21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020
Νόμος 4640/2019 - Τι Προβλέπει ο Νέος Νόμος για τη Διαμεσολάβηση;

 

Λίγο πριν την εκπνοή του Νοεμβρίου, στις 30-11-2019, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Νόμος 4640/2019 (ΦΕΚ υπ’ αρ. 190/30-11-2019) για τη διαμεσολάβηση.

Σκοπός του νόμου αυτού είναι η ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και η περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες.

Στον ίδιο Νόμο 4640/2019, να σημειωθεί πως περιλαμβάνεται παρενθετικά και το άρθρο 42 σχετικά με την επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου με αναδρομική ισχύ επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων και έχουν ήδη ασκηθεί, αλλά δεν έχουν συζητηθεί μέχρι την 1-1-2020.

Αναφορικά με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αυτή είναι απόρρητη και γίνεται εκτός δικαστηρίων, με την παρουσία και συμμετοχή όσων εμπλέκονται στη διαφορά, των δικηγόρων τους και ενός διαπιστευμένου διαμεσολαβητή. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο είναι απαραίτητο πλέον επομένως να είναι γνωστή η δυνατότητα για εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς με διαμεσολάβηση και η συγκεκριμένη δυνατότητα πρέπει να γνωστοποιείται μέσω ενημερωτικού εγγράφου που συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της αγωγής που τυχόν ασκηθεί επί ποινή απαραδέκτου αυτής, ήδη από τις 2-12-2019.

Αυτό όμως ίσχυε μέχρι πριν λίγο, καθώς προ ολίγων ωρών ο Υπουργός Δικαιοσύνης προώθησε νομοθετική ρύθμιση προς ψήφιση στη Βουλή, με την οποία τροποποιείται το εδάφιο β, της παραγράφου 2, του άρθρου 3, του Ν. 4640/2019, που αφορά στο ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης των δεκτικών διαθέσεως διαφορών και για την υποχρέωση προσφυγής στην αρχική συνεδρία κατά τη διαδικασία των άρθρων 6 και 7 του νόμου αυτού. Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση το ενημερωτικό έγγραφο μπορεί να κατατεθεί μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, έτσι το απαράδεκτο θα αφορά πλέον τη συζήτηση της αγωγής και όχι την άσκησή της! Η διάταξη αυτή θα έχει αναδρομική ισχύ από 30/11/2019 και αναμένεται να ψηφιστεί την επόμενη εβδομάδα.

Ο διαμεσολαβητής είναι εγγεγραμμένος στο Mητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και οφείλει να ενεργεί με ουδετερότητα, αμεροληψία και απόλυτη εμπιστευτικότητα. Ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής τους επιλογής, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων διαμεσολάβησης. Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι θα είναι περισσότεροι.

Στη διαδικασία αυτή παρίστανται υποχρεωτικά και οι δικηγόροι των εμπλεκομένων μερών έτσι ώστε να συνδράμουν σε όλη τη διάρκειά της. Η αμοιβή του νομικού παραστάτη κάθε μέρους συμφωνείται ελεύθερα και για τη συμμετοχή του σε όλη τη διαδικασία της διαμεσολάβησης εκδίδεται, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, ελάχιστο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ποσού εξήντα (60,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 4640/2019

Σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν.4640/2019, εκ των αστικών και εμπορικών διαφορών είναι υποχρεωτικό να προηγείται, πριν την συζήτηση της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί στο δικαστήριο, μία Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣ), στις περιπτώσεις των οικογενειακών διαφορών (εξαιρούνται αυτές των περιπτώσεων α’, β’, γ’, της παραγράφου 1 καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ), των υπαγομένων στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου διαφορών, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ αλλά και στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και τέλος όλων των διαφορών για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Εξαιρούνται από αυτήν την υποχρεωτική διαδικασία οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.ΠΔ.Δ.

