23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020
Χρωματίζοντας τη…δικαιοσύνη!

 

Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην αγορά και στη γενικότερη οικονομία καθιστούν τον καταναλωτή ακόμη πιο επιρρεπή και ευάλωτο στις αποφάσεις και στις συναλλαγές του. Καθώς οι κίνδυνοι που εγκυμονούν αυξάνονται αδιαλείπτως, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η προστασία του, έργο το οποίο έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας φορείς και αρχές του κράτους που έχουν θεσπιστεί ακριβώς για το σκοπό αυτό (Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, Συνήγορος του Πολίτη, Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Ελλάδας, Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης – Τμήμα Εμπορίου και Τουρισμού, Γενικό Χημείο του Κράτους κ.ά.).

Γίνονται επομένως προσπάθειες για την έννομη προστασία και την προάσπιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών ώστε να μην εξαπατώνται και να αναπτύσσουν μια ορθή κριτική καταναλωτική στρατηγική στις συναλλαγές και αγορές τους. Μέσω των ΜΜΕ και των παραπάνω φορέων ενημερώνονται για κινδύνους που εγκυμονούν και για οφέλη που μπορούν να αποκτήσουν, διαμορφώνοντας έτσι υγιή καταναλωτικά πρότυπα και συνείδηση. Επιπλέον, εξασφαλίζεται, όσο το δυνατόν περισσότερο, η γενικότερη ασφάλεια των προϊόντων και επομένως προστατεύεται η υγεία των πολιτών και το περιβάλλον μέσω των ελέγχων που πραγματοποιούνται.

Στόχος και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της προστασίας του καταναλωτή αποτελεί η επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου προστασίας στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό το σκοπό έχει θεσπιστεί ένα σχετικά επαρκές νομικό πλαίσιο για την πάταξη της απάτης σε ό, τι αφορά την κυκλοφορία προϊόντων. Τι μπορεί να οδηγήσει τότε στη σύγχυση του καταναλωτή;

Λογικό και επόμενο είναι να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων στην αγορά.  Ωστόσο αυτός δεν πρέπει να είναι αθέμιτος και πολύ συχνά τα όρια ξεπερνιούνται στο βωμό της φήμης και του χρήματος. Επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση, προκειμένου να τη διατηρήσουν, προβαίνουν σε καταχρηστικές συμπεριφορές και εκμεταλλεύονται καταστάσεις λόγω της ευκολίας που τους παρέχει η θέση τους.

Όμως ο ανταγωνισμός θα πρέπει να είναι υγιής και να στοχεύει τελικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των καταναλωτών. Θα πρέπει, δηλαδή, οι τιμές να είναι προσιτές στο κοινό και η ποιότητα των αγαθών ικανοποιητική, ενώ ο καταναλωτής να έχει την ευχέρεια να επιλέξει ανάμεσα σε προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον και την υγεία του, που ανταποκρίνονται στην ποιότητα και στις ιδιότητες που αναφέρουν πως διαθέτουν.

Τι γίνεται, λοιπόν, όταν μια εισαγωγική – εταιρία  «μεγαθήριο» καταγγέλλει μια ανταγωνιστική εισαγωγική επιχείρηση της Βορείου Ελλάδας επειδή η δεύτερη εταιρία προμηθεύεται αποκλειστικά από το εξωτερικό μια συγκεκριμένη ποικιλία χρωμάτων, έχοντας το μονοπώλιο στη Βόρεια Ελλάδα ενώ η αθηναϊκή εταιρία προσπαθεί παράτυπα να επεκταθεί σε ολόκληρη τη χώρα; Μήπως εδώ πρόκειται για αθέμιτο ανταγωνισμό και όχι για προστασία του καταναλωτή; Ας δούμε πώς είναι δυνατόν ένα λάθος εκ παραδρομής, από αμέλεια κάποιου υπαλλήλου, να καταλήγει στην ποινική δίωξη του διευθύνοντος συμβούλου.

