19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018
Τι προβλέπει ο Νόμος 4554/2018 για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας

 

 

Δημοσιεύθηκε ο Ν. 4554/2018 του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, Αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, Επιτροπεία ασυνόδευτων ανηλίκων και άλλες διατάξεις». Με το προαναφερόμενο νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, εισάγονται ρυθμίσεις που αφορούν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας (άρ 5-8 Ν. 4554/2018).

Όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου 4554/2018, λόγω των παρεμβάσεων που έγιναν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ενισχύθηκε η αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία.[1]

Οι νέες ρυθμίσεις αποσκοπούν στην εξάλειψη του φαινομένου αυτού. Στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου διακηρύσσεται πως καθίσταται ανάγκη της κοινωνίας και αποτελεί στόχο για την επόμενη τριετία η υποχώρηση της αδήλωτης εργασίας στους κλάδους υψηλής παραβατικότητας κάτω από 10% και ο συνολικός περιορισμός της στο 4%. Τα προαναφερόμενα ποσοστά δεν είναι τυχαία. Βάσει των ελέγχων που διενεργήθηκαν από το Σ.ΕΠ.Ε (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας)[2] κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/8/2017, σε κλάδους που εκ των προτέρων είναι γνωστό ότι εμφανίζουν υψηλή παραβατικότητα και γίνονται στοχευμένοι έλεγχοι το ποσοστό αδήλωτων εργαζομένων σε σχέση με το σύνολο των εργαζομένων ανέρχεται σε ποσοστό 12,48%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας ανέρχεται σε 5,95%.

Προκειμένου να επιτευχθούν οι ως άνω στόχοι, οι νέες ρυθμίσεις εισάγουν μια νέα αρχιτεκτονική στα πρόστιμα που επιβάλλονται από το Σ.ΕΠ.Ε στους εργοδότες που απασχολούν αδήλωτους εργαζομένους, δίδοντας κίνητρα για την κανονικοποίηση της αγοράς εργασίας και αποβλέποντας στην προστασία των εργαζομένων και τη δημιουργία νέων θέσεων ασφαλισμένης εργασίας.

Καταρχάς, το πρόστιμο που επιβάλλεται στον εργοδότη για τη µη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον πρώτο και την οποία διαπιστώνει Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του ΕΦΚΑ, ανέρχεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα και χωρίς προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων (άρ. 5 παρ. 1 Ν. 4554/2028).

Ισόποσο πρόστιμο επιβάλλεται στον εργοδότη, σε περίπτωση που Ειδικός Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ή Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία διαπιστώσει, κατά τη διερεύνηση των αιτιών εργατικού ατυχήματος, τη µη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον πρώτο (άρ.5 παρ. 2 Ν. 4554/2018).

Οι νέες ρυθμίσεις προβλέπουν, επίσης, την αύξηση του προαναφερόμενου προστίμου σε περιπτώσεις υποτροπής. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που διαπιστώνεται νέα παράβαση του ίδιου εργοδότη εντός τριών (3) ετών από τον πρώτο έλεγχο, το προαναφερόμενο πρόστιμο ανά εργαζόμενο, επιβάλλεται προσαυξημένο ως εξής: α) κατά 100% για την πρώτη μετά την αρχική παράβαση και β) κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση από αυτήν της περίπτωσης α΄, που διαπιστώνεται σε έλεγχο διενεργούμενο σε διαφορετική ημερομηνία (άρ. 5 παρ. 3 Ν. 4554/2018).

Για το σύνολο των ως άνω παραβάσεων εισάγεται μαχητό τεκμήριο, βάσει του οποίου σε κάθε σχέση εργασίας που δεν έχει δηλωθεί θεωρείται ότι διήρκησε τρεις (3) μήνες, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν διαφορετικά.

Ωστόσο, οι νέες ρυθμίσεις προβλέπουν δικαίωμα έκπτωσης για το προαναφερόμενο πρόστιμο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του νέου νόμου.

Συγκεκριμένα ορίζεται ότι: αν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν ως αδήλωτοι µε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, το πρόστιμο των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ μειώνεται ως εξής: α) στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης µε σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) μηνών, β) στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης µε σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον έξι (6) μηνών, και γ) στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης µε σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) έτους (άρ. 6 παρ. 1 Ν. 4554/2018).

Ορίζεται, επιπλέον, ότι στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, όπως αυτές ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1545/1985 (Α΄ 91), εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης των προαναφερθεισών α’ και β’ περιπτώσεων, ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε κατάτμηση της σύμβασης ορισμένου χρόνου κατά την περίοδο λειτουργίας στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος και κατά την επόμενη περίοδο λειτουργίας (αρ. 6 παρ. 2 Ν. 4554/2018).

