03 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017
Παραβίαση Προσωπικών Δεδομένων με Παράνομα Αποδεικτικά Μέσα; Τώρα Γίνεται.

 

Η υπ’ αρ. 1/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου χάραξε νέους δρόμους στην προσέγγιση του δυσχερούς και ακανθώδους ζητήματος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και του ζητήματος του περιορισμού αυτής μέσα από τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων για την επιτρεπτή παραβίασή τους.

Η απόφαση της Ολομέλειας χαιρετίζεται με εύνοια όχι λόγω του αποτελέσματος της, αλλά λόγω της αλλαγής της ματιάς της στο εν λόγω ζήτημα. Συγκεκριμένα, υπήρχε μέχρι πρότινος μια σχεδόν πάγια νομολογία σχετικά με την απαγόρευση χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων για την προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου και του απορρήτου της ιδιωτικής σφαίρας που επικυρώθηκε τόσο με την Ολομέλειά του 1/2001 όσο και με την μετέπειτα συνταγματική αναθεώρηση με την προσθήκη του άρθρου 9Α και την τροποποίηση του άρθρου 19. Η εν λόγω απόφαση διακρίνεται από τη διάθεση και την πρακτική στάθμισης των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, επιδιώκοντας να ανεύρει μια ουσιαστικότερη και ίσως δικαιότερη λύση.

Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που απασχόλησαν την Ολομέλεια και την οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση έχουν ως εξής:

Οι εναγόμενοι εργαζόντουσαν στην εταιρία της ενάγουσας που αντιπροσωπεύει μονοπωλιακά οίκους του εξωτερικού στον τομέα της ξυλείας στην ελληνική επικράτεια. Οι εναγόμενοι μέσω της επικοινωνίας που είχαν με τους ξένους οίκους και τις ανταγωνίστριες εταιρείες στην ελληνική επικράτεια οδήγησαν σε καταγγελία των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας της ενάγουσας με τους ξένους οίκους, οι οποίοι συμβλήθηκαν στη συνέχεια με την ανταγωνίστρια εταιρεία. Προκειμένου να αποδείξει την αθέμιτη πρακτική των εναγόμενων, ανασύνθεσε με ειδικούς εμπειρογνώμονες τα δεδομένα του σκληρού δίσκου της εταιρίας, στα οποία βρισκόντουσαν και τα δεδομένα της επικοινωνίας των εναγόμενων με την ανταγωνιστικής εταιρία. Να σημειωθεί ότι η επικοινωνία πραγματοποιούταν από τον προσωπικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των ανωτέρω.

Το εφετείο και το πρωτοδικείο θεώρησαν απαράδεκτα αυτά τα αποδεικτικά μέσα και δεν τα χρησιμοποίησαν για τον σχηματισμό της τελικής τους κρίσης.Τα επιχειρήματα που οδήγησαν την Πλήρη Ολομέλεια σε διαφορετική κρίση σε σχέση με την κρίση των δικαστηρίων ουσίας συνοψίζονται στα εξής:

Α) Κατ’ αρχάς εντάσσει την επικοινωνία που αφορά την μελλοντική επαγγελματική κατάσταση των εναγόμενων με την ανταγωνίστρια εταιρεία στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ.1 Συντάγματος.[1] Η εν λόγω διάταξη προστατεύει το απόρρητο κάθε επικοινωνίας από την παρακολούθηση τον έλεγχο και την αποτύπωση με οποιοδήποτε μέσο. Η έκταση της προστατευτικής ενέργειας της διάταξης αναφέρεται στην επικοινωνία σε οικειότητα όχι σε δημοσιότητα.

Ο Άρειος Πάγος όμως, ασχολείται και με την εξέταση ενός ζητήματος που πρώτη φορά αντιμετωπίζεται από τη νομολογία, τη χρονική διάρκεια της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας. Η απόφαση τάχθηκε υπέρ της περιοριστικής ερμηνείας που συνδέει την προστασία μόνο με το στάδιο της διεξαγωγής της επικοινωνίας και όχι σε προγενέστερα ή μεταγενέστερα  στάδια αυτής. Συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι η άρνηση του Δικαστηρίου να υπάγει στην προστασία του απορρήτου επικοινωνίας την παραπάνω περίπτωση, καθώς η αποτύπωση ή παρακολούθηση δεν έλαβε χώρα κατά την διενέργειά της επικοινωνίας, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο αυτής.

