11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020
Παραβίαση Μέτρων για την Πρόληψη Ασθενειών

 

Η έξαρση των κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού (Covid–19) στη χώρα μας έχει ευλόγως προκαλέσει μία ευρεία κοινωνική αναστάτωση και έχει οδηγήσει στη λήψη μέτρων εκτάκτου χαρακτήρα προς αντιμετώπιση της περαιτέρω διασποράς και προς επιβράδυνση της ταχύτητας διάδοσης της νόσου.

 

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση στις 25 Φεβρουαρίου 2020 προχώρησε στην έκδοση πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (π.ν.π.) βάσει του άρθρου 44§ 1 Συντάγματος, η οποία περιελάμβανε «κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού». Τα μέτρα αυτά, στα οποία συγκαταλέγονται η δυνητική απαγόρευση λειτουργίας θεάτρων, κινηματογράφων, χώρων θρησκευτικής λατρείας και εν γένει δημοσίων υπηρεσιών, το κλείσιμο σχολικών μονάδων και η απαγόρευση εκδρομών, η κατ’ οίκον απομόνωση επιβεβαιωμένων ασθενών και ο υποχρεωτικός προληπτικός εργαστηριακός έλεγχος ύποπτων κρουσμάτων, είναι δυνατόν να επιβληθούν κατόπιν σχετικής απόφασης του εκάστοτε αρμόδιου υπουργού.

 

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον νομικό σκέλος της υπόθεσης εντοπίζεται στην πρόβλεψη του άρθρου πρώτου παρ. 6 της εν λόγω π.ν.π., όπου προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως 2 ετών για όποιον δεν συμμορφώνεται με τα μέτρα τα οποία θα επιβληθούν δυνάμει των Υπουργικών Αποφάσεων που πρόκειται να εκδοθούν. Στη συγκεκριμένη διάταξη περιλαμβάνεται όμως ρήτρα σχετικής επικουρικότητας. Με απλά λόγια, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μονάχα όταν η πράξη που τυποποιείται σε αυτήν δεν τιμωρείται βαρύτερα βάσει άλλης ποινικής διατάξεως.

Στον νέο Ποινικό Κώδικα λοιπόν, συναντούμε το άρθρο 285, το οποίο και προβλέπει μία ευρεία γκάμα ποινών και συμπεριφορών, που στοιχειοθετούν το έγκλημα της παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών. Μιλάμε μάλιστα για ένα έγκλημα διακινδύνευσης, που σημαίνει πως για να καταφάσκεται αξιόποινη συμπεριφορά δεν είναι απαραίτητο να επέλθει βλάβη· αρκεί η διακινδύνευση του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Στη συγκεκριμένη δηλαδή περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο η παράβαση των μέτρων για την πρόληψη διασποράς της ασθένειας να οδήγησε πράγματι σε διασπορά της. Αντιθέτως, αρκεί ο κίνδυνος που προέκυψε για τη δημόσια υγεία από την παράνομη συμπεριφορά του δράστη.

Έτσι, εφόσον κάποιος παραβεί μια συγκεκριμένη υποχρέωση που τάχθηκε δυνάμει της π.ν.π. για τον κορωνοϊό, είναι σφόδρα πιθανό να ολοκληρώνει παράλληλα και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 285 ΠΚ, το οποίο επισύρει σημαντικά βαρύτερες ποινές και συνεπώς παραγκωνίζει (βάσει και της ρήτρας σχετικής επικουρικότητας που περιλαμβάνεται στο κείμενο της π.ν.π.) το ιδιώνυμο έγκλημα του Covid-19.

Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα, το οποίο θα μας επιτρέψει να καταστήσουμε έτι σαφέστερη την ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Έστω πως κάποιος έχει μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι στη Βόρεια Ιταλία, περιοχή η οποία έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη στην Ευρώπη από τον Covid-19. Αν αυτό το άτομο εκδηλώσει συμπτωματολογία που ανταποκρίνεται σε αυτή που είναι συνδεδεμένη με τον νέο κορωνοϊό και κατόπιν αυτού του επιβληθεί από το αρμόδιο εκάστοτε όργανο η υποχρέωση του κατ’ οίκον περιορισμού για ικανό χρονικό διάστημα, αν εν τέλει το άτομο αυτό παραβεί τη σχετική υποχρέωση, βγαίνοντας από την οικία του δίχως να συντρέχει κάποιος έκτακτος λόγος (π.χ. να έχει πάρει φωτιά το σπίτι), τότε υπέχει ποινική ευθύνη για το έγκλημα της αθέτησης των μέτρων για τον Covid-19 και απειλείται με ποινή φυλάκισης έως 2 ετών.

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 285§1 περ. β’ ΠΚ, «Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων». Η εν λόγω ποινή είναι βαρύτερη, αφού μπορεί  να επιβληθεί ποινή φυλάκισης έως 5 ετών, σωρευτικά με χρηματική ποινή, οπότε εφαρμοστέα διάταξη είναι αυτή του άρθρου 285§1 ΠΚ και όχι η προβλεπόμενη στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου.

Μάλιστα, αν αποδειχθεί πως εξαιτίας της παράβασης των μέτρων που έχουν ταχθεί, το συγκεκριμένο άτομο μετέδωσε την ασθένεια σε άλλον (π.χ. σε έναν φίλο του με τον οποίο βρέθηκε στην καφετέρια της γειτονιάς), τότε το εν λόγω έγκλημα είναι κακούργημα που τιμωρείται με κάθειρξη 5 – 10 ετών, ποινή που δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται, και κατά συνέπεια επάγεται την πραγματική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα (αρ. 285§2 ΠΚ). Αν μάλιστα, το άτομο στο οποίο μεταδόθηκε η ασθένεια εν τέλει αποβιώσει λόγω αυτής, τότε απειλείται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών, ενώ αν πέθαναν περισσότερα άτομα, τότε το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ακόμα και ισόβια κάθειρξη (αρ. 285§3 ΠΚ).

Τέλος, μια κρίσιμη αλλά ουσιώδης παρατήρηση είναι η ακόλουθη. Το έγκλημα που θεσπίστηκε δυνάμει της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου για τον κορωνοϊό είναι πλημμέλημα, κάτι που σημαίνει πως για να τελέσει κάποιος το συγκεκριμένο αδίκημα απαιτείται να πράττει με δόλο, ήτοι να γνωρίζει και να επιδιώκει ή έστω να αποδέχεται πως παραβαίνει τα μέτρα που έχουν ταχθεί. Αντιθέτως, το άρθρο 285§4 ΠΚ προβλέπει και περίπτωση τέλεσης του εγκλήματος από αμέλεια. Εφόσον δηλαδή κάποιος δεν γνώριζε, ενώ όφειλε να γνωρίζει, ότι έχει π.χ. τεθεί σε υποχρεωτικό κατ’ οίκον περιορισμό, και νομίζοντας ότι δικαιούται να βγει από την οικία του εν τέλει το πράξει, και σε αυτήν την περίπτωση υπέχει ποινική ευθύνη και για την πράξη του απειλείται ποινή φυλάκισης έως 2 έτη ή χρηματική ποινή.

Εν κατακλείδι αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους είναι πως οφείλουμε, ως μέλη του κοινωνικού συνόλου και άμεσα επηρεαζόμενοι ο καθένας από τις πράξεις του άλλου, να αναλάβουμε την προσωπική ευθύνη που μας αναλογεί και να συμπεριφερθούμε όπως οφείλουμε προκειμένου να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Ο νόμος έρχεται να τιμωρήσει συμπεριφορές που δεν είναι μόνο νομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά και δεοντολογικά αποδοκιμαστέες.

