12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Χάνετε τη σύνταξή σας; Γιατί πρέπει να διεκδικήσετε ατομικά τα δικαιώματά σας.

 

Σε ανακοίνωση στην οποία προχώρησε το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων δηλώθηκε ότι οι συνταξιούχοι θα χάσουν έως τρεις συντάξεις το 2019, εξαιτίας της μείωσης κατά 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των κύριων καταβαλλόμενων συντάξεων, της μείωσης κατά 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των επικουρικών συντάξεων, της κατάργησης των οικογενειακών επιδομάτων (συζύγου και τέκνων) από όλες τις κύριες και επικουρικές συντάξεις, του «παγώματος» των αυξήσεων σε όλες τις συντάξεις μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 και, τέλος, της κατάργησης του ΕΚΑΣ για 280.000 χαμηλοσυνταξιούχους.

Με αφορμή αυτή την ανακοίνωση πρέπει να αναφερθούμε σε δύο αποφάσεις που αποτελούν σταθμό τόσο για το σύγχρονο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό δίκαιο, όσο και για την νομιμότητα των πολιτικών που υιοθετούνται στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της ελληνικής πολιτείας με τα μνημόνια συνεργασίας τα οποία υπογράφονται με τους εταίρους μας προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αριθμό 244/2017 και η υπ’ αρ. 2288/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την υπ’ αρ. 2288/2015 κρίθηκε ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η μείωση των συντάξεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα που επιβλήθηκε με το Ν. 4051/2012, καθώς και η μείωση που έλαβε χώρα με το Ν. 4093/2012. Οι εν λόγω μειώσεις επιβλήθηκαν σε όλους όσοι είχαν θεμελιώσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης πριν την έναρξη ισχύος των Ν.3863/2010 και 3865/2010 και το άσκησαν πριν από την 01/01/2015.

Αντίθετα, όσοι θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα μετά την 01/01/2015 ή ασκούν το θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα μετά την 01/01/2015, και συγκεκριμένα μετά από τις 13/05/2016 πλήττονται από τις μειώσεις που έλαβαν χώρα με το Ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου). Ωστόσο, και στην τελευταία περίπτωση επειδή ως βασική μηνιαία σύνταξη λήφθηκε αυτή που είχε διαμορφωθεί μετά από τις διαδοχικές μειώσεις των ετών 2010-2015, οι μειώσεις κατέλαβαν επί της ουσίας και όσους θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα μετά την 01/01/2015 ή ασκούν θεμελιωμένο δικαίωμα μετά την 01/01/2015, οπότε σε αυτούς δεν εφαρμόζονται μόνο οι τελευταίες μειώσεις.

Ωστόσο, ελπιδοφόρα εμφανίζεται η υπ’ αρ. 2288/2015 απόφαση της Ολομέλειας Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία έκρινε ότι η μείωση των συντάξεων που έλαβε χώρα με βάση τους Ν. 4051/2012 και 4093/2012 αντίκειται στο Σύνταγμα και εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.1 Ν.3900/2010.[1] Αφετηρία της απόφασης αποτελεί η οριοθέτηση της υποχρέωσης της παροχής κοινωνικής ασφάλισης από το κράτος. Το κράτος εκπληρώνοντας την υποχρέωσή του να παράσχει κοινωνική ασφάλιση δεν εξαντλείται στην ίδρυση δημοσίων φορέων, στην άσκηση εποπτείας επ’ αυτών και στον διορισμό διοικούντων. Επιπρόσθετα, το κράτος είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει και την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορών, κάνοντας ορθή χρήση και αξιοποίηση της περιουσίας του, με επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους. ακριβώς λόγω αυτής της υποχρέωσης του το κράτος δικαιούται να προβεί σε διαρθρωτικά μέτρα.