Β) Ωστόσο, η διαπίστωση του Αρείου Πάγου ότι δεν εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 Συντάγματος δεν εμποδίζει το Δικαστήριο από την εξέταση του ζητήματος της ένταξης της αποτυπωμένης στον σκληρό δίσκο επικοινωνίας στο απόρρητο του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων κατά τα άρθρα 9[2] και 9Α [3]Συντάγματος. Τα άρθρα αυτά προστατεύουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή από κάθε παρακολούθηση και έλεγχο. Η σφαίρα αυτή του απορρήτου, όπως δέχεται η απόφαση περιλαμβάνει την οικογενειακή ζωή, ζητήματα υγείας, ερωτικές σχέσεις καθώς και ζητήματα που συνάπτονται με την επαγγελματική ζωή (παρομοίως έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Έτσι, ακόμα και η αλληλογραφία που κρίθηκε στην συγκεκριμένη απόφαση και που αφορά την επικοινωνία των εναγόμενων με ανταγωνίστρια εταιρία καλύπτεται από την προστασία του απορρήτου των άρθρων 9 και 9Α Συντάγματος.

Αυτό που όμως διαφοροποιεί τα άρθρα 9 και 9Α από το άρθρο 19 Συντάγματος είναι ότι αυτά είναι επιδεκτικά σταθμίσεων και περιορισμών κατά την αντιπαραβολή τους και τη σύγκρουσή τους με άλλα δικαιώματα. Έτσι, ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να εξετάσει αν περιορίζεται το απόρρητο της προσωπικής και ιδιωτικής σφαίρας σε περίπτωση που  αφορά αθέμιτες πράξεις σε βάρος του ελευθέρου και ανόθευτου ανταγωνισμού.

Γ) Έτσι, στο τρίτο σκέλος του συλλογισμού του το Δικαστήριο προβαίνει σε στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων προκειμένου να αποφανθεί με ποιο τρόπο και τα δύο θα προστατευτούν στο μέτρο του δυνατού. Η στάθμιση λαμβάνει χώρα μέσω της ερμηνείας της διάταξης νόμου που θεμελιώνει τον περιορισμό της προστασίας της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, δηλαδή που επιτρέπει επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου τους (άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ.ε΄Ν.2472/1997).

Ξεκινά από την παραδοχή ότι στον εργασιακό χώρο οι εκφάνσεις του δικαιώματος της ιδιωτικότητας στο μέτρο που συνάπτονται με την άσκηση της εργασίας του προσώπου και την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων είναι επιδεκτικές ελέγχου. Με αυτή την αρχική βάση συνδέεται το πραγματικό γεγονός που τονίζει δύο φορές καθ’ όλη την ανάλυση των προκειμένων του συλλογισμού του για την πρακτική εναρμόνιση των δικαιωμάτων, το γεγονός δηλαδή ότι ανασύρθηκαν από τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή της εταιρία και από διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που τους είχε παραχωρήσει η εταιρία.

Όμως, όπως εκθέτει κατά την αναφορά των διαπιστωμένων και αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών από το Εφετείο η επικοινωνία διεξήχθηκε μέσω των προσωπικών διευθύνσεων των ηλεκτρονικών ταχυδρομείων των εργαζομένων που ανασύρθηκαν από τους σκληρούς δίσκους της εταιρίας.

