19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019
Eπιστολές για τη μεταβίβαση των χρεών. Πόσο νόμιμες είναι;

 

Το τελευταίο διάστημα, δεκάδες χιλιάδες οφειλέτες δανείων που έχουν αιτηθεί την υπαγωγή τους στο Νόμο «Κατσέλη» (Ν. 3869/2010), γίνονται αποδέκτες επιστολών από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, που τους ενημερώνουν ότι τα τραπεζικά τους προϊόντα (συμβάσεις δανείων και πιστώσεων), έχουν μεταβιβαστεί σε άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί εύλογα μία σειρά προβληματισμών, που εκκινούν από τυπικά – τεχνικά θέματα, όπως το ποιο ίδρυμα τελικά νομιμοποιείται ως καθ’ ου στις δίκες υπερχρεωμένων νοικοκυριών (συζητήσεις αιτήσεων του Ν. 3869/2010, ευρύτερα γνωστού ως «Νόμου Κατσέλη»), και καταλήγουν σε βάσιμες αμφισβητήσεις της νομιμότητας τέτοιων εκχωρήσεων.

 

Το μείζον νομικό πρόβλημα

Στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέο είναι το άρθρο 3 του Ν. 4354/2015 που αφορά στις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων. Η δεύτερη παράγραφος αυτού ορίζει: «Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του Ν. 2251/1994, είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά…να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας». Έτσι, αν δεν έχει κοινοποιηθεί τέτοια πρόσκληση στον οφειλέτη – δανειολήπτη, η πώληση και μεταβίβαση δανείων και πιστώσεων μεταξύ ιδρυμάτων, είναι άκυρη.

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 εισάγει μία σειρά εξαιρέσεων ορίζοντας ότι «Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση (του πρώτου εδαφίου) απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ΄2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει». Με άλλα λόγια, χωρεί μεταβίβαση δανείων χωρίς προηγούμενη πρόσκληση διακανονισμού οφειλών στον δανειολήπτη, είτε αν αυτός έχει χαρακτηριστεί «μη συνεργάσιμος», είτε αν η απαίτησή του αμφισβητείται δικαστικά και εκκρεμεί δίκη προς διευθέτησή της είτε τέλος αν η απαίτηση έχει ήδη επιδικασθεί, μεσολάβησε δηλαδή δικαστική κρίση.

Εντούτοις η πράξει δείχνει πως τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα προβαίνουν αυθαίρετα και χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση σε εκχωρήσεις δανείων, και έτσι οι οφειλέτες καλούνται πλέον να καταβάλλουν στους νέους δικαιούχους – δανειστές των απαιτήσεων, αφού λαμβάνουν ενημερωτική επιστολή από τις τράπεζες σχετικά με τη συντελεσθείσα ήδη μεταβίβαση των δανείων τους. Στην πλειονότητα μάλιστα των περιπτώσεων δεν συντρέχει καν λόγος εφαρμογής μίας εκ των εξαιρέσεων της παρ. 2 Ν. 4354/2015, ώστε νομίμως ο καθ’ ου δανειστής να απαλλάσσεται του καθήκοντος ενημέρωσης μέσω εξώδικης πρόσκλησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δανειακές και λοιπές οφειλές που τυγχάνουν ρύθμισης δυνάμει του Ν. 3869/2010, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εκ μόνου του λόγου ότι έχει ασκηθεί αίτηση από τον οφειλέτη ως «επίδικες», καθώς πρόκειται για απαιτήσεις ορισμένες και βέβαιες, ευκόλως πιστοποιήσιμες κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα από τα οικεία σημειώματα (καταστάσεις και βεβαιώσεις οφειλών, ειδοποιήσεις κλπ.) που χορηγούν οι δανειστές των οφειλετών. Εξάλλου, οι απαιτήσεις αυτές θα κριθούν ως προς το αν παραμείνουν καθ’ ύψος ως έχουν ή θα περικοπούν βάσει των δυνατοτήτων που προσφέρει η οικεία νομοθεσία. Επίδικη δηλαδή θα είναι η απαίτηση όταν ένα πρόσωπο (ο Α) ζητά χρήματα από ένα άλλο πρόσωπο (τον Β).

