06 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020
Από τον «Αυστηρό Διοικητή» στην εγκληματική συμπεριφορά παράβασης καθήκοντος στην στρατιωτική υπηρεσία

 

Αρ. 259 ΠΚ: «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση έως 2 έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη».

 

Άρθρο 73 ΣΠΚ: «Υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας. Στρατιωτικός που σφετερίζεται πειθαρχική εξουσία ή υπερβαίνει τα όρια της πειθαρχικής του εξουσίας ή επιβάλλει ποινές που δεν προβλέπονται από το νόμο ή τους κανονισμούς ή διώκει πειθαρχικά υφιστάμενό του, αν και γνωρίζει ότι δεν συντρέχει λόγος πειθαρχικής του δίωξης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.»

 

Η σπουδαιότητα της απόλυτης επίγνωσης του νομικού πλαισίου που διέπει τις πράξεις και παραλείψεις των μελών των Ενόπλων Δυνάμεων δεν είναι μόνον απαίτηση των τάσεων που θέλουν πλέον τη Δικαστική Εξουσία να ασχολείται με τις στρατιωτικές συμπεριφορές και σχέσεις, αλλά επιπλέον επιτακτική, δεδομένης της αοριστίας και ενίοτε καταφανούς αντισυνταγματικότητας ορισμένων εκ των βασικών Στρατιωτικών Κανονισμών που αφορούν τη διοίκηση (ως έννοια και ως πρακτική) και τις εκφάνσεις αυτής στο διοικητικό πειθαρχικό δίκαιο.

Είναι αληθές ότι θεμελιώδεις διατάξεις κανονισμών αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερές να γεφυρωθούν με το νομικό θετικισμό. Και είναι ενίοτε οριακά νομικό το περιεχόμενο πολλών διατάξεων, όταν η διαδικαστική τυπολογία συγκρούεται με την ηθικολογική ουσία των εννοιών. Στο Αρ. 24 του ΣΚ 20-1, φερ’ειπείν, ευθέως προβλέπεται ότι «Τα όσα αναφέρονται σ` αυτό το Άρθρο, δεν είναι οδηγός καλής συμπεριφοράς, αλλά δίνουν γενικές αρχές και υπογραμμίζουν βασικές υποχρεώσεις, που η παράλειψή τους αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και σαν τέτοιο τιμωρείται». Ας έρθουμε τώρα στη θέση ενός Διοικητή που τιμωρεί έναν υφιστάμενο διότι «…η παράστασή του δεν εμπνέεται πάντα από την αντίληψη του υψηλού προορισμού του» (Αρ. 24 παρ. 3), ή μίας υφισταμένου που τιμωρήθηκε επειδή «δεν είναι επαρκώς προικισμένη με την αρετή της Ανδρείας». Ας σημειωθεί ακόμα ότι ο Νομοθέτης δεν θεώρησε σκόπιμο να αντικαταστήσει τη λέξη με τη «γενναιότητα», φερ’ειπείν, ή άλλη ταυτόσημη έννοια.    

Τέτοιου είδους υποθέσεις, που αγγίζουν και ξεπερνούν τα όρια της δεδομένης αρχής της νομιμότητας, συχνά φτάνουν στα Διοικητικά Δικαστήρια, τα οποία συχνά (αλλά όχι κατά πάγια νομολογία) αναιρούν αυτές τις πειθαρχικές ποινές σε διαδικασίες που ενέχουν πάντα αμηχανία απέναντι σε ένα σύστημα κανόνων όχι μόνον παρωχημένο αλλά και πασιφανώς αντίθετο με τις αρχές απόδοσης της Δικαιοσύνης. Σημειωτέον, δε, ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ρητά το Διοικητικό Δικαστήριο διαπιστώνει παράνομη πειθαρχική ποινή, είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες αυτή η διαπίστωση προχωρεί στα Ποινικά ή Στρατιωτικά Δικαστήρια, ενώ είναι απολύτως μηδενικές οι φορές που έχει υπάρξει καταδίκη για παράβαση του Αρ. 73 ΣΠΚ· γεγονός που τουλάχιστο χρήζει μελέτης και ανάλυσης. 

Το ότι η κάθε πειθαρχική ποινή συνιστά ουσιαστική βλάβη του υφισταμένου, και μάλιστα βλάβη που ενδιαφέρει το έγκλημα του Αρ. 259 ΠΚ, είναι σαφές. Εάν η πειθαρχική ποινή είναι τελικά παράνομη, τότε πραγματικά η βλάβη επέρχεται παρανόμως και πραγματικά ο επιβάλλων την ποινή έχει τελέσει το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, ακόμα και όταν είναι απολύτως δεκτό ότι η βλάβη περιορίζεται στο ηθικό μέρος και δεν εκδηλώνει -ούτε αναμένεται να εκδηλώσει- υπηρεσιακή και μελλοντική οικονομική βλάβη.