Ωστόσο, κατά την άσκηση της νομοθετικής του παρέμβασης οφείλει να σέβεται αρχικά την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα δηλαδή που λαμβάνει να είναι πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να σέβεται τον πυρήνα του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή να απομένει ένα ποσό καταβαλλόμενων που θα παρέχει στον πολίτη την ικανότητα να διαβιεί με αξιοπρέπεια όχι μόνο ως προς την φυσική του υπόσταση, αλλά και ως προς την κοινωνική του υπόσταση (σημαντική παράμετρος που πρέπει να υπολογίζει η πολιτεία πριν προβεί σε αυτές τις μειώσεις αποτελεί ο συνυπολογισμός  των φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη). Οι μειώσει όμως, πρέπει να στηρίζονται σε ειδικά εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη έρευνα και μελέτη, από την οποία πρέπει να προκύπτει ότι θα είναι πρόσφορα και αναγκαία τα μέτρα που θα ληφθούν για την διασφάλιση της βιωσιμότητας του φορέα κοινωνικής ασφάλισης.

Παρέκκλιση από αυτή τη βασική αρχή και τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η διαμόρφωση της νομοθετικής πολιτικής στο πεδίο του ασφαλιστικού δικαίου, επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει άμεση απειλή κατάρρευση της οικονομίας και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Σε αυτή την περίπτωση αρκεί η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη σοβαρού λόγου και υπό την προϋπόθεση ότι αυτά μέτρα δεν παρίστανται εντελώς απρόσφορα.

Με βάση αυτό το σκεπτικό κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι μειώσεις που έλαβαν χώρα με τους Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012. Η απόφαση της Ολομέλειας όμως, κάνοντας εφαρμογή του άρθρου 50 π.δ. 18/1989, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του Ν. 4274/2014[2] προσδιόρισε ότι τα αποτελέσματα της απόφασης που ακυρώνει την ατομική πράξη δεν επέρχονται αναδρομικά από την στιγμή που ξεκίνησε η ισχύς της πράξης για όλους, αλλά μόνο για αυτούς που έχουν ήδη προσφύγει με την παρούσα αγωγή. Για οποιονδήποτε άλλο ενάγει το Ελληνικό Δημόσιο μετά την δημοσίευση της απόφασης απαιτώντας αυτό να καταβάλει το ποσό που παράνομα μειώθηκε από την σύνταξή του, η αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Σε αυτόν τον περιορισμό το Συμβούλιο της Επικράτειας προχώρησε έτσι ώστε να διατηρηθεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της ικανοποίησης των συμφερόντων των διοικουμένων, ενόψει και της ταμειακής δυσχέρειας.

Ωστόσο, τα ατοπήματα σε αυτό το συμπέρασμα είναι τρία. Αφενός με αυτήν του την παραδοχή το Συμβούλιο της Επικρατείας επέκτεινε κατ’ ουσία τα αποτελέσματα της απόφασης και σε ενδιαφερόμενους που δεν συμμετείχαν στην δίκη, με αποτέλεσμα αυτοί να στερούνται την δυνατότητα να αναζητήσουν το ποσό που αντισυνταγματικά μειώθηκε για το διάστημα πριν από την δημοσίευση της απόφασης, αλλά μόνο μετά από αυτήν. Αυτή η ερμηνεία αντίκειται καταφανώς στο σκοπό και τη λειτουργία τόσο του άρθρου 50 π.δ. 18/1989 που εφαρμόζεται και στην πρότυπη δίκη, όσο και στο σκοπό και στη λειτουργία της πρότυπης δίκης. Αφετέρου το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν δέχθηκε ότι η επίκληση της ταμειακής ανάγκης και του δημοσίου συμφέροντος αποτελεί ικανή αιτιολογία για τις μειώσεις των συντάξεων, χαρακτηρίζοντας έτσι, αυτές ως αντισυνταγματικές, χρησιμοποίησε την ταμειακή ανάγκη και το δημόσιο συμφέρον για να περιορίσει τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας μόνο για το μέλλον. Ίσως υφέρπει η σκέψη ότι η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας πρέπει να γίνεται με βάση αυστηρότερα κριτήρια, αλλά ο περιορισμός αυτής μπορεί να γίνει με επιεικέστερα κριτήρια. Τέλος, με την επέκταση του αποτελέσματος  της απόφασης και σε πρόσωπα εκτός αυτών που έχουν καταστεί διάδικοι αποκτά λειτουργία συνταγματικού δικαστηρίου, ενός δικαστηρίου δηλαδή που έχει αρμοδιότητα να κηρύξει έναντι πάντων την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου (για τα πρακτικά αποτελέσματα αυτής της διακήρυξης του Συμβουλίου Επικρατείας, δείτε την επόμενη παράγραφο). Στην ελληνική έννομη τάξη τέτοια αρμοδιότητα έχει μόνο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο(ΑΕΔ) και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Αντίθετα, κάθε άλλο δικαστήριο οποιαδήποτε δικαιοδοσίας, βαθμού και τοπικής αρμοδιότητας μπορεί να εξετάσει την συνταγματικότητα ενός νόμου και να τον εφαρμόσει ή να μην τον εφαρμόσει αν τον κρίνει αντισυνταγματικό αποκλειστικά στην συγκεκριμένη περίπτωση που έχει ενώπιόν του.