Σε πρόσφατη υπόθεση που αφορούσε στην κυκλοφορία συσκευασιών χρωμάτων, πρόβλημα δημιουργήθηκε στην επιχείρηση για την τυχαία κυκλοφορία ελάχιστων εναπομεινάντων  συσκευασιών εισαγωγής παλαιότερου έτους. Ακόμα κι αν υποστηριχθεί βέβαια πως δεν ήταν τυχαία η συγκεκριμένη κυκλοφορία, σημασία τελικά έχει ότι το προϊόν δεν έφερε στοιχεία ψευδή, παραπλανητικά ή επιβλαβή για τον καταναλωτή. Δεδομένου ότι οι εν λόγω συσκευασίες είχαν εισαχθεί σε προγενέστερο έτος από το τωρινό, έφεραν πάνω τους, όπως είναι λογικό, τη σήμανση που ανταποκρινόταν στην τότε νομοθεσία. Η νομοθεσία μετά από μερικά χρόνια άλλαξε, ζήτησε την απόσυρση των παλαιών προϊόντων και τη συμμόρφωση των εμπόρων και προμηθευτών στην τελευταία Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Εν προκειμένω, η επιχείρηση συμμορφώθηκε σε όσα όφειλε βάσει της εντολής του εργοστασίου παραγωγής και εισήγαγε προϊόντα με ετικέτα με τη σωστή σήμανση.

Μία άτυχη στιγμή, ένα λάθος του πωλητή ή ακόμη και του καταστήματος λιανικής πώλησης, άραγε αρκεί για να οδηγήσει ακόμα και τον πιο σύννομο πολίτη/επιχείρηση στα ποινικά δικαστήρια;

Πώς είναι δυνατόν να απειλείται με ποινή φυλάκισης ο διευθύνων σύμβουλος μιας επιχείρησης με φήμη δεκαετιών για ένα σφάλμα που δεν επηρεάζει ούτε τις ιδιότητες του προϊόντος ούτε την ασφάλεια του καταναλωτή;  Κι αυτό διότι είτε με την προγενέστερη είτε με την επικαιροποιημένη σήμανση, ο καταναλωτής αντιλαμβανόταν πλήρως ότι η συσκευασία βαφής δεν προοριζόταν ούτε για να ποτίσει τις γλάστρες του, ούτε για να ταΐσει το σκύλο ή τη γάτα του, ούτε για να χρωματίσει τα νερά λιμνών και ποταμών.

Κι όμως τα λάθη τρίτων και οι συγκυρίες ορισμένες φορές είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μοιραία αποτελέσματα. Το ζήτημα όμως είναι σε κάθε περίπτωση να αποδοθεί δικαιοσύνη!

Γιατί ο Νόμος για τη ρύθμιση της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών (Ν. 4177/2013) τιμωρεί όταν τα προϊόντα δεν πληρούν τις ειδικές προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά της ποιότητας, όταν υπάρχει κάποιο νοθευμένο ή παραποιημένο προϊόν. Σύμφωνη με το Νόμο είναι και η υπ’ αρ. 34/2009 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην οποία ορίζονται οι υποχρεώσεις των παραγωγών προκειμένου να διατίθενται στην αγορά ασφαλή προϊόντα. Πιο συγκεκριμένα οφείλουν στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους:

«Να παρέχουν στον καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην Ελληνική γλώσσα που θα του επιτρέψουν να αξιολογήσει και να προφυλάσσεται από τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση.

Η ύπαρξη προειδοποίησης δεν απαλλάσσει κανένα πρόσωπο από την τήρηση των άλλων απαιτήσεων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.

Εντός των ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, τα οποία τους επιτρέπουν:

α) να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που πιθανώς παρουσιάζουν τα προϊόντα αυτά,

β) να αναλαμβάνουν τις κατάλληλες ενέργειες, συμπεριλαμβανόμενης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης από την αγορά, της επαρκούς και αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης από τους καταναλωτές.