Θεωρούμε λοιπόν πως για να χαρακτηριστεί μία απαίτηση ως επίδικη απαιτείται να είναι οικονομικής φύσεως, να συνίσταται σε αξίωση διεκδίκησης χρημάτων από τον αντίδικο και η δικαστική κρίση που μεσολαβεί να απαντά ακριβώς στο ερώτημα αν οφείλονται ή όχι συγκεκριμένα ποσά. Όμως, το «κούρεμα» δανειακών υποχρεώσεων και λοιπών απαιτήσεων πιστωτών δεν αποτελεί διεκδίκηση χρημάτων από τις τράπεζες, αλλά αίτημα των οφειλετών να διευθετηθούν τα χρέη σας. Δεν θα αμφισβητηθεί κατά γενική ομολογία η ύπαρξη της χρηματικής αξίωσης, ούτε η συνολική επιδίκασή της, μόνο η τμηματική και μερική καταβολή τους στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (η περίπτωση ολικής διαγραφής χρέους είναι προφανώς διαφορετική).

 

Ποια είναι η στάση που καλούνται να τηρήσουν οι οφειλέτες;

Υπό το υπάρχον καθεστώς ανεξέλεγκτων και παράνομων μεταβιβάσεων τραπεζικών προϊόντων, τα οποία καταλήγουν ενίοτε σε fundsτου εξωτερικού δυσχερώς εντοπίσιμα, οι οφειλέτες έχουν τη δυνατότητα να καταγγείλουν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή -εφόσον δεν εμπίπτουν σε μία εκ των εξαιρέσεων της παρ. 2 του άρθρου 3 Ν. 4354/2015- τις μεταβιβάσεις αυτές άπαξ και κοινοποιείται σε αυτούς ενημερωτική – αποδεικτική της μεταβίβασης επιστολή.

Παράλληλα, προτείνεται η αποστολή εξώδικων προσκλήσεων αφενός προς την τράπεζα που πωλεί το δάνειο και αφετέρου προς το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αγοράζει το δάνειο και έτσι γίνεται ο νέος δανειστής των οφειλετών. Στην περίπτωση που ο νέος δανειστής έχει αλλοδαπή έδρα, υπενθυμίζουμε στους αιτούμενους οφειλέτες πως αποτελεί συχνό φαινόμενο οι ελληνικές τράπεζες που μεταβιβάζουν τα δάνειά τους να λειτουργούν ως νόμιμοι εκπρόσωποι των αλλοδαπών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, οπότε στην περίπτωση αυτή η αποστολή εξωδίκων θα γίνει στα τραπεζικά ιδρύματα που τους εκπροσωπούν στην Ελλάδα.

Τέλος, η τρίτη δυνατότητα που προσφέρεται στους οφειλέτες είναι αυτή της άσκησης αγωγής προς αναγνώριση της ακυρότητας της πώλησης απαιτήσεων από δανειακές και πιστωτικές συμβάσεις μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων. Καθώς το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015 θέτει ως «αναγκαία προϋπόθεση» την προηγούμενη εξώδικη όχληση του οφειλέτη να προβεί σε διακανονισμό χρεών, φρονούμε πως επί έλλειψης της ανωτέρω αναγκαίας προϋπόθεσης η έννομη συνέπεια που αρμόζει ως προς την τύχη των δικαιοπραξιών πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων είναι η ακυρότητα αυτών κατ΄ άρθρο 180 Αστικού Κώδικα. Συνέπεια αυτού είναι ότι οι μεταβιβάσεις δανειακών προϊόντων είναι άκυρες, επομένως δανειστές παραμένουν οι αρχικές τράπεζες και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεώνεται ο οφειλέτης να καταβάλλει στον εμφανιζόμενο «νέο δικαιούχο». Έτσι, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί μία νέα, σύννομη πλέον μεταβίβαση απαιτήσεων, μπορεί να το πράξει μόνο εφόσον τηρήσει τις προϋποθέσεις του Ν. 4354/2015.

Ειδάλλως, τέτοιες μεταβιβάσεις καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες και ο οφειλέτης αντλεί έννομο συμφέρον με το να τις αναγνωρίσει δικαστικά ως τέτοιες.