Γι’ αυτό άλλωστε, κάθε ένας από τους δικαιούχους καταβολής συνταξιοδοτικών παροχών οφείλει να προσφύγει ενώπιον είτε των διοικητικών πρωτοδικείων είτε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιδιώκοντας αφενός τα ποσά που στερήθηκε από την επιβολή των παραπάνω αντισυνταγματικών μειώσεων και αφετέρου επιδιώκοντας αποκατάσταση της σύνταξής του για το μέλλον. Η απόφαση δηλαδή δεν επιδρά στην νομική κατάσταση κανενός άλλου, αλλά ο καθένας οφείλει να ασκήσει ατομική προσφυγή και αγωγή. Καθώς το ζήτημα που ανακύπτει αφορά ένα μεγάλο αριθμό προσώπων, ένας τρόπος μείωσης των εξόδων για την διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα είναι η προσφυγή περισσότερων προσώπων από κοινού σύμφωνα με όσα ορίζονται στους κανόνες για την ομοδικία στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας(ΚΔΔ). Με βάση όμως την παραπάνω απόφαση, μπορεί να διεκδικηθεί ο,τιδήποτε στερήθηκε ο διοικούμενος μόνο από το 2015 και μετά, όχι για προγενέστερο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν η μείωση επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε από το 2012.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αριθμό 244/2017, η οποία έκρινε ότι η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων που επιβάλλεται στους συνταξιούχους του Δημοσίου Τομέα και των ειδικών μισθολογίων είναι αντισυνταγματική. Δηλαδή, το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική όχι μόνο την επιβολή της Εισφοράς Αλληλεγγύης αλλά  και κάθε περαιτέρω αύξηση που σημειώθηκε σε αυτήν με τους νόμους 3863/2010, 3896/2011, και  4002/2011. Ωστόσο και το Ελεγκτικό Συνέδριο περιόρισε την αντισυνταγματικότητα μόνο στο μέλλον, ενώ αναδρομικά θεώρησε ότι επέρχονται τα αποτελέσματά της μόνο σε περίπτωση που ο υπόχρεος έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη. Για την παραπάνω απόφαση ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω και για την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 2288/2017.

Για οποιαδήποτε απορία ή περαιτέρω πληροφορία σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και νομική προστασία για οποιονδήποτε αντιμετωπίζει παρόμοια θέματα, η NEWLAW είναι στη διάθεσή σας -Τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501, 2310 261 502.

 

 

[1] Άρθρο 1 :

«1.Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου εν− διαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.

Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.

Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής….»

[2] Άρθρο 50:

«1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακύρωσης απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργηση της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε για ατομική πράξη.

2.Η απόρριψη της αίτησης δεν αποκλείει την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου κατά της ίδιας πράξης από άλλον που έχει το δικαίωμα αυτό.

3.Στις περιπτώσεις παραλείψεων όταν το Συμβούλιο δέχεται την αίτηση παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή για να εκτελέσει την οφειλόμενη ενέργεια. Σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης που στρέφεται κατά διοικητικής πράξης, το δικαστήριο σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά τον χρόνο εφαρμογής της, ιδίως υπέρ των καλόπιστων διοικούμενων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακύρωσης ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου της έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης.

4.Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από την δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.

5.Οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτηση που κρίθηκε από το Συμβούλιο.»