Εάν, μάλιστα, η βλάβη κριθεί πραγματικά ότι πληροί την υπόσταση του Αρ. 259 ΠΚ, τότε τελεολογικά θα έχουμε και κατ’ ιδέα συρροή με το Αρ.73 ΣΠΚ, μιας που αυτό το δεύτερο δεν απαιτεί καν δόλο α’ βαθμού, αλλά αρκείται και σε ενδεχόμενο δόλο (ήτοι, όχι την θετική βούληση, αλλά την αποδοχή και μόνον της πιθανότητας να επέλθει το παράνομο αποτέλεσμα).

Ας καταστεί σαφές πως η προβληματική που αναπτύσσεται δεν εστιάζεται στο αν η πειθαρχική ποινή είναι παράνομη αλλά μάλλον κατά πόσον θα μπορούσε ποτέ να είναι νομικά άρτια, εφόσον επιβάλλεται δυνάμει προβλέψεων που δεν είναι στην ουσία τους νομικές. Λόγου χάριν, το άρθρο 63 του ΣΚ 20-1 παραθέτει μια σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων που περιγράφονται με καταφανώς μη νομικές και εξόφθαλμα αόριστες έννοιες (όπως αγανάκτηση, κολακεία, χαλαρότητα, απροθυμία), καταλείποντας ευρύτατα περιθώρια καταχρηστικών συμπεριφορών εκ μέρους των επιβαλλόντων την ποινή.

Ωστόσο, το πειθαρχικό δίκαιο δεν συνιστά έναν αυτόνομο και απομονωμένο κλάδο δικαίου, αλλά η φύση και η λειτουργία του τού επιβάλει να ενστερνίζεται πολλές από τις αρχές του ποινικού δικαίου, βασικό αξίωμα του οποίου -και δη συνταγματικώς κατοχυρωμένο (αρ.7§1 Συντ.)- είναι πως κανένα έγκλημα δεν στοιχειοθετείται και καμία ποινή δεν επιβάλλεται δίχως η παράνομη πράξη να περιγράφεται σαφώς στο νόμο (“nullum crimen, nulla poena, sine lege certa”). Ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να τιμωρηθεί πειθαρχικά ένας στρατιωτικός για μια πράξη που θα μπορούσε να έχει ποινικό ενδιαφέρον (κάτι που ρητά προβλέπεται στο άρθρο 62§5), όταν αυτή η πράξη δεν περιγράφεται με σαφήνεια στον νόμο; Τουναντίον, είναι η επιβολή της ποινής για μια τέτοια πράξη ή κατάσταση που στοιχειοθετεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, αφού ο αποφασίζων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11§5 ΣΚ 20-1, «πρέπει πάντα να διατάζει με βάση το καθήκον, τους όρους της υπηρεσίας και το δίκαιο».

Εκείνο που πρέπει να καταστεί σαφές και αντιληπτό είναι πως η συνήθης πρακτική της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων βασιζόμενων σε γενικόλογες έννοιες, δεν αποτελεί ανέλεγκτη κρίση ενός Στρατιωτικού Διοικητή, αλλά διοικητική πράξη οργάνου που οφείλει να υποδείξει τη διάταξη από την οποία ρητά και ανενδοίαστα προκύπτει το παράπτωμα. Στην περίπτωση δε που δεν καταφέρει να ανταπεξέλθει στην ως άνω εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρέωσή του, τότε υπέχει διοικητικής και ποινικής φύσεως ευθύνες.

Εν τέλει, το πρόβλημα είναι διττό. Αφενός μεν το ίδιο το νομικό πλαίσιο πάσχει και εγείρει αμφιβολίες περί της συνταγματικότητάς του, αφετέρου δε οι επιβαλλόμενες βάσει αυτού ποινές, δεν μπορεί παρά να παρίστανται παράνομες και να επάγονται ποινικής φύσεως συνέπειες για τους εφαρμοστές τους. Το περιγραφόμενο ζήτημα χρήζει άμεσης νομοθετικής παρέμβασης, τόσο μέσω συμπληρωματικής θέσπισης διατάξεων όσο και διά διορθωτικής επεξεργασίας ήδη υπαρχουσών προβλέψεων.

 

Η ΝΕWLAW είναι στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων για νομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας.

Τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501

Από τον «Αυστηρό Διοικητή» στην εγκληματική συμπεριφορά παράβασης καθήκοντος στην στρατιωτική υπηρεσία

 

Αρ. 259 ΠΚ: «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση έως 2 έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη».

 

Άρθρο 73 ΣΠΚ: «Υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας. Στρατιωτικός που σφετερίζεται πειθαρχική εξουσία ή υπερβαίνει τα όρια της πειθαρχικής του εξουσίας ή επιβάλλει ποινές που δεν προβλέπονται από το νόμο ή τους κανονισμούς ή διώκει πειθαρχικά υφιστάμενό του, αν και γνωρίζει ότι δεν συντρέχει λόγος πειθαρχικής του δίωξης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.»

 

Η σπουδαιότητα της απόλυτης επίγνωσης του νομικού πλαισίου που διέπει τις πράξεις και παραλείψεις των μελών των Ενόπλων Δυνάμεων δεν είναι μόνον απαίτηση των τάσεων που θέλουν πλέον τη Δικαστική Εξουσία να ασχολείται με τις στρατιωτικές συμπεριφορές και σχέσεις, αλλά επιπλέον επιτακτική, δεδομένης της αοριστίας και ενίοτε καταφανούς αντισυνταγματικότητας ορισμένων εκ των βασικών Στρατιωτικών Κανονισμών που αφορούν τη διοίκηση (ως έννοια και ως πρακτική) και τις εκφάνσεις αυτής στο διοικητικό πειθαρχικό δίκαιο.

Είναι αληθές ότι θεμελιώδεις διατάξεις κανονισμών αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερές να γεφυρωθούν με το νομικό θετικισμό. Και είναι ενίοτε οριακά νομικό το περιεχόμενο πολλών διατάξεων, όταν η διαδικαστική τυπολογία συγκρούεται με την ηθικολογική ουσία των εννοιών. Στο Αρ. 24 του ΣΚ 20-1, φερ’ειπείν, ευθέως προβλέπεται ότι «Τα όσα αναφέρονται σ` αυτό το Άρθρο, δεν είναι οδηγός καλής συμπεριφοράς, αλλά δίνουν γενικές αρχές και υπογραμμίζουν βασικές υποχρεώσεις, που η παράλειψή τους αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και σαν τέτοιο τιμωρείται». Ας έρθουμε τώρα στη θέση ενός Διοικητή που τιμωρεί έναν υφιστάμενο διότι «…η παράστασή του δεν εμπνέεται πάντα από την αντίληψη του υψηλού προορισμού του» (Αρ. 24 παρ. 3), ή μίας υφισταμένου που τιμωρήθηκε επειδή «δεν είναι επαρκώς προικισμένη με την αρετή της Ανδρείας». Ας σημειωθεί ακόμα ότι ο Νομοθέτης δεν θεώρησε σκόπιμο να αντικαταστήσει τη λέξη με τη «γενναιότητα», φερ’ειπείν, ή άλλη ταυτόσημη έννοια.    

Τέτοιου είδους υποθέσεις, που αγγίζουν και ξεπερνούν τα όρια της δεδομένης αρχής της νομιμότητας, συχνά φτάνουν στα Διοικητικά Δικαστήρια, τα οποία συχνά (αλλά όχι κατά πάγια νομολογία) αναιρούν αυτές τις πειθαρχικές ποινές σε διαδικασίες που ενέχουν πάντα αμηχανία απέναντι σε ένα σύστημα κανόνων όχι μόνον παρωχημένο αλλά και πασιφανώς αντίθετο με τις αρχές απόδοσης της Δικαιοσύνης. Σημειωτέον, δε, ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ρητά το Διοικητικό Δικαστήριο διαπιστώνει παράνομη πειθαρχική ποινή, είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες αυτή η διαπίστωση προχωρεί στα Ποινικά ή Στρατιωτικά Δικαστήρια, ενώ είναι απολύτως μηδενικές οι φορές που έχει υπάρξει καταδίκη για παράβαση του Αρ. 73 ΣΠΚ· γεγονός που τουλάχιστο χρήζει μελέτης και ανάλυσης. 

Το ότι η κάθε πειθαρχική ποινή συνιστά ουσιαστική βλάβη του υφισταμένου, και μάλιστα βλάβη που ενδιαφέρει το έγκλημα του Αρ. 259 ΠΚ, είναι σαφές. Εάν η πειθαρχική ποινή είναι τελικά παράνομη, τότε πραγματικά η βλάβη επέρχεται παρανόμως και πραγματικά ο επιβάλλων την ποινή έχει τελέσει το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, ακόμα και όταν είναι απολύτως δεκτό ότι η βλάβη περιορίζεται στο ηθικό μέρος και δεν εκδηλώνει -ούτε αναμένεται να εκδηλώσει- υπηρεσιακή και μελλοντική οικονομική βλάβη.