Τα μέτρα που οφείλουν να λαμβάνουν οι παραγωγοί περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

i) την αναγραφή, μέσω του προϊόντος ή της συσκευασίας του, της ταυτότητας και των στοιχείων του παραγωγού καθώς και των στοιχείων αναφοράς του προϊόντος ή, ενδεχομένως, της οικείας παρτίδας, εκτός εάν η μη αναγραφή είναι δικαιολογημένη και

ii) τη διενέργεια, οσάκις ενδείκνυνται, δειγματοληπτικών δοκιμών στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, την εξέταση καταγγελιών και, εφόσον απαιτείται, την τήρηση μητρώου καταγγελιών καθώς και την ενημέρωση των διανομέων σχετικά με τον έλεγχο των προϊόντων.»

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους καταλήγει ότι η παράβαση των παραπάνω υποχρεώσεων δεν μπορεί να θεμελιώσει ποινική ευθύνη παρά μόνο αν:

Α) υπάρχουν μη συνήθεις κίνδυνοι και μη αντιληπτοί κίνδυνοι από τους καταναλωτές χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση και

Β) από αυτούς αιτιωδώς προκύψουν κίνδυνοι υγείας, σωματικών βλαβών και ζωής του καταναλωτή.

Παρ’ όλα αυτά σε πρώτο βαθμό όλα τα παραπάνω επιχειρήματα δεν κρίθηκαν επαρκή και ο διευθύνων σύμβουλος καταδικάστηκε σε 8 μήνες φυλάκιση.

Ωστόσο, αντίθετα με το πρωτοβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη τεχνικού συμβούλου που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες συσκευασίες είχαν αγοραστεί παλαιότερα (πολύ καιρό πριν την αλλαγή της νομοθεσίας), οδήγησαν το Εφετείο να εκδώσει την ορθή απόφαση, δηλαδή αθωωτική!

 

Χρωματίζοντας τη…δικαιοσύνη!

 

Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην αγορά και στη γενικότερη οικονομία καθιστούν τον καταναλωτή ακόμη πιο επιρρεπή και ευάλωτο στις αποφάσεις και στις συναλλαγές του. Καθώς οι κίνδυνοι που εγκυμονούν αυξάνονται αδιαλείπτως, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η προστασία του, έργο το οποίο έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας φορείς και αρχές του κράτους που έχουν θεσπιστεί ακριβώς για το σκοπό αυτό (Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, Συνήγορος του Πολίτη, Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Ελλάδας, Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης – Τμήμα Εμπορίου και Τουρισμού, Γενικό Χημείο του Κράτους κ.ά.).

Γίνονται επομένως προσπάθειες για την έννομη προστασία και την προάσπιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών ώστε να μην εξαπατώνται και να αναπτύσσουν μια ορθή κριτική καταναλωτική στρατηγική στις συναλλαγές και αγορές τους. Μέσω των ΜΜΕ και των παραπάνω φορέων ενημερώνονται για κινδύνους που εγκυμονούν και για οφέλη που μπορούν να αποκτήσουν, διαμορφώνοντας έτσι υγιή καταναλωτικά πρότυπα και συνείδηση. Επιπλέον, εξασφαλίζεται, όσο το δυνατόν περισσότερο, η γενικότερη ασφάλεια των προϊόντων και επομένως προστατεύεται η υγεία των πολιτών και το περιβάλλον μέσω των ελέγχων που πραγματοποιούνται.