Eπιστολές για τη μεταβίβαση των χρεών. Πόσο νόμιμες είναι;

 

Το τελευταίο διάστημα, δεκάδες χιλιάδες οφειλέτες δανείων που έχουν αιτηθεί την υπαγωγή τους στο Νόμο «Κατσέλη» (Ν. 3869/2010), γίνονται αποδέκτες επιστολών από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, που τους ενημερώνουν ότι τα τραπεζικά τους προϊόντα (συμβάσεις δανείων και πιστώσεων), έχουν μεταβιβαστεί σε άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί εύλογα μία σειρά προβληματισμών, που εκκινούν από τυπικά – τεχνικά θέματα, όπως το ποιο ίδρυμα τελικά νομιμοποιείται ως καθ’ ου στις δίκες υπερχρεωμένων νοικοκυριών (συζητήσεις αιτήσεων του Ν. 3869/2010, ευρύτερα γνωστού ως «Νόμου Κατσέλη»), και καταλήγουν σε βάσιμες αμφισβητήσεις της νομιμότητας τέτοιων εκχωρήσεων.

 

Το μείζον νομικό πρόβλημα

Στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέο είναι το άρθρο 3 του Ν. 4354/2015 που αφορά στις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων. Η δεύτερη παράγραφος αυτού ορίζει: «Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του Ν. 2251/1994, είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά…να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας». Έτσι, αν δεν έχει κοινοποιηθεί τέτοια πρόσκληση στον οφειλέτη – δανειολήπτη, η πώληση και μεταβίβαση δανείων και πιστώσεων μεταξύ ιδρυμάτων, είναι άκυρη.

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 εισάγει μία σειρά εξαιρέσεων ορίζοντας ότι «Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση (του πρώτου εδαφίου) απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ΄2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει». Με άλλα λόγια, χωρεί μεταβίβαση δανείων χωρίς προηγούμενη πρόσκληση διακανονισμού οφειλών στον δανειολήπτη, είτε αν αυτός έχει χαρακτηριστεί «μη συνεργάσιμος», είτε αν η απαίτησή του αμφισβητείται δικαστικά και εκκρεμεί δίκη προς διευθέτησή της είτε τέλος αν η απαίτηση έχει ήδη επιδικασθεί, μεσολάβησε δηλαδή δικαστική κρίση.

Εντούτοις η πράξει δείχνει πως τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα προβαίνουν αυθαίρετα και χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση σε εκχωρήσεις δανείων, και έτσι οι οφειλέτες καλούνται πλέον να καταβάλλουν στους νέους δικαιούχους – δανειστές των απαιτήσεων, αφού λαμβάνουν ενημερωτική επιστολή από τις τράπεζες σχετικά με τη συντελεσθείσα ήδη μεταβίβαση των δανείων τους. Στην πλειονότητα μάλιστα των περιπτώσεων δεν συντρέχει καν λόγος εφαρμογής μίας εκ των εξαιρέσεων της παρ. 2 Ν. 4354/2015, ώστε νομίμως ο καθ’ ου δανειστής να απαλλάσσεται του καθήκοντος ενημέρωσης μέσω εξώδικης πρόσκλησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δανειακές και λοιπές οφειλές που τυγχάνουν ρύθμισης δυνάμει του Ν. 3869/2010, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εκ μόνου του λόγου ότι έχει ασκηθεί αίτηση από τον οφειλέτη ως «επίδικες», καθώς πρόκειται για απαιτήσεις ορισμένες και βέβαιες, ευκόλως πιστοποιήσιμες κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα από τα οικεία σημειώματα (καταστάσεις και βεβαιώσεις οφειλών, ειδοποιήσεις κλπ.) που χορηγούν οι δανειστές των οφειλετών. Εξάλλου, οι απαιτήσεις αυτές θα κριθούν ως προς το αν παραμείνουν καθ’ ύψος ως έχουν ή θα περικοπούν βάσει των δυνατοτήτων που προσφέρει η οικεία νομοθεσία. Επίδικη δηλαδή θα είναι η απαίτηση όταν ένα πρόσωπο (ο Α) ζητά χρήματα από ένα άλλο πρόσωπο (τον Β).

