07 ΜΑΙΟΥ 2019
Η Ιατρική Αμέλεια κατά Παραυτουργία ως Στρατιωτικό Έγκλημα



Στις υποθέσεις που χειρίζονται οι δικηγόροι στην δική μας εταιρεία και -εκτιμώ- και σε άλλες, έχουμε επανειλημμένα την ευκαιρία να διαπιστώσουμε το πόσο παρωχημένος είναι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό του μέρος.

Και αν ορισμένα στοιχεία του ουσιαστικού μέρους είναι απλά αν και κραυγαλέα εκτός εποχής (όπως φερ’ ειπείν ο γνωστός από τη θεωρία Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου σκοπός που αποκοιμάται την ώρα της φρούρησης εξωτερικού τοιχίου του στρατοπέδου), κάποια άλλα μπορούν να προκαλέσουν -και πραγματικά προκαλούν- σημαντικά ερωτήματα. Πιο πασιφανής ενδεχομένως περίπτωση περιγράφεται στα Αρ. 143-145 ΣΠΚ, όπου παρατηρείται μία από το μείζον προς το έλασσον περιγραφή διαρροής στρατιωτικών πληροφοριών, μακράν αυστηρότερη της παράβασης του υπηρεσιακού απορρήτου.

Έτσι, όποιος «δημοσιεύει με οποιοδήποτε μέσο πληροφορίες σχετικές με το στρατό» τιμωρείται με φυλάκιση, με μόνο περιορισμό την δυνατότητα των πληροφοριών αυτών «να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτόν…», και φυσικά -ως πλημμέλημα- απαιτεί και έναν βαθμό αποδοχής του δράστη για το αποτέλεσμα.

Αντιπαραβάλλοντας τώρα την περιγραφή του παραπάνω άρθρου με την πραγματικότητα, αρκεί μία περιήγηση στο διαδίκτυο για να εξαχθούν συμπεράσματα, αλλά ωσαύτως μπορεί να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες μια σοβαρής έρευνας των στρατιωτικών αρχών με τα όσα τα στελέχη και οι οπλίτες των Ενόπλων Δυνάμεων αναρτούν κατά καιρούς.  

Πέραν των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, ωστόσο, προβλήματα προκαλεί και ο δικονομικός χειρισμός, όπου τα ζητήματα αρμοδιότητας συχνά χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Και εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη κατηγορία εγκλημάτων που μας οδηγεί στις περιπτώσεις του τίτλου του παρόντος μικρού σχολιασμού που αναφέρεται στην παραυτουργία, δηλαδή με την τέλεση μίας βλάβης που επήλθε με τη  σωρευτική αμέλεια δύο ή παραπάνω ιατρών στο στρατιωτικό περιβάλλον, ή σε στρατιωτικό και πολιτικό περιβάλλον.

Προκειμένου να καταδείξουμε την περιπτωσιολογία (και το πόσο συχνή είναι) ας παραθέσουμε ένα μικρό παράδειγμα:

Στο γιατρό μίας Μονάδας παρουσιάζεται ένα μέλος των Ενόπλων Δυνάμεων με συγκεκριμένα συμπτώματα και ο γιατρός γνωματεύει λανθασμένα. Ο ασθενής μεταβαίνει σε νοσοκομείο εκτός της Μονάδας, στρατιωτικό ή άλλο δημόσιο, όπου ο ιατρός των επειγόντων συμβουλεύεται τη λανθασμένη γνωμάτευση και -με βάση τα κλινικά ευρήματα που ο ίδιος διαπιστώνει- συνηγορεί στο σφάλμα.