Στόχος και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της προστασίας του καταναλωτή αποτελεί η επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου προστασίας στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό το σκοπό έχει θεσπιστεί ένα σχετικά επαρκές νομικό πλαίσιο για την πάταξη της απάτης σε ό, τι αφορά την κυκλοφορία προϊόντων. Τι μπορεί να οδηγήσει τότε στη σύγχυση του καταναλωτή;

Λογικό και επόμενο είναι να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων στην αγορά.  Ωστόσο αυτός δεν πρέπει να είναι αθέμιτος και πολύ συχνά τα όρια ξεπερνιούνται στο βωμό της φήμης και του χρήματος. Επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση, προκειμένου να τη διατηρήσουν, προβαίνουν σε καταχρηστικές συμπεριφορές και εκμεταλλεύονται καταστάσεις λόγω της ευκολίας που τους παρέχει η θέση τους.

Όμως ο ανταγωνισμός θα πρέπει να είναι υγιής και να στοχεύει τελικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των καταναλωτών. Θα πρέπει, δηλαδή, οι τιμές να είναι προσιτές στο κοινό και η ποιότητα των αγαθών ικανοποιητική, ενώ ο καταναλωτής να έχει την ευχέρεια να επιλέξει ανάμεσα σε προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον και την υγεία του, που ανταποκρίνονται στην ποιότητα και στις ιδιότητες που αναφέρουν πως διαθέτουν.

Τι γίνεται, λοιπόν, όταν μια εισαγωγική – εταιρία  «μεγαθήριο» καταγγέλλει μια ανταγωνιστική εισαγωγική επιχείρηση της Βορείου Ελλάδας επειδή η δεύτερη εταιρία προμηθεύεται αποκλειστικά από το εξωτερικό μια συγκεκριμένη ποικιλία χρωμάτων, έχοντας το μονοπώλιο στη Βόρεια Ελλάδα ενώ η αθηναϊκή εταιρία προσπαθεί παράτυπα να επεκταθεί σε ολόκληρη τη χώρα; Μήπως εδώ πρόκειται για αθέμιτο ανταγωνισμό και όχι για προστασία του καταναλωτή; Ας δούμε πώς είναι δυνατόν ένα λάθος εκ παραδρομής, από αμέλεια κάποιου υπαλλήλου, να καταλήγει στην ποινική δίωξη του διευθύνοντος συμβούλου.

Σε πρόσφατη υπόθεση που αφορούσε στην κυκλοφορία συσκευασιών χρωμάτων, πρόβλημα δημιουργήθηκε στην επιχείρηση για την τυχαία κυκλοφορία ελάχιστων εναπομεινάντων  συσκευασιών εισαγωγής παλαιότερου έτους. Ακόμα κι αν υποστηριχθεί βέβαια πως δεν ήταν τυχαία η συγκεκριμένη κυκλοφορία, σημασία τελικά έχει ότι το προϊόν δεν έφερε στοιχεία ψευδή, παραπλανητικά ή επιβλαβή για τον καταναλωτή. Δεδομένου ότι οι εν λόγω συσκευασίες είχαν εισαχθεί σε προγενέστερο έτος από το τωρινό, έφεραν πάνω τους, όπως είναι λογικό, τη σήμανση που ανταποκρινόταν στην τότε νομοθεσία. Η νομοθεσία μετά από μερικά χρόνια άλλαξε, ζήτησε την απόσυρση των παλαιών προϊόντων και τη συμμόρφωση των εμπόρων και προμηθευτών στην τελευταία Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Εν προκειμένω, η επιχείρηση συμμορφώθηκε σε όσα όφειλε βάσει της εντολής του εργοστασίου παραγωγής και εισήγαγε προϊόντα με ετικέτα με τη σωστή σήμανση.

Μία άτυχη στιγμή, ένα λάθος του πωλητή ή ακόμη και του καταστήματος λιανικής πώλησης, άραγε αρκεί για να οδηγήσει ακόμα και τον πιο σύννομο πολίτη/επιχείρηση στα ποινικά δικαστήρια;

Πώς είναι δυνατόν να απειλείται με ποινή φυλάκισης ο διευθύνων σύμβουλος μιας επιχείρησης με φήμη δεκαετιών για ένα σφάλμα που δεν επηρεάζει ούτε τις ιδιότητες του προϊόντος ούτε την ασφάλεια του καταναλωτή;  Κι αυτό διότι είτε με την προγενέστερη είτε με την επικαιροποιημένη σήμανση, ο καταναλωτής αντιλαμβανόταν πλήρως ότι η συσκευασία βαφής δεν προοριζόταν ούτε για να ποτίσει τις γλάστρες του, ούτε για να ταΐσει το σκύλο ή τη γάτα του, ούτε για να χρωματίσει τα νερά λιμνών και ποταμών.