Κατά την ΥΑΣ ο διαμεσολαβητής ενημερώνει όλους όσους εμπλέκονται στη διαφορά για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, τις βασικές αρχές που τη διέπουν καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς με βάση τις ιδιαιτερότητες και τη φύση αυτής και συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο αν τυχόν ασκηθεί αγωγή θα κατατεθεί μαζί με τις προτάσεις. Αν μετά την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία δεν υπάρχει επιθυμία για συνέχιση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, τότε είναι δυνατή η αποχώρηση χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, κύρωση ή ποινή.

Η επιλογή του διαμεσολαβητή  για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία μπορεί να γίνει μετά από συμφωνία των μερών της διαφοράς και σε περίπτωση που επιτευχθεί αυτή συντάσσεται σχετική έγγραφη έγκριση. Αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, ο διαμεσολαβητής ορίζεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης (ΚΕΔ) βάσει σύντομης διαδικασίας που ορίζεται στο νόμο. Ο διορισμός γίνεται κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τον αύξοντα αριθμό Ειδικού Μητρώου Διαμεσολαβητών του άρθρου 29 Ν. 4640/2019, μεταξύ όσων κατοικούν στην περιφέρεια του δικαστηρίου που είναι κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς.

Στις περιπτώσεις που δεν είναι επαρκής ο αριθμός των διαμεσολαβητών ή υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, ο διορισμός γίνεται μεταξύ όσων κατοικούν στην οικεία Εφετειακή περιφέρεια. Στην περίπτωση επιλογής του διαμεσολαβητή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ο τελευταίος υποχρεούται μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών να δηλώσει αν αποδέχεται τον διορισμό του. Αν η προθεσμία των τριών (3) εργάσιμων ημερών παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται η μη αποδοχή του. Σε περίπτωση μη αποδοχής του διορισμού του διαμεσολαβητή επιλέγεται ο επόμενος κατά σειρά προτεραιότητας από το ως άνω Ειδικό Μητρώο.

Η  αμοιβή του διαμεσολαβητή, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 Ν. 4640/2019, προκύπτει ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία μεταξύ των μερών και του διαμεσολαβητή. Εάν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ως εξής:

α) στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του παρόντος, το επισπεύδον μέρος προκαταβάλλει στον διαμεσολαβητή ποσό πενήντα (50,00) ευρώ ως αμοιβή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Το ποσό αυτό βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία. Σε περίπτωση που η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το μέρος της διαφοράς που δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρότι κλήθηκε νόμιμα προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν.4640/2019 ή δεν κατέβαλε το ποσό που του αναλογεί για την αμοιβή του διαμεσολαβητή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, καταδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ. σε ολόκληρο το ποσό που κατέβαλε το επισπεύδον μέρος για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Το ποσό αυτό λογίζεται ως δικαστικό έξοδο ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης.

β) για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ και βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία.

Επιδιωκόμενος στόχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης φέρεται να είναι να καταστήσει το θεσμό της διαμεσολάβησης έναν αξιόπιστο, λιγότερο χρονοβόρο τρόπο πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, τον οποίον οι πολίτες θα επιλέγουν συνειδητά. Παύει δηλαδή να είναι μια προαιρετική λύση αλλά μετατρέπεται σε υποχρεωτική εναλλακτική μέθοδο, μέσω της οποίας οι πολίτες αναζητούν μια λιγότερο χρονοβόρα και πιο οικονομική και άμεση - ίσως και ανθρώπινη - λύση σε προβλήματα της καθημερινότητάς τους.

Επιπλέον στόχος αποτελεί και η ελάφρυνση της Δικαστικής Αρχής από τον τεράστιο όγκο υποθέσεων που καλείται να διαχειριστεί καθημερινά.

Πρόκειται βέβαια για μια ρύθμιση που έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και πλείστες συζητήσεις από τον κόσμο των δικηγόρων, οι οποίοι υποστηρίζουν πως έρχεται σε αντίθεση με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, όπως προβλέπεται και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ενώ προστίθεται μια επιπλέον περιττή γραφειοκρατία κατά την άσκηση του λειτουργήματος που οδηγεί τελικά στην υπονόμευση του ίδιου του θεσμού.