Εξ αιτίας των δύο εσφαλμένων γνωματεύσεων, που δεν αποτελούν προϊόν συναπόφασης αλλά προϊόν συγκλίνουσας αμέλειας (παραυτουργία), μιας που δεν έχουμε δόλο των δύο ιατρών, ας υποθέσουμε ότι έχουμε πραγματικά μία βλάβη του ασθενή. Αυτή μπορεί να είναι πολλών ειδών, όπως η πρόκληση αδυναμίας, μια επιδείνωση του προβλήματος υγείας, μια παρεπόμενη χειροτέρευση της υγείας ή ακόμη και θάνατος. Η δε παραυτουργία αυτή θεμελιώνεται προφανώς και χωρίς να υπάρχει προσωπική επικοινωνία μεταξύ των δύο ιατρών, οι οποίοι είναι άμεσα υπεύθυνοι και (ας το δεχθούμε έτσι απλοϊκά) δια παραλείψεως συναυτουργοί για τη σωματική βλάβη του ασθενούς από αμέλεια, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Το κατά πόσο η γνωμάτευση ενός γιατρού μπορεί και πρέπει να επηρεάζει τη μεταγενέστερη γνωμάτευση ενός δεύτερου γιατρού της ίδιας ειδικότητας, είναι ζήτημα προς περαιτέρω έρευνα. Στη νομολογία βρίσκουμε πραγματικά περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι η ευθύνη του πρώτου ιατρού αληθώς αίρεται με την αποφασιστική παρέμβαση της γνωμάτευσης του δεύτερου, ιδίως αν ο πρώτος ιατρός είχε στη διάθεσή του μόνον τα περιορισμένων δυνατοτήτων διαγνωστικά μέσα που της Μονάδας ενώ ο δεύτερος δέχθηκε τον ασθενή σε νοσοκομειακό ίδρυμα που παρείχε ευχέρεια επιλογής διαγνωστικών μέσων, ακόμα και σε ημέρες αργίας. Δεν λείπουν, όμως, και οι αντίθετες αποφάσεις που φέρνουν εκ των πραγμάτων τους δύο ιατρούς ισοτίμως κατηγορούμενους για διά παραυτουργίας τέλεση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης, ακόμα και με υποκειμενική υπόσταση ενδεχόμενου δόλου, με το σκεπτικό ότι ο ιατρός οφείλει λόγω της ιδιαίτερης νομικής του υποχρέωσης εκ του ρόλου του να παράσχει τη βέλτιστη υγειονομική υπηρεσία και -μη πράττοντας τούτο- ουσιαστικά αποδέχεται και εγκολπώνεται το ενδεχόμενο επιβλαβές αποτέλεσμα.      

Στην περίπτωση που ο ένας εκ των ιατρών είναι στρατιωτικός ενώ ο δεύτερος όχι, φαίνεται χαρακτηριστικά η προβληματική του ΣΠΚ, μέσα στις διατάξεις του Αρ. 195 του οποίου ορίζεται ότι «…αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου, β) τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό.». Με τη διάταξη αυτή φαινομενικά ο στρατιωτικός ιατρός δεν δικάζεται από το στρατοδικείο, αλλά από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, μιας που το σφάλμα του σωρευτικώς επέφερε το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης η οποία είναι έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου.
Ωστόσο, όπως ορθά σημειώνει η Απ.ΑΠ 1860/2017, στην περίπτωση της παραυτουργίας στρατιωτικών και πολιτών ιατρών, δεν μιλάμε για κοινό δόλο, πόσο μάλλον για συναπόφαση. Μιλάμε -με όρους νομικής καταμέτρησης πράξεων- για δύο αυτοτελείς παραλείψεις που επέφεραν μία και μόνον βλάβη, για την επέλευση της οποίας ακόμα και η μία εκ των δύο ενδεχομένως να αρκούσε.   

Ως εκ τούτου, και με δεδομένο ότι οι δύο ιατροί  δεν συγγνωμάτευσαν αλλά επηρεάστηκε ο δεύτερος από τη γνωμάτευση του πρώτου, θεωρούμε ότι καθίσταται σαφές ότι ο στρατιωτικός ιατρός πρέπει να εξετασθεί ξεχωριστά σε στρατιωτικό δικαστήριο, ενώ ο μη στρατιωτικός ιατρός στα κοινά δικαστήρια, ενώ το αποτέλεσμα της παραυτουργίας θα κριθεί ως ένα, αν και ταυτόχρονα από δύο δικαστήρια.