Χάνετε τη σύνταξή σας; Γιατί πρέπει να διεκδικήσετε ατομικά τα δικαιώματά σας.

 

Σε ανακοίνωση στην οποία προχώρησε το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων δηλώθηκε ότι οι συνταξιούχοι θα χάσουν έως τρεις συντάξεις το 2019, εξαιτίας της μείωσης κατά 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των κύριων καταβαλλόμενων συντάξεων, της μείωσης κατά 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των επικουρικών συντάξεων, της κατάργησης των οικογενειακών επιδομάτων (συζύγου και τέκνων) από όλες τις κύριες και επικουρικές συντάξεις, του «παγώματος» των αυξήσεων σε όλες τις συντάξεις μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 και, τέλος, της κατάργησης του ΕΚΑΣ για 280.000 χαμηλοσυνταξιούχους.

Με αφορμή αυτή την ανακοίνωση πρέπει να αναφερθούμε σε δύο αποφάσεις που αποτελούν σταθμό τόσο για το σύγχρονο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό δίκαιο, όσο και για την νομιμότητα των πολιτικών που υιοθετούνται στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της ελληνικής πολιτείας με τα μνημόνια συνεργασίας τα οποία υπογράφονται με τους εταίρους μας προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αριθμό 244/2017 και η υπ’ αρ. 2288/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την υπ’ αρ. 2288/2015 κρίθηκε ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η μείωση των συντάξεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα που επιβλήθηκε με το Ν. 4051/2012, καθώς και η μείωση που έλαβε χώρα με το Ν. 4093/2012. Οι εν λόγω μειώσεις επιβλήθηκαν σε όλους όσοι είχαν θεμελιώσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης πριν την έναρξη ισχύος των Ν.3863/2010 και 3865/2010 και το άσκησαν πριν από την 01/01/2015.

Αντίθετα, όσοι θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα μετά την 01/01/2015 ή ασκούν το θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα μετά την 01/01/2015, και συγκεκριμένα μετά από τις 13/05/2016 πλήττονται από τις μειώσεις που έλαβαν χώρα με το Ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου). Ωστόσο, και στην τελευταία περίπτωση επειδή ως βασική μηνιαία σύνταξη λήφθηκε αυτή που είχε διαμορφωθεί μετά από τις διαδοχικές μειώσεις των ετών 2010-2015, οι μειώσεις κατέλαβαν επί της ουσίας και όσους θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα μετά την 01/01/2015 ή ασκούν θεμελιωμένο δικαίωμα μετά την 01/01/2015, οπότε σε αυτούς δεν εφαρμόζονται μόνο οι τελευταίες μειώσεις.

Ωστόσο, ελπιδοφόρα εμφανίζεται η υπ’ αρ. 2288/2015 απόφαση της Ολομέλειας Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία έκρινε ότι η μείωση των συντάξεων που έλαβε χώρα με βάση τους Ν. 4051/2012 και 4093/2012 αντίκειται στο Σύνταγμα και εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.1 Ν.3900/2010.[1] Αφετηρία της απόφασης αποτελεί η οριοθέτηση της υποχρέωσης της παροχής κοινωνικής ασφάλισης από το κράτος. Το κράτος εκπληρώνοντας την υποχρέωσή του να παράσχει κοινωνική ασφάλιση δεν εξαντλείται στην ίδρυση δημοσίων φορέων, στην άσκηση εποπτείας επ’ αυτών και στον διορισμό διοικούντων. Επιπρόσθετα, το κράτος είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει και την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορών, κάνοντας ορθή χρήση και αξιοποίηση της περιουσίας του, με επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους. ακριβώς λόγω αυτής της υποχρέωσης του το κράτος δικαιούται να προβεί σε διαρθρωτικά μέτρα.