Προκειμένου να παρασχεθεί το δικαίωμα έκπτωσης στον εργοδότη, ο τελευταίος οφείλει να αποδεχθεί το πρόστιμο και παραιτηθεί από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων (αρ. 6 παρ. 6 εδ. α΄ Ν. 4554/2018). Ωστόσο, δικαίωμα έκπτωσης δεν παρέχεται, όταν ο εργοδότης είναι υπότροπος, βάσει όσων έχουν εκτεθεί παραπάνω (αρ 6 παρ. 6 εδ. β΄ του Ν. 4554/2018).

Επιπροσθέτως, προβλέπεται ότι ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ' όλη τη διάρκεια των περιόδων της παραγράφου 1 του άρθρου 6, καθώς σε περίπτωση μείωσης του προσωπικού, βεβαιώνεται σε βάρος του εργοδότη για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων, το υπολειπόμενο του αρχικού προστίμου ποσό. Ωστόσο, δεν συνιστά μείωση κάθε απομάκρυνση εργαζομένου από τη θέση εργασίας. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4, ως μείωση του προσωπικού, ορίζεται α) η μείωση του αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης σε αριθμό µμικρότερο από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνταν κατά την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου, προσαυξημένο κατά τον αριθμό των εργαζομένων που προσέλαβε ο εργοδότης, προκειμένου να τύχει της έκπτωσης, β) η αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησης των εργαζομένων από πλήρη σε μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, γ) η θέση εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, δ) η εθελουσία έξοδος που γίνεται µε πρωτοβουλία του εργοδότη, µέσω προγραμμάτων παροχής κινήτρων εθελούσιας εξόδου, και ε) η οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου. Αν μειωθεί το προσωπικό, σύμφωνα µε τις περιπτώσεις α΄, δ΄ και ε΄, ο εργοδότης υποχρεούται, εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που επήλθε η μείωση, να προβεί σε νέα πρόσληψη µε τους ίδιους όρους εργασίας, ώστε να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.

Αντιθέτως, δεν εμπίπτει στην έννοια της μείωσης: α) η συνταξιοδότηση εργαζομένου, β) η λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου που είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία του ελέγχου, λόγω παρόδου της συμφωνηθείσας διάρκειας, γ) η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερα από την υποβολή μήνυσης του εργοδότη κατά εργαζομένου για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά την άσκηση της εργασίας του, δ) η φυλάκιση και ο θάνατος εργαζομένου, και ε) η αδυναμία ανανέωσης της άδειας διαμονής και πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλοδαπού εργαζομένου (αρ.6 παρ. 5 Ν. 4554/2018).

Η ισχύς προαναφερόμενων ρυθμίσεων και εν γένει των άρθρων 5 έως 7 του νέου νόμου πρόκειται να αρχίσει από την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία θα ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, η διαδικασία για την παροχή του δικαιώματος έκπτωσης, η προθεσμία για την εκπρόθεσμη καταβολή του μειωμένου προστίμου σε περίπτωση χορήγησης έκπτωσης, ο τρόπος και η διαδικασία ελέγχου τήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης της έκπτωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων των άρθρων 5 έως 7 του νέου νόμου (άρ 8 παρ. 1 και Ν. 4554/2018).

 

[1] Διευκρινίζεται και βάσει της αιτιολογικής έκθεσης ότι οι έννοιες αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία ταυτίζονται, μολονότι μια ασφαλισμένη τυπικά εργασία μπορεί να μην είναι ορθά ή απολύτως ασφαλισμένη, όπως -ενδεικτικά- αν είναι υπαμειβόμενη σε σχέση με το ύψος του νόμιμου μισθού ή τον πραγματικό χρόνο εργασίας.

[2] Το Σ.ΕΠ.Ε. αποτελεί ελεγκτικό μηχανισμό με κύριο έργο τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, η οποία εξασφαλίζεται με τη συχνή παρουσία των Επιθεωρητών Εργασίας στους χώρους εργασίας. Οι έλεγχοι αφορούν την αδήλωτη εργασία και την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, τους όρους εργασίας (χρονικά όρια, αμοιβή), τη νομιμότητα της απασχόλησης, την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων. Οι έλεγχοι αυτοί είναι κυρίως δειγματοληπτικοί σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας αλλά και στοχευμένοι σε κλάδους που με βάση όλες τις μέχρι σήμερα ενδείξεις παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας.

Τι προβλέπει ο Νόμος 4554/2018 για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας

 

 

Δημοσιεύθηκε ο Ν. 4554/2018 του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, Αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, Επιτροπεία ασυνόδευτων ανηλίκων και άλλες διατάξεις». Με το προαναφερόμενο νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, εισάγονται ρυθμίσεις που αφορούν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας (άρ 5-8 Ν. 4554/2018).

Όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου 4554/2018, λόγω των παρεμβάσεων που έγιναν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ενισχύθηκε η αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία.[1]

Οι νέες ρυθμίσεις αποσκοπούν στην εξάλειψη του φαινομένου αυτού. Στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου νόμου διακηρύσσεται πως καθίσταται ανάγκη της κοινωνίας και αποτελεί στόχο για την επόμενη τριετία η υποχώρηση της αδήλωτης εργασίας στους κλάδους υψηλής παραβατικότητας κάτω από 10% και ο συνολικός περιορισμός της στο 4%. Τα προαναφερόμενα ποσοστά δεν είναι τυχαία. Βάσει των ελέγχων που διενεργήθηκαν από το Σ.ΕΠ.Ε (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας)[2] κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/8/2017, σε κλάδους που εκ των προτέρων είναι γνωστό ότι εμφανίζουν υψηλή παραβατικότητα και γίνονται στοχευμένοι έλεγχοι το ποσοστό αδήλωτων εργαζομένων σε σχέση με το σύνολο των εργαζομένων ανέρχεται σε ποσοστό 12,48%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας ανέρχεται σε 5,95%.

Προκειμένου να επιτευχθούν οι ως άνω στόχοι, οι νέες ρυθμίσεις εισάγουν μια νέα αρχιτεκτονική στα πρόστιμα που επιβάλλονται από το Σ.ΕΠ.Ε στους εργοδότες που απασχολούν αδήλωτους εργαζομένους, δίδοντας κίνητρα για την κανονικοποίηση της αγοράς εργασίας και αποβλέποντας στην προστασία των εργαζομένων και τη δημιουργία νέων θέσεων ασφαλισμένης εργασίας.

Καταρχάς, το πρόστιμο που επιβάλλεται στον εργοδότη για τη µη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον πρώτο και την οποία διαπιστώνει Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του ΕΦΚΑ, ανέρχεται στο ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα και χωρίς προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων (άρ. 5 παρ. 1 Ν. 4554/2028).

Ισόποσο πρόστιμο επιβάλλεται στον εργοδότη, σε περίπτωση που Ειδικός Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία ή Επιθεωρητής Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία διαπιστώσει, κατά τη διερεύνηση των αιτιών εργατικού ατυχήματος, τη µη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον πρώτο (άρ.5 παρ. 2 Ν. 4554/2018).

Οι νέες ρυθμίσεις προβλέπουν, επίσης, την αύξηση του προαναφερόμενου προστίμου σε περιπτώσεις υποτροπής. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που διαπιστώνεται νέα παράβαση του ίδιου εργοδότη εντός τριών (3) ετών από τον πρώτο έλεγχο, το προαναφερόμενο πρόστιμο ανά εργαζόμενο, επιβάλλεται προσαυξημένο ως εξής: α) κατά 100% για την πρώτη μετά την αρχική παράβαση και β) κατά 200% για κάθε μεταγενέστερη παράβαση από αυτήν της περίπτωσης α΄, που διαπιστώνεται σε έλεγχο διενεργούμενο σε διαφορετική ημερομηνία (άρ. 5 παρ. 3 Ν. 4554/2018).

Για το σύνολο των ως άνω παραβάσεων εισάγεται μαχητό τεκμήριο, βάσει του οποίου σε κάθε σχέση εργασίας που δεν έχει δηλωθεί θεωρείται ότι διήρκησε τρεις (3) μήνες, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν διαφορετικά.

Ωστόσο, οι νέες ρυθμίσεις προβλέπουν δικαίωμα έκπτωσης για το προαναφερόμενο πρόστιμο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του νέου νόμου.

Συγκεκριμένα ορίζεται ότι: αν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν ως αδήλωτοι µε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, το πρόστιμο των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ μειώνεται ως εξής: α) στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης µε σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) μηνών, β) στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης µε σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον έξι (6) μηνών, και γ) στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης µε σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) έτους (άρ. 6 παρ. 1 Ν. 4554/2018).

Ορίζεται, επιπλέον, ότι στις περιπτώσεις εποχικών εργασιών, όπως αυτές ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1545/1985 (Α΄ 91), εφόσον ο χρόνος λειτουργίας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν επαρκεί για τη συμπλήρωση του ελάχιστα απαιτούμενου χρόνου απασχόλησης των προαναφερθεισών α’ και β’ περιπτώσεων, ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε κατάτμηση της σύμβασης ορισμένου χρόνου κατά την περίοδο λειτουργίας στην οποία διενεργήθηκε ο έλεγχος και κατά την επόμενη περίοδο λειτουργίας (αρ. 6 παρ. 2 Ν. 4554/2018).