Ας μην ξεχνούμε και την περσινή γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας μας, το οποίο στην απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας ΑΠ 34/2018 [ (1ο Μέρος Απόφασης) - (2ο Μέρος Απόφασης) ] έκρινε κατά πλειοψηφία (21-17), ότι οι διατάξεις του Νόμου 4512/2018 για την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Μεταξύ άλλων, στην πλειοψηφούσα εισήγηση αναφέρεται: «Έτσι η απάντηση στο ερώτημα που τίθεται στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης, αλλά και της ΕΣΔΑ, αν δηλαδή η υποχρεωτικότητα της Διαμεσολαβήσεως, όπως αυτή θεσπίζεται με το Ν. 4512/2018 , είναι συμβατή με τα άρθρο 20 Συντάγματος και τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τα άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, με την έννοια ότι από το σύνολο των προαναφερόμενων δικονομικών και οικονομικών συνεπειών θίγεται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, αφού όπως εξηγήθηκε προκαλούνται σοβαρά επιπλέον δαπανήματα και έμμεσα ο διάδικος οδηγείται στην υποχρεωτική αποδοχή της λύσης του Διαμεσολαβητή, ιδίως δε ο οικονομικά ασθενέστερος, με αποτέλεσμα τελικά να στερηθεί χωρίς τη θέλησή του το φυσικό δικαστή που του εγγυάται το Σύνταγμά και η ΕΣΔΑ.» Τέλος, υποστηρίζεται πως η επαναφορά του αντισυνταγματικού δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αποτελεί μείζον δικαιοπολιτικό ζήτημα και πρέπει να επιλυθεί άμεσα.

Τέλος, όσον αφορά την ισχύ του νόμου αυτόυ, προβλέπεται η σταδιακή εφαρμογή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 4640/2019, για τις οικογενειακές διαφορές (εκτός από αυτές των περιπτώσεων α’, β’, γ’ του άρθρου 592 ΚπολΔ παρ. 1, 2) από την 15η Ιανουαρίου 2020 και από την 15η Μαρτίου 2020 για τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 € και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Φυσικά, μέχρι την πρακτική εφαρμογή της εφαρμογής δεν είναι εφικτό να κρίνουμε αν η λύση που έχει προταθεί είναι αποτελεσματική ή όχι. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως πως η υποχρεωτική διαμεσολάβηση δεν συνάδει με την έννοια και φύση του όρου της διαμεσολάβησης ενώ το πώς θα επιταχυνθεί η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης μέσα από χρονοβόρες επιβραδυντικές διαδικασίες (όπως αυτή της διαμεσολάβησης) πραγματικά παραμένει μεγάλο ερωτηματικό.

Εν κατακλείδι, απορίας άξιο αποτελεί το γεγονός ότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 44 Ν.4640/2019 δείχνει την άκρως επιφυλακτική στάση του Υπουργείου Δικαιοσύνης όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμού της διαμεσολάβησης, καθώς για πρώτη φορά ίσως διαχρονικά ορίζεται πως μετά την πάροδο δύο ετών, το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα αξιολογήσει τα αποτελέσματα του θεσμού της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας των άρθρων 6 και 7 του Ν.4640/2019.

Έτσι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η διαφαινόμενη αποτυχία του θεσμού της υποχρεωτικής «διαμεσολάβησης» και οι ολοένα αυξανόμενες αντιδράσεις για την προφανή αντισυνταγματικότητα της καταναγκαστικής διαμεσολάβησης θα οδηγήσουν τελικά στην παύση της υποχρεωτικότητάς του, καθώς η υποχρεωτική εφαρμογή παρακωλύει σημαντικά λόγω αυξανόμενου κόστους την προσφυγή στη δικαιοσύνη για υποθέσεις κάτω των 10.000€.