Οι συνέπειες αυτού του συμπεράσματος είναι κρίσιμες για πολλούς λόγους. Το γεγονός ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια λαμβάνουν σοβαρά υπ’όψιν τους την ιδιαιτερότητα του στρατιωτικού επαγγέλματος και έχουν επίγνωση των συνθηκών που επικρατούν στα ιατρεία μονάδων αλλά και στρατιωτικών νοσοκομείων είναι μία εκ των σοβαρότερων. Η ταχύτητα των δικών στα στρατιωτικά δικαστήρια είναι ένα δεύτερο. Αυτό έχει τη σημασία του ιδίως αν λάβουμε υπ΄όψιν ότι ο στρατιωτικός και εν γένει ο δημόσιος ιατρός θα υποστεί επιπλέον τη διαδικασία της ένορκης διοικητικής εξέτασης και πιθανότατα του πειθαρχικού συμβουλίου με ταυτόχρονη αργία, ενώ κατά τα ειωθότα τα διοικητικά όργανα θα αναμένουν τη δικαστική απόφαση.

Συνεπώς μία ταχεία περάτωση της δίκης που εγγυάται το στρατιωτικό δικαστικό σύστημα είναι στις περιπτώσεις αυτές προς όφελος του κατηγορουμένου. Και, τέλος, ας μην παραβλεφθεί ότι το συναισθηματικό στοιχείο της υπεράσπισης του στρατιωτικού ιατρού μεμονωμένα από δικηγόρο με γνώση της στρατιωτικής πραγματικότητας, σε ένα δικαστήριο που δεν θα αντιμετωπίσει τους δύο κατηγορουμένους ως ηθικά συγκατηγορουμένους, έχει τη δική του καίρια σημασία.  


Η Ιατρική Αμέλεια κατά Παραυτουργία ως Στρατιωτικό Έγκλημα



Στις υποθέσεις που χειρίζονται οι δικηγόροι στην δική μας εταιρεία και -εκτιμώ- και σε άλλες, έχουμε επανειλημμένα την ευκαιρία να διαπιστώσουμε το πόσο παρωχημένος είναι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό του μέρος.

Και αν ορισμένα στοιχεία του ουσιαστικού μέρους είναι απλά αν και κραυγαλέα εκτός εποχής (όπως φερ’ ειπείν ο γνωστός από τη θεωρία Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου σκοπός που αποκοιμάται την ώρα της φρούρησης εξωτερικού τοιχίου του στρατοπέδου), κάποια άλλα μπορούν να προκαλέσουν -και πραγματικά προκαλούν- σημαντικά ερωτήματα. Πιο πασιφανής ενδεχομένως περίπτωση περιγράφεται στα Αρ. 143-145 ΣΠΚ, όπου παρατηρείται μία από το μείζον προς το έλασσον περιγραφή διαρροής στρατιωτικών πληροφοριών, μακράν αυστηρότερη της παράβασης του υπηρεσιακού απορρήτου.

Έτσι, όποιος «δημοσιεύει με οποιοδήποτε μέσο πληροφορίες σχετικές με το στρατό» τιμωρείται με φυλάκιση, με μόνο περιορισμό την δυνατότητα των πληροφοριών αυτών «να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτόν…», και φυσικά -ως πλημμέλημα- απαιτεί και έναν βαθμό αποδοχής του δράστη για το αποτέλεσμα.

Αντιπαραβάλλοντας τώρα την περιγραφή του παραπάνω άρθρου με την πραγματικότητα, αρκεί μία περιήγηση στο διαδίκτυο για να εξαχθούν συμπεράσματα, αλλά ωσαύτως μπορεί να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες μια σοβαρής έρευνας των στρατιωτικών αρχών με τα όσα τα στελέχη και οι οπλίτες των Ενόπλων Δυνάμεων αναρτούν κατά καιρούς.  