Άρα, από αυτό  προκύπτει είτε ότι Δικαστήριο από παραδρομή ίσως θεμελίωσε την κρίση του στο ότι η επικοινωνία έλαβε χώρα μέσω εταιρικής ηλεκτρονικής ταχυδρομικής διεύθυνσης είτε ερμήνευσε διαφορετικά τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας (Εφετείο) τροποποιώντας κατά αυτόν τον τρόπο την βάση πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, εξουσία όμως που ως ακυρωτικό δικαστήριο δεν έχει.  Αυτή η διαφορά μεταξύ πραγματικών περιστατικών όπως αποδείχθηκαν από το Εφετείο και όπως χρησιμοποιήθηκαν από τον Άρειο Πάγο αν και μικρή δεν είναι και δεν πρέπει να είναι αδιάφορη, καθώς ακόμα και στις περιπτώσεις που  γίνεται δεκτός ο έλεγχος των εκφάνσεων της προσωπικής ζωής των εργαζομένων στον εργασιακό χώρο αυτός συνάπτεται με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Απαιτείται, δηλαδή λειτουργική και όχι απλά τοπική ή χρονική σύνδεση των δραστηριοτήτων που ελέγχονται με τον εργασιακό χώρο. Στην περίπτωση που η επικοινωνία έλαβε χώρα μέσω της διεύθυνσης προσωπικού ταχυδρομείου, η επεξεργασία μπορεί να λάβει χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους μόνο υπό τους όρους που εκτίθενται παρακάτω, και σε καμία περίπτωση όχι με βάση την εργασιακή σχέση.

Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι στην εν λόγω περίπτωση ακόμα και αν η ανταλλαγή έγινε μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον εταιρικό υπολογιστή, αυτό δεν νομιμοποιεί τον έλεγχο άνευ ετέρου από την εταιρία. Αντίθετα, όπως προκύπτει και από την Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 6/2008 που η ίδια η απόφαση επικαλείται, αν στον σκληρό δίσκο είναι αποθηκευμένη κάποιου είδους ανταπόκριση το απόρρητο των επικοινωνιών καλύπτει και αυτά τα στοιχεία, οπότε για την επεξεργασία απαιτείται κατά την γνώμη του Εισαγγελέα αίτηση για άρση υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων του νόμου 2225/1994.

Παραδεχόμενο το δικαστήριο ότι το απόρρητο της ιδιωτικής σφαίρας υπόκειται σε περιορισμούς δέχεται ότι είναι νόμιμοι και οι περιορισμοί που τίθενται από τον Ν.2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο οποίος προβλέπει και περιπτώσεις επεξεργασίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η συλλογή) δεδομένων χωρίς την συγκατάθεση των υποκειμένων που αφορούν τα δεδομένα. Δέχεται δηλαδή αφηρημένα ότι υπάρχουν περιπτώσεις που υπερισχύουν αλλότρια συμφέροντα. Το πότε όμως συμβαίνει αυτό αφήνεται στην σταθμιστική διαδικασία της δικαιοδοτικής λειτουργίας που θα εξειδικεύσει τις αόριστες έννοιες που αναφέρει ο νόμος στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄Ν. 2472/1997: «Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.»

Συνεχίζοντας το Δικαστήριο την εξειδίκευση της ύπαρξης του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος δεν αντιπαραβάλλει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και σφαίρας του απορρήτου μόνο το δικαίωμα έννομης προστασίας και το δικαίωμα απόδειξης, αφού επιδιώκεται η χρήση των αποδεικτικών μέσων ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου ώστε να αποδείξει την αθέμιτη πράξη των εναγόμενων και να αιτηθεί αποζημίωσης. Στην στάθμιση μαζί το δικαίωμα έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) συνυπολογίζεται από το δικαστήριο η ανάγκη προστασίας της οικονομικής ελευθερίας του ενάγοντος και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ωστόσο, τα δικαιώματα που βασικά συγκρούονται είναι αυτά της προσωπικής σφαίρας και της έννομης προστασίας. Όπως έχει άλλωστε υπογραμμιστεί και από δύο αποφάσεις της Αρχής Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων (υπ’ αρ. 9/2005 και 27/2009) είναι επιτρεπτή η χρήση συλλεγέντων χωρίς την συγκατάθεση του φορέα τους προσωπικών δεδομένων ενώπιον δικαστικής αρχής εφόσον δεν υπάρχει ηπιότερο μέσο για την διαφύλαξη και προάσπιση των δικαιωμάτων αυτού που τα επικαλείται. Όσο και αν η σκέψη και η συστηματική διάρθρωση του συλλογισμού του δικαστηρίου είναι ορθή, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς για το αν υπήρχε άλλο ηπιότερο μέσο ή αν δεν αναζητήθηκε καν από  την ενάγουσα εταιρία, παράμετρο που δεν φαίνεται να εξέτασε το Δικαστήριο.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου πέρα από τα ατοπήματα που παρατηρήθηκαν ανωτέρω κινείται προς μια ορθότερη κατεύθυνση σε σχέση με την πάγια και άκαμπτη προηγούμενη νομολογία. Ανέδειξε ότι το θεμελιώδες ερώτημα που ανακύπτει στην χρήση απόδεικτικών μέσων που αποτυπώνουν παράνομα προσωπικά δεδομένα δεν είναι το αν το άρθρο 19 παρ.3 Συντάγματος επιδέχεται εξαιρέσεις, αλλά ποιο είναι το ακριβές πεδίο εφαρμογής του.

Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες αυτής της μεθοδολογικής τοποθέτησης, αρκεί να αναλογιστεί ότι τόσο η αξιόποινη παραβίαση επικοινωνιών όσο και η παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υπόκεινται τόσο σε γενικού όσο και σε ειδικούς λόγους άρσης του άδικου χαρακτήρα τους, που σημαίνει ειδικότερα και κατά συνέπεια ότι τα αποδεικτικά μέσα που αποκτώνται μέσω αυτής της όχι πια παράνομης πράξης είναι νόμιμα και καθ’ όλα επιτρεπτά.

Για οποιαδήποτε απορία ή πρόβλημα αντιμετωπίζετε σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα επικοινωνήστε τώρα με τη NEWLAW προκειμένου να σας παρέχουμε άμεσα σύγχρονες συμβουλευτικές και νομικές υπηρεσίες μέσω των έμπειρων και ειδικά καταρτισμένων συνεργατών μας στα τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501, 2310 261 502.

 Για το πλήρες κείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δείτε Εδώ:

 

 

[1] Άρθρο 19 Συντ:

  1. Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
  2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.
  3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α.

[2] Άρθρο 9 Συντ.:

1.             H κατοικία του καθενός είναι άσυλο. H ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.

  1.  Οι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει.

[3] Άρθρο 9Α Συντ.:

Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.

Παραβίαση Προσωπικών Δεδομένων με Παράνομα Αποδεικτικά Μέσα; Τώρα Γίνεται.

 

Η υπ’ αρ. 1/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου χάραξε νέους δρόμους στην προσέγγιση του δυσχερούς και ακανθώδους ζητήματος της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και του ζητήματος του περιορισμού αυτής μέσα από τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων για την επιτρεπτή παραβίασή τους.

Η απόφαση της Ολομέλειας χαιρετίζεται με εύνοια όχι λόγω του αποτελέσματος της, αλλά λόγω της αλλαγής της ματιάς της στο εν λόγω ζήτημα. Συγκεκριμένα, υπήρχε μέχρι πρότινος μια σχεδόν πάγια νομολογία σχετικά με την απαγόρευση χρήσης αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων για την προστασία του επικοινωνιακού απορρήτου και του απορρήτου της ιδιωτικής σφαίρας που επικυρώθηκε τόσο με την Ολομέλειά του 1/2001 όσο και με την μετέπειτα συνταγματική αναθεώρηση με την προσθήκη του άρθρου 9Α και την τροποποίηση του άρθρου 19. Η εν λόγω απόφαση διακρίνεται από τη διάθεση και την πρακτική στάθμισης των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, επιδιώκοντας να ανεύρει μια ουσιαστικότερη και ίσως δικαιότερη λύση.

Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που απασχόλησαν την Ολομέλεια και την οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση έχουν ως εξής:

Οι εναγόμενοι εργαζόντουσαν στην εταιρία της ενάγουσας που αντιπροσωπεύει μονοπωλιακά οίκους του εξωτερικού στον τομέα της ξυλείας στην ελληνική επικράτεια. Οι εναγόμενοι μέσω της επικοινωνίας που είχαν με τους ξένους οίκους και τις ανταγωνίστριες εταιρείες στην ελληνική επικράτεια οδήγησαν σε καταγγελία των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας της ενάγουσας με τους ξένους οίκους, οι οποίοι συμβλήθηκαν στη συνέχεια με την ανταγωνίστρια εταιρεία. Προκειμένου να αποδείξει την αθέμιτη πρακτική των εναγόμενων, ανασύνθεσε με ειδικούς εμπειρογνώμονες τα δεδομένα του σκληρού δίσκου της εταιρίας, στα οποία βρισκόντουσαν και τα δεδομένα της επικοινωνίας των εναγόμενων με την ανταγωνιστικής εταιρία. Να σημειωθεί ότι η επικοινωνία πραγματοποιούταν από τον προσωπικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των ανωτέρω.

Το εφετείο και το πρωτοδικείο θεώρησαν απαράδεκτα αυτά τα αποδεικτικά μέσα και δεν τα χρησιμοποίησαν για τον σχηματισμό της τελικής τους κρίσης.Τα επιχειρήματα που οδήγησαν την Πλήρη Ολομέλεια σε διαφορετική κρίση σε σχέση με την κρίση των δικαστηρίων ουσίας συνοψίζονται στα εξής:

Α) Κατ’ αρχάς εντάσσει την επικοινωνία που αφορά την μελλοντική επαγγελματική κατάσταση των εναγόμενων με την ανταγωνίστρια εταιρεία στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ.1 Συντάγματος.[1] Η εν λόγω διάταξη προστατεύει το απόρρητο κάθε επικοινωνίας από την παρακολούθηση τον έλεγχο και την αποτύπωση με οποιοδήποτε μέσο. Η έκταση της προστατευτικής ενέργειας της διάταξης αναφέρεται στην επικοινωνία σε οικειότητα όχι σε δημοσιότητα.

Ο Άρειος Πάγος όμως, ασχολείται και με την εξέταση ενός ζητήματος που πρώτη φορά αντιμετωπίζεται από τη νομολογία, τη χρονική διάρκεια της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας. Η απόφαση τάχθηκε υπέρ της περιοριστικής ερμηνείας που συνδέει την προστασία μόνο με το στάδιο της διεξαγωγής της επικοινωνίας και όχι σε προγενέστερα ή μεταγενέστερα  στάδια αυτής. Συνέπεια αυτής της παραδοχής είναι η άρνηση του Δικαστηρίου να υπάγει στην προστασία του απορρήτου επικοινωνίας την παραπάνω περίπτωση, καθώς η αποτύπωση ή παρακολούθηση δεν έλαβε χώρα κατά την διενέργειά της επικοινωνίας, αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο αυτής.

Β) Ωστόσο, η διαπίστωση του Αρείου Πάγου ότι δεν εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 Συντάγματος δεν εμποδίζει το Δικαστήριο από την εξέταση του ζητήματος της ένταξης της αποτυπωμένης στον σκληρό δίσκο επικοινωνίας στο απόρρητο του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων κατά τα άρθρα 9[2] και 9Α [3]Συντάγματος. Τα άρθρα αυτά προστατεύουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή από κάθε παρακολούθηση και έλεγχο. Η σφαίρα αυτή του απορρήτου, όπως δέχεται η απόφαση περιλαμβάνει την οικογενειακή ζωή, ζητήματα υγείας, ερωτικές σχέσεις καθώς και ζητήματα που συνάπτονται με την επαγγελματική ζωή (παρομοίως έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Έτσι, ακόμα και η αλληλογραφία που κρίθηκε στην συγκεκριμένη απόφαση και που αφορά την επικοινωνία των εναγόμενων με ανταγωνίστρια εταιρία καλύπτεται από την προστασία του απορρήτου των άρθρων 9 και 9Α Συντάγματος.

Αυτό που όμως διαφοροποιεί τα άρθρα 9 και 9Α από το άρθρο 19 Συντάγματος είναι ότι αυτά είναι επιδεκτικά σταθμίσεων και περιορισμών κατά την αντιπαραβολή τους και τη σύγκρουσή τους με άλλα δικαιώματα. Έτσι, ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να εξετάσει αν περιορίζεται το απόρρητο της προσωπικής και ιδιωτικής σφαίρας σε περίπτωση που  αφορά αθέμιτες πράξεις σε βάρος του ελευθέρου και ανόθευτου ανταγωνισμού.