Θεωρούμε λοιπόν πως για να χαρακτηριστεί μία απαίτηση ως επίδικη απαιτείται να είναι οικονομικής φύσεως, να συνίσταται σε αξίωση διεκδίκησης χρημάτων από τον αντίδικο και η δικαστική κρίση που μεσολαβεί να απαντά ακριβώς στο ερώτημα αν οφείλονται ή όχι συγκεκριμένα ποσά. Όμως, το «κούρεμα» δανειακών υποχρεώσεων και λοιπών απαιτήσεων πιστωτών δεν αποτελεί διεκδίκηση χρημάτων από τις τράπεζες, αλλά αίτημα των οφειλετών να διευθετηθούν τα χρέη σας. Δεν θα αμφισβητηθεί κατά γενική ομολογία η ύπαρξη της χρηματικής αξίωσης, ούτε η συνολική επιδίκασή της, μόνο η τμηματική και μερική καταβολή τους στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (η περίπτωση ολικής διαγραφής χρέους είναι προφανώς διαφορετική).

 

Ποια είναι η στάση που καλούνται να τηρήσουν οι οφειλέτες;

Υπό το υπάρχον καθεστώς ανεξέλεγκτων και παράνομων μεταβιβάσεων τραπεζικών προϊόντων, τα οποία καταλήγουν ενίοτε σε fundsτου εξωτερικού δυσχερώς εντοπίσιμα, οι οφειλέτες έχουν τη δυνατότητα να καταγγείλουν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή -εφόσον δεν εμπίπτουν σε μία εκ των εξαιρέσεων της παρ. 2 του άρθρου 3 Ν. 4354/2015- τις μεταβιβάσεις αυτές άπαξ και κοινοποιείται σε αυτούς ενημερωτική – αποδεικτική της μεταβίβασης επιστολή.

Παράλληλα, προτείνεται η αποστολή εξώδικων προσκλήσεων αφενός προς την τράπεζα που πωλεί το δάνειο και αφετέρου προς το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αγοράζει το δάνειο και έτσι γίνεται ο νέος δανειστής των οφειλετών. Στην περίπτωση που ο νέος δανειστής έχει αλλοδαπή έδρα, υπενθυμίζουμε στους αιτούμενους οφειλέτες πως αποτελεί συχνό φαινόμενο οι ελληνικές τράπεζες που μεταβιβάζουν τα δάνειά τους να λειτουργούν ως νόμιμοι εκπρόσωποι των αλλοδαπών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, οπότε στην περίπτωση αυτή η αποστολή εξωδίκων θα γίνει στα τραπεζικά ιδρύματα που τους εκπροσωπούν στην Ελλάδα.

Τέλος, η τρίτη δυνατότητα που προσφέρεται στους οφειλέτες είναι αυτή της άσκησης αγωγής προς αναγνώριση της ακυρότητας της πώλησης απαιτήσεων από δανειακές και πιστωτικές συμβάσεις μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων. Καθώς το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015 θέτει ως «αναγκαία προϋπόθεση» την προηγούμενη εξώδικη όχληση του οφειλέτη να προβεί σε διακανονισμό χρεών, φρονούμε πως επί έλλειψης της ανωτέρω αναγκαίας προϋπόθεσης η έννομη συνέπεια που αρμόζει ως προς την τύχη των δικαιοπραξιών πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων είναι η ακυρότητα αυτών κατ΄ άρθρο 180 Αστικού Κώδικα. Συνέπεια αυτού είναι ότι οι μεταβιβάσεις δανειακών προϊόντων είναι άκυρες, επομένως δανειστές παραμένουν οι αρχικές τράπεζες και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεώνεται ο οφειλέτης να καταβάλλει στον εμφανιζόμενο «νέο δικαιούχο». Έτσι, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί μία νέα, σύννομη πλέον μεταβίβαση απαιτήσεων, μπορεί να το πράξει μόνο εφόσον τηρήσει τις προϋποθέσεις του Ν. 4354/2015.

Ειδάλλως, τέτοιες μεταβιβάσεις καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες και ο οφειλέτης αντλεί έννομο συμφέρον με το να τις αναγνωρίσει δικαστικά ως τέτοιες.

Τα πιο διαβασμενα