Πέραν των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, ωστόσο, προβλήματα προκαλεί και ο δικονομικός χειρισμός, όπου τα ζητήματα αρμοδιότητας συχνά χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Και εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη κατηγορία εγκλημάτων που μας οδηγεί στις περιπτώσεις του τίτλου του παρόντος μικρού σχολιασμού που αναφέρεται στην παραυτουργία, δηλαδή με την τέλεση μίας βλάβης που επήλθε με τη  σωρευτική αμέλεια δύο ή παραπάνω ιατρών στο στρατιωτικό περιβάλλον, ή σε στρατιωτικό και πολιτικό περιβάλλον.

Προκειμένου να καταδείξουμε την περιπτωσιολογία (και το πόσο συχνή είναι) ας παραθέσουμε ένα μικρό παράδειγμα:

Στο γιατρό μίας Μονάδας παρουσιάζεται ένα μέλος των Ενόπλων Δυνάμεων με συγκεκριμένα συμπτώματα και ο γιατρός γνωματεύει λανθασμένα. Ο ασθενής μεταβαίνει σε νοσοκομείο εκτός της Μονάδας, στρατιωτικό ή άλλο δημόσιο, όπου ο ιατρός των επειγόντων συμβουλεύεται τη λανθασμένη γνωμάτευση και -με βάση τα κλινικά ευρήματα που ο ίδιος διαπιστώνει- συνηγορεί στο σφάλμα.

Εξ αιτίας των δύο εσφαλμένων γνωματεύσεων, που δεν αποτελούν προϊόν συναπόφασης αλλά προϊόν συγκλίνουσας αμέλειας (παραυτουργία), μιας που δεν έχουμε δόλο των δύο ιατρών, ας υποθέσουμε ότι έχουμε πραγματικά μία βλάβη του ασθενή. Αυτή μπορεί να είναι πολλών ειδών, όπως η πρόκληση αδυναμίας, μια επιδείνωση του προβλήματος υγείας, μια παρεπόμενη χειροτέρευση της υγείας ή ακόμη και θάνατος. Η δε παραυτουργία αυτή θεμελιώνεται προφανώς και χωρίς να υπάρχει προσωπική επικοινωνία μεταξύ των δύο ιατρών, οι οποίοι είναι άμεσα υπεύθυνοι και (ας το δεχθούμε έτσι απλοϊκά) δια παραλείψεως συναυτουργοί για τη σωματική βλάβη του ασθενούς από αμέλεια, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Το κατά πόσο η γνωμάτευση ενός γιατρού μπορεί και πρέπει να επηρεάζει τη μεταγενέστερη γνωμάτευση ενός δεύτερου γιατρού της ίδιας ειδικότητας, είναι ζήτημα προς περαιτέρω έρευνα. Στη νομολογία βρίσκουμε πραγματικά περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι η ευθύνη του πρώτου ιατρού αληθώς αίρεται με την αποφασιστική παρέμβαση της γνωμάτευσης του δεύτερου, ιδίως αν ο πρώτος ιατρός είχε στη διάθεσή του μόνον τα περιορισμένων δυνατοτήτων διαγνωστικά μέσα που της Μονάδας ενώ ο δεύτερος δέχθηκε τον ασθενή σε νοσοκομειακό ίδρυμα που παρείχε ευχέρεια επιλογής διαγνωστικών μέσων, ακόμα και σε ημέρες αργίας. Δεν λείπουν, όμως, και οι αντίθετες αποφάσεις που φέρνουν εκ των πραγμάτων τους δύο ιατρούς ισοτίμως κατηγορούμενους για διά παραυτουργίας τέλεση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης, ακόμα και με υποκειμενική υπόσταση ενδεχόμενου δόλου, με το σκεπτικό ότι ο ιατρός οφείλει λόγω της ιδιαίτερης νομικής του υποχρέωσης εκ του ρόλου του να παράσχει τη βέλτιστη υγειονομική υπηρεσία και -μη πράττοντας τούτο- ουσιαστικά αποδέχεται και εγκολπώνεται το ενδεχόμενο επιβλαβές αποτέλεσμα.      