Νόμος 4640/2019 - Τι Προβλέπει ο Νέος Νόμος για τη Διαμεσολάβηση;

 

Λίγο πριν την εκπνοή του Νοεμβρίου, στις 30-11-2019, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Νόμος 4640/2019 (ΦΕΚ υπ’ αρ. 190/30-11-2019) για τη διαμεσολάβηση.

Σκοπός του νόμου αυτού είναι η ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και η περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες.

Στον ίδιο Νόμο 4640/2019, να σημειωθεί πως περιλαμβάνεται παρενθετικά και το άρθρο 42 σχετικά με την επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου με αναδρομική ισχύ επί αναγνωριστικών αγωγών που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων και έχουν ήδη ασκηθεί, αλλά δεν έχουν συζητηθεί μέχρι την 1-1-2020.

Αναφορικά με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αυτή είναι απόρρητη και γίνεται εκτός δικαστηρίων, με την παρουσία και συμμετοχή όσων εμπλέκονται στη διαφορά, των δικηγόρων τους και ενός διαπιστευμένου διαμεσολαβητή. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο είναι απαραίτητο πλέον επομένως να είναι γνωστή η δυνατότητα για εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς με διαμεσολάβηση και η συγκεκριμένη δυνατότητα πρέπει να γνωστοποιείται μέσω ενημερωτικού εγγράφου που συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της αγωγής που τυχόν ασκηθεί επί ποινή απαραδέκτου αυτής, ήδη από τις 2-12-2019.

Αυτό όμως ίσχυε μέχρι πριν λίγο, καθώς προ ολίγων ωρών ο Υπουργός Δικαιοσύνης προώθησε νομοθετική ρύθμιση προς ψήφιση στη Βουλή, με την οποία τροποποιείται το εδάφιο β, της παραγράφου 2, του άρθρου 3, του Ν. 4640/2019, που αφορά στο ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης των δεκτικών διαθέσεως διαφορών και για την υποχρέωση προσφυγής στην αρχική συνεδρία κατά τη διαδικασία των άρθρων 6 και 7 του νόμου αυτού. Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση το ενημερωτικό έγγραφο μπορεί να κατατεθεί μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, έτσι το απαράδεκτο θα αφορά πλέον τη συζήτηση της αγωγής και όχι την άσκησή της! Η διάταξη αυτή θα έχει αναδρομική ισχύ από 30/11/2019 και αναμένεται να ψηφιστεί την επόμενη εβδομάδα.

Ο διαμεσολαβητής είναι εγγεγραμμένος στο Mητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και οφείλει να ενεργεί με ουδετερότητα, αμεροληψία και απόλυτη εμπιστευτικότητα. Ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής τους επιλογής, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων διαμεσολάβησης. Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι θα είναι περισσότεροι.

Στη διαδικασία αυτή παρίστανται υποχρεωτικά και οι δικηγόροι των εμπλεκομένων μερών έτσι ώστε να συνδράμουν σε όλη τη διάρκειά της. Η αμοιβή του νομικού παραστάτη κάθε μέρους συμφωνείται ελεύθερα και για τη συμμετοχή του σε όλη τη διαδικασία της διαμεσολάβησης εκδίδεται, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, ελάχιστο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ποσού εξήντα (60,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 4640/2019

Σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν.4640/2019, εκ των αστικών και εμπορικών διαφορών είναι υποχρεωτικό να προηγείται, πριν την συζήτηση της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί στο δικαστήριο, μία Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία διαμεσολάβησης (ΥΑΣ), στις περιπτώσεις των οικογενειακών διαφορών (εξαιρούνται αυτές των περιπτώσεων α’, β’, γ’, της παραγράφου 1 καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ), των υπαγομένων στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου διαφορών, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ αλλά και στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και τέλος όλων των διαφορών για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Εξαιρούνται από αυτήν την υποχρεωτική διαδικασία οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.ΠΔ.Δ.

