Και αναμφίβολα η υπέρμετρη διαστολή των ορίων της διακριτικής ευχέρειας αποτελεί ευθεία απειλή κατά της ελευθερίας της έκφρασης.

 

Συνακόλουθα, δεν είναι τυχαίο ότι το εν λόγω άρθρο του νέου Ποινικού Κώδικα έχει κατακριθεί εντόνως από το νομικό αλλά και δημοσιογραφικό κόσμο, οι οποίοι έχουν ήδη εκφράσει έντονες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, διότι θεωρούν ότι εισάγεται μέσω της εν λόγω ποινικής διάταξης μια οπισθοδρομική αντιμετώπιση της ελευθερίας της έκφρασης και μια φίμωση του δημοσίου λόγου. ζητούν την απόσυρση αυτής της τροποποίησης.

 

Συνολικά, σύμφωνα και με την έντονη κριτική που έχει ασκηθεί κατά την περίοδο της διαβούλευσης που ολοκληρώθηκε εδώ και λίγες μέρες, οι νέες ρυθμίσεις φαίνεται να αντανακλούν μια διάθεση περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια διαχείρισης της ανεξέλεγκτης πορείας που έλαβε το φαινόμενο της εκτεταμένης διασποράς φημών και πρόκλησης ανησυχίας και πανικού στους πολίτες για την διαχείριση του COVID-19. Όμως μολονότι η πανδημία του COVID-19 αποτέλεσε ίσως μια «εύλογη αφορμή», η διάταξη του άρ. 191 ΠΚ (καθώς και άλλες συναφείς με το πνεύμα αυτής ποινικές διατάξεις) θα παραμείνει και μετά την παρέλευση της πανδημίας, με όσους κινδύνους  μπορεί να υπάρξουν για  ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

 

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στη Δικηγορική Εταιρία NEWLAW, Τσιμισκή 10, 546 24 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310 551 501.

 

 

 

φωτογραφία:  memyselfaneye από το Pixabay

 

 

Τα πιο διαβασμενα