Στην περίπτωση που ο ένας εκ των ιατρών είναι στρατιωτικός ενώ ο δεύτερος όχι, φαίνεται χαρακτηριστικά η προβληματική του ΣΠΚ, μέσα στις διατάξεις του Αρ. 195 του οποίου ορίζεται ότι «…αν στο έγκλημα συμμετέχουν στρατιωτικοί και ιδιώτες, αρμόδια είναι: α) τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αν το έγκλημα είναι του κοινού ποινικού δικαίου, β) τα στρατοδικεία για τους στρατιωτικούς και τα κοινά ποινικά δικαστήρια για τους ιδιώτες, αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό.». Με τη διάταξη αυτή φαινομενικά ο στρατιωτικός ιατρός δεν δικάζεται από το στρατοδικείο, αλλά από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, μιας που το σφάλμα του σωρευτικώς επέφερε το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης η οποία είναι έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου.
Ωστόσο, όπως ορθά σημειώνει η Απ.ΑΠ 1860/2017, στην περίπτωση της παραυτουργίας στρατιωτικών και πολιτών ιατρών, δεν μιλάμε για κοινό δόλο, πόσο μάλλον για συναπόφαση. Μιλάμε -με όρους νομικής καταμέτρησης πράξεων- για δύο αυτοτελείς παραλείψεις που επέφεραν μία και μόνον βλάβη, για την επέλευση της οποίας ακόμα και η μία εκ των δύο ενδεχομένως να αρκούσε.   

Ως εκ τούτου, και με δεδομένο ότι οι δύο ιατροί  δεν συγγνωμάτευσαν αλλά επηρεάστηκε ο δεύτερος από τη γνωμάτευση του πρώτου, θεωρούμε ότι καθίσταται σαφές ότι ο στρατιωτικός ιατρός πρέπει να εξετασθεί ξεχωριστά σε στρατιωτικό δικαστήριο, ενώ ο μη στρατιωτικός ιατρός στα κοινά δικαστήρια, ενώ το αποτέλεσμα της παραυτουργίας θα κριθεί ως ένα, αν και ταυτόχρονα από δύο δικαστήρια.

Οι συνέπειες αυτού του συμπεράσματος είναι κρίσιμες για πολλούς λόγους. Το γεγονός ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια λαμβάνουν σοβαρά υπ’όψιν τους την ιδιαιτερότητα του στρατιωτικού επαγγέλματος και έχουν επίγνωση των συνθηκών που επικρατούν στα ιατρεία μονάδων αλλά και στρατιωτικών νοσοκομείων είναι μία εκ των σοβαρότερων. Η ταχύτητα των δικών στα στρατιωτικά δικαστήρια είναι ένα δεύτερο. Αυτό έχει τη σημασία του ιδίως αν λάβουμε υπ΄όψιν ότι ο στρατιωτικός και εν γένει ο δημόσιος ιατρός θα υποστεί επιπλέον τη διαδικασία της ένορκης διοικητικής εξέτασης και πιθανότατα του πειθαρχικού συμβουλίου με ταυτόχρονη αργία, ενώ κατά τα ειωθότα τα διοικητικά όργανα θα αναμένουν τη δικαστική απόφαση.

Συνεπώς μία ταχεία περάτωση της δίκης που εγγυάται το στρατιωτικό δικαστικό σύστημα είναι στις περιπτώσεις αυτές προς όφελος του κατηγορουμένου. Και, τέλος, ας μην παραβλεφθεί ότι το συναισθηματικό στοιχείο της υπεράσπισης του στρατιωτικού ιατρού μεμονωμένα από δικηγόρο με γνώση της στρατιωτικής πραγματικότητας, σε ένα δικαστήριο που δεν θα αντιμετωπίσει τους δύο κατηγορουμένους ως ηθικά συγκατηγορουμένους, έχει τη δική του καίρια σημασία.  


Τα πιο διαβασμενα