Κατά την ΥΑΣ ο διαμεσολαβητής ενημερώνει όλους όσους εμπλέκονται στη διαφορά για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, τις βασικές αρχές που τη διέπουν καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς με βάση τις ιδιαιτερότητες και τη φύση αυτής και συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο αν τυχόν ασκηθεί αγωγή θα κατατεθεί μαζί με τις προτάσεις. Αν μετά την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία δεν υπάρχει επιθυμία για συνέχιση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, τότε είναι δυνατή η αποχώρηση χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, κύρωση ή ποινή.

Η επιλογή του διαμεσολαβητή  για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία μπορεί να γίνει μετά από συμφωνία των μερών της διαφοράς και σε περίπτωση που επιτευχθεί αυτή συντάσσεται σχετική έγγραφη έγκριση. Αν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, ο διαμεσολαβητής ορίζεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης (ΚΕΔ) βάσει σύντομης διαδικασίας που ορίζεται στο νόμο. Ο διορισμός γίνεται κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τον αύξοντα αριθμό Ειδικού Μητρώου Διαμεσολαβητών του άρθρου 29 Ν. 4640/2019, μεταξύ όσων κατοικούν στην περιφέρεια του δικαστηρίου που είναι κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς.

Στις περιπτώσεις που δεν είναι επαρκής ο αριθμός των διαμεσολαβητών ή υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, ο διορισμός γίνεται μεταξύ όσων κατοικούν στην οικεία Εφετειακή περιφέρεια. Στην περίπτωση επιλογής του διαμεσολαβητή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ο τελευταίος υποχρεούται μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών να δηλώσει αν αποδέχεται τον διορισμό του. Αν η προθεσμία των τριών (3) εργάσιμων ημερών παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται η μη αποδοχή του. Σε περίπτωση μη αποδοχής του διορισμού του διαμεσολαβητή επιλέγεται ο επόμενος κατά σειρά προτεραιότητας από το ως άνω Ειδικό Μητρώο.

Η  αμοιβή του διαμεσολαβητή, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 Ν. 4640/2019, προκύπτει ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία μεταξύ των μερών και του διαμεσολαβητή. Εάν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ως εξής:

α) στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του παρόντος, το επισπεύδον μέρος προκαταβάλλει στον διαμεσολαβητή ποσό πενήντα (50,00) ευρώ ως αμοιβή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Το ποσό αυτό βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία. Σε περίπτωση που η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το μέρος της διαφοράς που δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρότι κλήθηκε νόμιμα προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν.4640/2019 ή δεν κατέβαλε το ποσό που του αναλογεί για την αμοιβή του διαμεσολαβητή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, καταδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ. σε ολόκληρο το ποσό που κατέβαλε το επισπεύδον μέρος για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Το ποσό αυτό λογίζεται ως δικαστικό έξοδο ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης.

β) για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ και βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία.

Επιδιωκόμενος στόχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης φέρεται να είναι να καταστήσει το θεσμό της διαμεσολάβησης έναν αξιόπιστο, λιγότερο χρονοβόρο τρόπο πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, τον οποίον οι πολίτες θα επιλέγουν συνειδητά. Παύει δηλαδή να είναι μια προαιρετική λύση αλλά μετατρέπεται σε υποχρεωτική εναλλακτική μέθοδο, μέσω της οποίας οι πολίτες αναζητούν μια λιγότερο χρονοβόρα και πιο οικονομική και άμεση - ίσως και ανθρώπινη - λύση σε προβλήματα της καθημερινότητάς τους.

Επιπλέον στόχος αποτελεί και η ελάφρυνση της Δικαστικής Αρχής από τον τεράστιο όγκο υποθέσεων που καλείται να διαχειριστεί καθημερινά.

Πρόκειται βέβαια για μια ρύθμιση που έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και πλείστες συζητήσεις από τον κόσμο των δικηγόρων, οι οποίοι υποστηρίζουν πως έρχεται σε αντίθεση με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, όπως προβλέπεται και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ενώ προστίθεται μια επιπλέον περιττή γραφειοκρατία κατά την άσκηση του λειτουργήματος που οδηγεί τελικά στην υπονόμευση του ίδιου του θεσμού.