Ωστόσο, κατά την άσκηση της νομοθετικής του παρέμβασης οφείλει να σέβεται αρχικά την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα δηλαδή που λαμβάνει να είναι πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να σέβεται τον πυρήνα του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή να απομένει ένα ποσό καταβαλλόμενων που θα παρέχει στον πολίτη την ικανότητα να διαβιεί με αξιοπρέπεια όχι μόνο ως προς την φυσική του υπόσταση, αλλά και ως προς την κοινωνική του υπόσταση (σημαντική παράμετρος που πρέπει να υπολογίζει η πολιτεία πριν προβεί σε αυτές τις μειώσεις αποτελεί ο συνυπολογισμός  των φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη). Οι μειώσει όμως, πρέπει να στηρίζονται σε ειδικά εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη έρευνα και μελέτη, από την οποία πρέπει να προκύπτει ότι θα είναι πρόσφορα και αναγκαία τα μέτρα που θα ληφθούν για την διασφάλιση της βιωσιμότητας του φορέα κοινωνικής ασφάλισης.

Παρέκκλιση από αυτή τη βασική αρχή και τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η διαμόρφωση της νομοθετικής πολιτικής στο πεδίο του ασφαλιστικού δικαίου, επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει άμεση απειλή κατάρρευση της οικονομίας και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Σε αυτή την περίπτωση αρκεί η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη σοβαρού λόγου και υπό την προϋπόθεση ότι αυτά μέτρα δεν παρίστανται εντελώς απρόσφορα.

Με βάση αυτό το σκεπτικό κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι μειώσεις που έλαβαν χώρα με τους Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012. Η απόφαση της Ολομέλειας όμως, κάνοντας εφαρμογή του άρθρου 50 π.δ. 18/1989, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του Ν. 4274/2014[2] προσδιόρισε ότι τα αποτελέσματα της απόφασης που ακυρώνει την ατομική πράξη δεν επέρχονται αναδρομικά από την στιγμή που ξεκίνησε η ισχύς της πράξης για όλους, αλλά μόνο για αυτούς που έχουν ήδη προσφύγει με την παρούσα αγωγή. Για οποιονδήποτε άλλο ενάγει το Ελληνικό Δημόσιο μετά την δημοσίευση της απόφασης απαιτώντας αυτό να καταβάλει το ποσό που παράνομα μειώθηκε από την σύνταξή του, η αντισυνταγματικότητα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Σε αυτόν τον περιορισμό το Συμβούλιο της Επικράτειας προχώρησε έτσι ώστε να διατηρηθεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της ικανοποίησης των συμφερόντων των διοικουμένων, ενόψει και της ταμειακής δυσχέρειας.

Ωστόσο, τα ατοπήματα σε αυτό το συμπέρασμα είναι τρία. Αφενός με αυτήν του την παραδοχή το Συμβούλιο της Επικρατείας επέκτεινε κατ’ ουσία τα αποτελέσματα της απόφασης και σε ενδιαφερόμενους που δεν συμμετείχαν στην δίκη, με αποτέλεσμα αυτοί να στερούνται την δυνατότητα να αναζητήσουν το ποσό που αντισυνταγματικά μειώθηκε για το διάστημα πριν από την δημοσίευση της απόφασης, αλλά μόνο μετά από αυτήν. Αυτή η ερμηνεία αντίκειται καταφανώς στο σκοπό και τη λειτουργία τόσο του άρθρου 50 π.δ. 18/1989 που εφαρμόζεται και στην πρότυπη δίκη, όσο και στο σκοπό και στη λειτουργία της πρότυπης δίκης. Αφετέρου το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν δέχθηκε ότι η επίκληση της ταμειακής ανάγκης και του δημοσίου συμφέροντος αποτελεί ικανή αιτιολογία για τις μειώσεις των συντάξεων, χαρακτηρίζοντας έτσι, αυτές ως αντισυνταγματικές, χρησιμοποίησε την ταμειακή ανάγκη και το δημόσιο συμφέρον για να περιορίσει τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας μόνο για το μέλλον. Ίσως υφέρπει η σκέψη ότι η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας πρέπει να γίνεται με βάση αυστηρότερα κριτήρια, αλλά ο περιορισμός αυτής μπορεί να γίνει με επιεικέστερα κριτήρια. Τέλος, με την επέκταση του αποτελέσματος  της απόφασης και σε πρόσωπα εκτός αυτών που έχουν καταστεί διάδικοι αποκτά λειτουργία συνταγματικού δικαστηρίου, ενός δικαστηρίου δηλαδή που έχει αρμοδιότητα να κηρύξει έναντι πάντων την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου (για τα πρακτικά αποτελέσματα αυτής της διακήρυξης του Συμβουλίου Επικρατείας, δείτε την επόμενη παράγραφο). Στην ελληνική έννομη τάξη τέτοια αρμοδιότητα έχει μόνο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο(ΑΕΔ) και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Αντίθετα, κάθε άλλο δικαστήριο οποιαδήποτε δικαιοδοσίας, βαθμού και τοπικής αρμοδιότητας μπορεί να εξετάσει την συνταγματικότητα ενός νόμου και να τον εφαρμόσει ή να μην τον εφαρμόσει αν τον κρίνει αντισυνταγματικό αποκλειστικά στην συγκεκριμένη περίπτωση που έχει ενώπιόν του.