Κι όμως τα λάθη τρίτων και οι συγκυρίες ορισμένες φορές είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μοιραία αποτελέσματα. Το ζήτημα όμως είναι σε κάθε περίπτωση να αποδοθεί δικαιοσύνη!

Γιατί ο Νόμος για τη ρύθμιση της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών (Ν. 4177/2013) τιμωρεί όταν τα προϊόντα δεν πληρούν τις ειδικές προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά της ποιότητας, όταν υπάρχει κάποιο νοθευμένο ή παραποιημένο προϊόν. Σύμφωνη με το Νόμο είναι και η υπ’ αρ. 34/2009 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην οποία ορίζονται οι υποχρεώσεις των παραγωγών προκειμένου να διατίθενται στην αγορά ασφαλή προϊόντα. Πιο συγκεκριμένα οφείλουν στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους:

«Να παρέχουν στον καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην Ελληνική γλώσσα που θα του επιτρέψουν να αξιολογήσει και να προφυλάσσεται από τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση.

Η ύπαρξη προειδοποίησης δεν απαλλάσσει κανένα πρόσωπο από την τήρηση των άλλων απαιτήσεων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.

Εντός των ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, τα οποία τους επιτρέπουν:

α) να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που πιθανώς παρουσιάζουν τα προϊόντα αυτά,

β) να αναλαμβάνουν τις κατάλληλες ενέργειες, συμπεριλαμβανόμενης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης από την αγορά, της επαρκούς και αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης από τους καταναλωτές.

Τα μέτρα που οφείλουν να λαμβάνουν οι παραγωγοί περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

i) την αναγραφή, μέσω του προϊόντος ή της συσκευασίας του, της ταυτότητας και των στοιχείων του παραγωγού καθώς και των στοιχείων αναφοράς του προϊόντος ή, ενδεχομένως, της οικείας παρτίδας, εκτός εάν η μη αναγραφή είναι δικαιολογημένη και

ii) τη διενέργεια, οσάκις ενδείκνυνται, δειγματοληπτικών δοκιμών στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, την εξέταση καταγγελιών και, εφόσον απαιτείται, την τήρηση μητρώου καταγγελιών καθώς και την ενημέρωση των διανομέων σχετικά με τον έλεγχο των προϊόντων.»

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους καταλήγει ότι η παράβαση των παραπάνω υποχρεώσεων δεν μπορεί να θεμελιώσει ποινική ευθύνη παρά μόνο αν:

Α) υπάρχουν μη συνήθεις κίνδυνοι και μη αντιληπτοί κίνδυνοι από τους καταναλωτές χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση και

Β) από αυτούς αιτιωδώς προκύψουν κίνδυνοι υγείας, σωματικών βλαβών και ζωής του καταναλωτή.

Παρ’ όλα αυτά σε πρώτο βαθμό όλα τα παραπάνω επιχειρήματα δεν κρίθηκαν επαρκή και ο διευθύνων σύμβουλος καταδικάστηκε σε 8 μήνες φυλάκιση.

Ωστόσο, αντίθετα με το πρωτοβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη τεχνικού συμβούλου που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες συσκευασίες είχαν αγοραστεί παλαιότερα (πολύ καιρό πριν την αλλαγή της νομοθεσίας), οδήγησαν το Εφετείο να εκδώσει την ορθή απόφαση, δηλαδή αθωωτική!

 

Τα πιο διαβασμενα