Ας μην ξεχνούμε και την περσινή γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας μας, το οποίο στην απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας ΑΠ 34/2018 [ (1ο Μέρος Απόφασης) - (2ο Μέρος Απόφασης) ] έκρινε κατά πλειοψηφία (21-17), ότι οι διατάξεις του Νόμου 4512/2018 για την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Μεταξύ άλλων, στην πλειοψηφούσα εισήγηση αναφέρεται: «Έτσι η απάντηση στο ερώτημα που τίθεται στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης, αλλά και της ΕΣΔΑ, αν δηλαδή η υποχρεωτικότητα της Διαμεσολαβήσεως, όπως αυτή θεσπίζεται με το Ν. 4512/2018 , είναι συμβατή με τα άρθρο 20 Συντάγματος και τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τα άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, με την έννοια ότι από το σύνολο των προαναφερόμενων δικονομικών και οικονομικών συνεπειών θίγεται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, αφού όπως εξηγήθηκε προκαλούνται σοβαρά επιπλέον δαπανήματα και έμμεσα ο διάδικος οδηγείται στην υποχρεωτική αποδοχή της λύσης του Διαμεσολαβητή, ιδίως δε ο οικονομικά ασθενέστερος, με αποτέλεσμα τελικά να στερηθεί χωρίς τη θέλησή του το φυσικό δικαστή που του εγγυάται το Σύνταγμά και η ΕΣΔΑ.» Τέλος, υποστηρίζεται πως η επαναφορά του αντισυνταγματικού δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αποτελεί μείζον δικαιοπολιτικό ζήτημα και πρέπει να επιλυθεί άμεσα.

Τέλος, όσον αφορά την ισχύ του νόμου αυτόυ, προβλέπεται η σταδιακή εφαρμογή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 4640/2019, για τις οικογενειακές διαφορές (εκτός από αυτές των περιπτώσεων α’, β’, γ’ του άρθρου 592 ΚπολΔ παρ. 1, 2) από την 15η Ιανουαρίου 2020 και από την 15η Μαρτίου 2020 για τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 30.000 € και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Φυσικά, μέχρι την πρακτική εφαρμογή της εφαρμογής δεν είναι εφικτό να κρίνουμε αν η λύση που έχει προταθεί είναι αποτελεσματική ή όχι. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως πως η υποχρεωτική διαμεσολάβηση δεν συνάδει με την έννοια και φύση του όρου της διαμεσολάβησης ενώ το πώς θα επιταχυνθεί η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης μέσα από χρονοβόρες επιβραδυντικές διαδικασίες (όπως αυτή της διαμεσολάβησης) πραγματικά παραμένει μεγάλο ερωτηματικό.

Εν κατακλείδι, απορίας άξιο αποτελεί το γεγονός ότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 44 Ν.4640/2019 δείχνει την άκρως επιφυλακτική στάση του Υπουργείου Δικαιοσύνης όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμού της διαμεσολάβησης, καθώς για πρώτη φορά ίσως διαχρονικά ορίζεται πως μετά την πάροδο δύο ετών, το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα αξιολογήσει τα αποτελέσματα του θεσμού της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας των άρθρων 6 και 7 του Ν.4640/2019.

Έτσι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η διαφαινόμενη αποτυχία του θεσμού της υποχρεωτικής «διαμεσολάβησης» και οι ολοένα αυξανόμενες αντιδράσεις για την προφανή αντισυνταγματικότητα της καταναγκαστικής διαμεσολάβησης θα οδηγήσουν τελικά στην παύση της υποχρεωτικότητάς του, καθώς η υποχρεωτική εφαρμογή παρακωλύει σημαντικά λόγω αυξανόμενου κόστους την προσφυγή στη δικαιοσύνη για υποθέσεις κάτω των 10.000€.

Τα πιο διαβασμενα