Γι’ αυτό άλλωστε, κάθε ένας από τους δικαιούχους καταβολής συνταξιοδοτικών παροχών οφείλει να προσφύγει ενώπιον είτε των διοικητικών πρωτοδικείων είτε ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιδιώκοντας αφενός τα ποσά που στερήθηκε από την επιβολή των παραπάνω αντισυνταγματικών μειώσεων και αφετέρου επιδιώκοντας αποκατάσταση της σύνταξής του για το μέλλον. Η απόφαση δηλαδή δεν επιδρά στην νομική κατάσταση κανενός άλλου, αλλά ο καθένας οφείλει να ασκήσει ατομική προσφυγή και αγωγή. Καθώς το ζήτημα που ανακύπτει αφορά ένα μεγάλο αριθμό προσώπων, ένας τρόπος μείωσης των εξόδων για την διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα είναι η προσφυγή περισσότερων προσώπων από κοινού σύμφωνα με όσα ορίζονται στους κανόνες για την ομοδικία στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας(ΚΔΔ). Με βάση όμως την παραπάνω απόφαση, μπορεί να διεκδικηθεί ο,τιδήποτε στερήθηκε ο διοικούμενος μόνο από το 2015 και μετά, όχι για προγενέστερο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν η μείωση επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε από το 2012.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αριθμό 244/2017, η οποία έκρινε ότι η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων που επιβάλλεται στους συνταξιούχους του Δημοσίου Τομέα και των ειδικών μισθολογίων είναι αντισυνταγματική. Δηλαδή, το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική όχι μόνο την επιβολή της Εισφοράς Αλληλεγγύης αλλά  και κάθε περαιτέρω αύξηση που σημειώθηκε σε αυτήν με τους νόμους 3863/2010, 3896/2011, και  4002/2011. Ωστόσο και το Ελεγκτικό Συνέδριο περιόρισε την αντισυνταγματικότητα μόνο στο μέλλον, ενώ αναδρομικά θεώρησε ότι επέρχονται τα αποτελέσματά της μόνο σε περίπτωση που ο υπόχρεος έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη. Για την παραπάνω απόφαση ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω και για την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 2288/2017.

Για οποιαδήποτε απορία ή περαιτέρω πληροφορία σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και νομική προστασία για οποιονδήποτε αντιμετωπίζει παρόμοια θέματα, η NEWLAW είναι στη διάθεσή σας -Τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501, 2310 261 502.

 

 

[1] Άρθρο 1 :

«1.Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου εν− διαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.

Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.

Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής….»

[2] Άρθρο 50:

«1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακύρωσης απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργηση της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε για ατομική πράξη.

2.Η απόρριψη της αίτησης δεν αποκλείει την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου κατά της ίδιας πράξης από άλλον που έχει το δικαίωμα αυτό.

3.Στις περιπτώσεις παραλείψεων όταν το Συμβούλιο δέχεται την αίτηση παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή για να εκτελέσει την οφειλόμενη ενέργεια. Σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης που στρέφεται κατά διοικητικής πράξης, το δικαστήριο σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά τον χρόνο εφαρμογής της, ιδίως υπέρ των καλόπιστων διοικούμενων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακύρωσης ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου της έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης.

4.Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από την δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.

5.Οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτηση που κρίθηκε από το Συμβούλιο.»

Τα πιο διαβασμενα