Εάν, μάλιστα, η βλάβη κριθεί πραγματικά ότι πληροί την υπόσταση του Αρ. 259 ΠΚ, τότε τελεολογικά θα έχουμε και κατ’ ιδέα συρροή με το Αρ.73 ΣΠΚ, μιας που αυτό το δεύτερο δεν απαιτεί καν δόλο α’ βαθμού, αλλά αρκείται και σε ενδεχόμενο δόλο (ήτοι, όχι την θετική βούληση, αλλά την αποδοχή και μόνον της πιθανότητας να επέλθει το παράνομο αποτέλεσμα).

Ας καταστεί σαφές πως η προβληματική που αναπτύσσεται δεν εστιάζεται στο αν η πειθαρχική ποινή είναι παράνομη αλλά μάλλον κατά πόσον θα μπορούσε ποτέ να είναι νομικά άρτια, εφόσον επιβάλλεται δυνάμει προβλέψεων που δεν είναι στην ουσία τους νομικές. Λόγου χάριν, το άρθρο 63 του ΣΚ 20-1 παραθέτει μια σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων που περιγράφονται με καταφανώς μη νομικές και εξόφθαλμα αόριστες έννοιες (όπως αγανάκτηση, κολακεία, χαλαρότητα, απροθυμία), καταλείποντας ευρύτατα περιθώρια καταχρηστικών συμπεριφορών εκ μέρους των επιβαλλόντων την ποινή.

Ωστόσο, το πειθαρχικό δίκαιο δεν συνιστά έναν αυτόνομο και απομονωμένο κλάδο δικαίου, αλλά η φύση και η λειτουργία του τού επιβάλει να ενστερνίζεται πολλές από τις αρχές του ποινικού δικαίου, βασικό αξίωμα του οποίου -και δη συνταγματικώς κατοχυρωμένο (αρ.7§1 Συντ.)- είναι πως κανένα έγκλημα δεν στοιχειοθετείται και καμία ποινή δεν επιβάλλεται δίχως η παράνομη πράξη να περιγράφεται σαφώς στο νόμο (“nullum crimen, nulla poena, sine lege certa”). Ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να τιμωρηθεί πειθαρχικά ένας στρατιωτικός για μια πράξη που θα μπορούσε να έχει ποινικό ενδιαφέρον (κάτι που ρητά προβλέπεται στο άρθρο 62§5), όταν αυτή η πράξη δεν περιγράφεται με σαφήνεια στον νόμο; Τουναντίον, είναι η επιβολή της ποινής για μια τέτοια πράξη ή κατάσταση που στοιχειοθετεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος, αφού ο αποφασίζων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11§5 ΣΚ 20-1, «πρέπει πάντα να διατάζει με βάση το καθήκον, τους όρους της υπηρεσίας και το δίκαιο».

Εκείνο που πρέπει να καταστεί σαφές και αντιληπτό είναι πως η συνήθης πρακτική της επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων βασιζόμενων σε γενικόλογες έννοιες, δεν αποτελεί ανέλεγκτη κρίση ενός Στρατιωτικού Διοικητή, αλλά διοικητική πράξη οργάνου που οφείλει να υποδείξει τη διάταξη από την οποία ρητά και ανενδοίαστα προκύπτει το παράπτωμα. Στην περίπτωση δε που δεν καταφέρει να ανταπεξέλθει στην ως άνω εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρέωσή του, τότε υπέχει διοικητικής και ποινικής φύσεως ευθύνες.

Εν τέλει, το πρόβλημα είναι διττό. Αφενός μεν το ίδιο το νομικό πλαίσιο πάσχει και εγείρει αμφιβολίες περί της συνταγματικότητάς του, αφετέρου δε οι επιβαλλόμενες βάσει αυτού ποινές, δεν μπορεί παρά να παρίστανται παράνομες και να επάγονται ποινικής φύσεως συνέπειες για τους εφαρμοστές τους. Το περιγραφόμενο ζήτημα χρήζει άμεσης νομοθετικής παρέμβασης, τόσο μέσω συμπληρωματικής θέσπισης διατάξεων όσο και διά διορθωτικής επεξεργασίας ήδη υπαρχουσών προβλέψεων.

 

Η ΝΕWLAW είναι στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων για νομικά ζητήματα που σχετίζονται με τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας.

Τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501

Τα πιο διαβασμενα