Παραβίαση Μέτρων για την Πρόληψη Ασθενειών

 

Η έξαρση των κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού (Covid–19) στη χώρα μας έχει ευλόγως προκαλέσει μία ευρεία κοινωνική αναστάτωση και έχει οδηγήσει στη λήψη μέτρων εκτάκτου χαρακτήρα προς αντιμετώπιση της περαιτέρω διασποράς και προς επιβράδυνση της ταχύτητας διάδοσης της νόσου.

 

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση στις 25 Φεβρουαρίου 2020 προχώρησε στην έκδοση πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (π.ν.π.) βάσει του άρθρου 44§ 1 Συντάγματος, η οποία περιελάμβανε «κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού». Τα μέτρα αυτά, στα οποία συγκαταλέγονται η δυνητική απαγόρευση λειτουργίας θεάτρων, κινηματογράφων, χώρων θρησκευτικής λατρείας και εν γένει δημοσίων υπηρεσιών, το κλείσιμο σχολικών μονάδων και η απαγόρευση εκδρομών, η κατ’ οίκον απομόνωση επιβεβαιωμένων ασθενών και ο υποχρεωτικός προληπτικός εργαστηριακός έλεγχος ύποπτων κρουσμάτων, είναι δυνατόν να επιβληθούν κατόπιν σχετικής απόφασης του εκάστοτε αρμόδιου υπουργού.

 

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον νομικό σκέλος της υπόθεσης εντοπίζεται στην πρόβλεψη του άρθρου πρώτου παρ. 6 της εν λόγω π.ν.π., όπου προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως 2 ετών για όποιον δεν συμμορφώνεται με τα μέτρα τα οποία θα επιβληθούν δυνάμει των Υπουργικών Αποφάσεων που πρόκειται να εκδοθούν. Στη συγκεκριμένη διάταξη περιλαμβάνεται όμως ρήτρα σχετικής επικουρικότητας. Με απλά λόγια, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μονάχα όταν η πράξη που τυποποιείται σε αυτήν δεν τιμωρείται βαρύτερα βάσει άλλης ποινικής διατάξεως.

Στον νέο Ποινικό Κώδικα λοιπόν, συναντούμε το άρθρο 285, το οποίο και προβλέπει μία ευρεία γκάμα ποινών και συμπεριφορών, που στοιχειοθετούν το έγκλημα της παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών. Μιλάμε μάλιστα για ένα έγκλημα διακινδύνευσης, που σημαίνει πως για να καταφάσκεται αξιόποινη συμπεριφορά δεν είναι απαραίτητο να επέλθει βλάβη· αρκεί η διακινδύνευση του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Στη συγκεκριμένη δηλαδή περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο η παράβαση των μέτρων για την πρόληψη διασποράς της ασθένειας να οδήγησε πράγματι σε διασπορά της. Αντιθέτως, αρκεί ο κίνδυνος που προέκυψε για τη δημόσια υγεία από την παράνομη συμπεριφορά του δράστη.

Έτσι, εφόσον κάποιος παραβεί μια συγκεκριμένη υποχρέωση που τάχθηκε δυνάμει της π.ν.π. για τον κορωνοϊό, είναι σφόδρα πιθανό να ολοκληρώνει παράλληλα και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 285 ΠΚ, το οποίο επισύρει σημαντικά βαρύτερες ποινές και συνεπώς παραγκωνίζει (βάσει και της ρήτρας σχετικής επικουρικότητας που περιλαμβάνεται στο κείμενο της π.ν.π.) το ιδιώνυμο έγκλημα του Covid-19.

Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα, το οποίο θα μας επιτρέψει να καταστήσουμε έτι σαφέστερη την ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικής συμπεριφοράς. Έστω πως κάποιος έχει μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι στη Βόρεια Ιταλία, περιοχή η οποία έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλη στην Ευρώπη από τον Covid-19. Αν αυτό το άτομο εκδηλώσει συμπτωματολογία που ανταποκρίνεται σε αυτή που είναι συνδεδεμένη με τον νέο κορωνοϊό και κατόπιν αυτού του επιβληθεί από το αρμόδιο εκάστοτε όργανο η υποχρέωση του κατ’ οίκον περιορισμού για ικανό χρονικό διάστημα, αν εν τέλει το άτομο αυτό παραβεί τη σχετική υποχρέωση, βγαίνοντας από την οικία του δίχως να συντρέχει κάποιος έκτακτος λόγος (π.χ. να έχει πάρει φωτιά το σπίτι), τότε υπέχει ποινική ευθύνη για το έγκλημα της αθέτησης των μέτρων για τον Covid-19 και απειλείται με ποινή φυλάκισης έως 2 ετών.

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 285§1 περ. β’ ΠΚ, «Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων». Η εν λόγω ποινή είναι βαρύτερη, αφού μπορεί  να επιβληθεί ποινή φυλάκισης έως 5 ετών, σωρευτικά με χρηματική ποινή, οπότε εφαρμοστέα διάταξη είναι αυτή του άρθρου 285§1 ΠΚ και όχι η προβλεπόμενη στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου.

Μάλιστα, αν αποδειχθεί πως εξαιτίας της παράβασης των μέτρων που έχουν ταχθεί, το συγκεκριμένο άτομο μετέδωσε την ασθένεια σε άλλον (π.χ. σε έναν φίλο του με τον οποίο βρέθηκε στην καφετέρια της γειτονιάς), τότε το εν λόγω έγκλημα είναι κακούργημα που τιμωρείται με κάθειρξη 5 – 10 ετών, ποινή που δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται, και κατά συνέπεια επάγεται την πραγματική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα (αρ. 285§2 ΠΚ). Αν μάλιστα, το άτομο στο οποίο μεταδόθηκε η ασθένεια εν τέλει αποβιώσει λόγω αυτής, τότε απειλείται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών, ενώ αν πέθαναν περισσότερα άτομα, τότε το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ακόμα και ισόβια κάθειρξη (αρ. 285§3 ΠΚ).

Τέλος, μια κρίσιμη αλλά ουσιώδης παρατήρηση είναι η ακόλουθη. Το έγκλημα που θεσπίστηκε δυνάμει της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου για τον κορωνοϊό είναι πλημμέλημα, κάτι που σημαίνει πως για να τελέσει κάποιος το συγκεκριμένο αδίκημα απαιτείται να πράττει με δόλο, ήτοι να γνωρίζει και να επιδιώκει ή έστω να αποδέχεται πως παραβαίνει τα μέτρα που έχουν ταχθεί. Αντιθέτως, το άρθρο 285§4 ΠΚ προβλέπει και περίπτωση τέλεσης του εγκλήματος από αμέλεια. Εφόσον δηλαδή κάποιος δεν γνώριζε, ενώ όφειλε να γνωρίζει, ότι έχει π.χ. τεθεί σε υποχρεωτικό κατ’ οίκον περιορισμό, και νομίζοντας ότι δικαιούται να βγει από την οικία του εν τέλει το πράξει, και σε αυτήν την περίπτωση υπέχει ποινική ευθύνη και για την πράξη του απειλείται ποινή φυλάκισης έως 2 έτη ή χρηματική ποινή.

Εν κατακλείδι αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους είναι πως οφείλουμε, ως μέλη του κοινωνικού συνόλου και άμεσα επηρεαζόμενοι ο καθένας από τις πράξεις του άλλου, να αναλάβουμε την προσωπική ευθύνη που μας αναλογεί και να συμπεριφερθούμε όπως οφείλουμε προκειμένου να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Ο νόμος έρχεται να τιμωρήσει συμπεριφορές που δεν είναι μόνο νομικά, αλλά κυρίως κοινωνικά και δεοντολογικά αποδοκιμαστέες.

Τα πιο διαβασμενα