Προκειμένου να παρασχεθεί το δικαίωμα έκπτωσης στον εργοδότη, ο τελευταίος οφείλει να αποδεχθεί το πρόστιμο και παραιτηθεί από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων (αρ. 6 παρ. 6 εδ. α΄ Ν. 4554/2018). Ωστόσο, δικαίωμα έκπτωσης δεν παρέχεται, όταν ο εργοδότης είναι υπότροπος, βάσει όσων έχουν εκτεθεί παραπάνω (αρ 6 παρ. 6 εδ. β΄ του Ν. 4554/2018).

Επιπροσθέτως, προβλέπεται ότι ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να προβεί σε μείωση του προσωπικού από την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου και καθ' όλη τη διάρκεια των περιόδων της παραγράφου 1 του άρθρου 6, καθώς σε περίπτωση μείωσης του προσωπικού, βεβαιώνεται σε βάρος του εργοδότη για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων, το υπολειπόμενο του αρχικού προστίμου ποσό. Ωστόσο, δεν συνιστά μείωση κάθε απομάκρυνση εργαζομένου από τη θέση εργασίας. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4, ως μείωση του προσωπικού, ορίζεται α) η μείωση του αριθμού των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης σε αριθμό µμικρότερο από τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνταν κατά την ημερομηνία και ώρα του ελέγχου, προσαυξημένο κατά τον αριθμό των εργαζομένων που προσέλαβε ο εργοδότης, προκειμένου να τύχει της έκπτωσης, β) η αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησης των εργαζομένων από πλήρη σε μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, γ) η θέση εργαζομένων σε διαθεσιμότητα, δ) η εθελουσία έξοδος που γίνεται µε πρωτοβουλία του εργοδότη, µέσω προγραμμάτων παροχής κινήτρων εθελούσιας εξόδου, και ε) η οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου. Αν μειωθεί το προσωπικό, σύμφωνα µε τις περιπτώσεις α΄, δ΄ και ε΄, ο εργοδότης υποχρεούται, εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που επήλθε η μείωση, να προβεί σε νέα πρόσληψη µε τους ίδιους όρους εργασίας, ώστε να διατηρηθεί σταθερός ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.

Αντιθέτως, δεν εμπίπτει στην έννοια της μείωσης: α) η συνταξιοδότηση εργαζομένου, β) η λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου που είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία του ελέγχου, λόγω παρόδου της συμφωνηθείσας διάρκειας, γ) η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερα από την υποβολή μήνυσης του εργοδότη κατά εργαζομένου για αξιόποινη πράξη που τέλεσε κατά την άσκηση της εργασίας του, δ) η φυλάκιση και ο θάνατος εργαζομένου, και ε) η αδυναμία ανανέωσης της άδειας διαμονής και πρόσβασης στην αγορά εργασίας αλλοδαπού εργαζομένου (αρ.6 παρ. 5 Ν. 4554/2018).

Η ισχύς προαναφερόμενων ρυθμίσεων και εν γένει των άρθρων 5 έως 7 του νέου νόμου πρόκειται να αρχίσει από την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία θα ρυθμίζεται η διαδικασία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, η διαδικασία για την παροχή του δικαιώματος έκπτωσης, η προθεσμία για την εκπρόθεσμη καταβολή του μειωμένου προστίμου σε περίπτωση χορήγησης έκπτωσης, ο τρόπος και η διαδικασία ελέγχου τήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης της έκπτωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων των άρθρων 5 έως 7 του νέου νόμου (άρ 8 παρ. 1 και Ν. 4554/2018).

 

[1] Διευκρινίζεται και βάσει της αιτιολογικής έκθεσης ότι οι έννοιες αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία ταυτίζονται, μολονότι μια ασφαλισμένη τυπικά εργασία μπορεί να μην είναι ορθά ή απολύτως ασφαλισμένη, όπως -ενδεικτικά- αν είναι υπαμειβόμενη σε σχέση με το ύψος του νόμιμου μισθού ή τον πραγματικό χρόνο εργασίας.

[2] Το Σ.ΕΠ.Ε. αποτελεί ελεγκτικό μηχανισμό με κύριο έργο τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, η οποία εξασφαλίζεται με τη συχνή παρουσία των Επιθεωρητών Εργασίας στους χώρους εργασίας. Οι έλεγχοι αφορούν την αδήλωτη εργασία και την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, τους όρους εργασίας (χρονικά όρια, αμοιβή), τη νομιμότητα της απασχόλησης, την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων. Οι έλεγχοι αυτοί είναι κυρίως δειγματοληπτικοί σε όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας αλλά και στοχευμένοι σε κλάδους που με βάση όλες τις μέχρι σήμερα ενδείξεις παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας.

Τα πιο διαβασμενα