Γ) Έτσι, στο τρίτο σκέλος του συλλογισμού του το Δικαστήριο προβαίνει σε στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων προκειμένου να αποφανθεί με ποιο τρόπο και τα δύο θα προστατευτούν στο μέτρο του δυνατού. Η στάθμιση λαμβάνει χώρα μέσω της ερμηνείας της διάταξης νόμου που θεμελιώνει τον περιορισμό της προστασίας της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, δηλαδή που επιτρέπει επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου τους (άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ.ε΄Ν.2472/1997).

Ξεκινά από την παραδοχή ότι στον εργασιακό χώρο οι εκφάνσεις του δικαιώματος της ιδιωτικότητας στο μέτρο που συνάπτονται με την άσκηση της εργασίας του προσώπου και την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων είναι επιδεκτικές ελέγχου. Με αυτή την αρχική βάση συνδέεται το πραγματικό γεγονός που τονίζει δύο φορές καθ’ όλη την ανάλυση των προκειμένων του συλλογισμού του για την πρακτική εναρμόνιση των δικαιωμάτων, το γεγονός δηλαδή ότι ανασύρθηκαν από τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή της εταιρία και από διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που τους είχε παραχωρήσει η εταιρία.

Όμως, όπως εκθέτει κατά την αναφορά των διαπιστωμένων και αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών από το Εφετείο η επικοινωνία διεξήχθηκε μέσω των προσωπικών διευθύνσεων των ηλεκτρονικών ταχυδρομείων των εργαζομένων που ανασύρθηκαν από τους σκληρούς δίσκους της εταιρίας.

Άρα, από αυτό  προκύπτει είτε ότι Δικαστήριο από παραδρομή ίσως θεμελίωσε την κρίση του στο ότι η επικοινωνία έλαβε χώρα μέσω εταιρικής ηλεκτρονικής ταχυδρομικής διεύθυνσης είτε ερμήνευσε διαφορετικά τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας (Εφετείο) τροποποιώντας κατά αυτόν τον τρόπο την βάση πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, εξουσία όμως που ως ακυρωτικό δικαστήριο δεν έχει.  Αυτή η διαφορά μεταξύ πραγματικών περιστατικών όπως αποδείχθηκαν από το Εφετείο και όπως χρησιμοποιήθηκαν από τον Άρειο Πάγο αν και μικρή δεν είναι και δεν πρέπει να είναι αδιάφορη, καθώς ακόμα και στις περιπτώσεις που  γίνεται δεκτός ο έλεγχος των εκφάνσεων της προσωπικής ζωής των εργαζομένων στον εργασιακό χώρο αυτός συνάπτεται με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Απαιτείται, δηλαδή λειτουργική και όχι απλά τοπική ή χρονική σύνδεση των δραστηριοτήτων που ελέγχονται με τον εργασιακό χώρο. Στην περίπτωση που η επικοινωνία έλαβε χώρα μέσω της διεύθυνσης προσωπικού ταχυδρομείου, η επεξεργασία μπορεί να λάβει χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους μόνο υπό τους όρους που εκτίθενται παρακάτω, και σε καμία περίπτωση όχι με βάση την εργασιακή σχέση.

Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι στην εν λόγω περίπτωση ακόμα και αν η ανταλλαγή έγινε μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον εταιρικό υπολογιστή, αυτό δεν νομιμοποιεί τον έλεγχο άνευ ετέρου από την εταιρία. Αντίθετα, όπως προκύπτει και από την Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 6/2008 που η ίδια η απόφαση επικαλείται, αν στον σκληρό δίσκο είναι αποθηκευμένη κάποιου είδους ανταπόκριση το απόρρητο των επικοινωνιών καλύπτει και αυτά τα στοιχεία, οπότε για την επεξεργασία απαιτείται κατά την γνώμη του Εισαγγελέα αίτηση για άρση υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων του νόμου 2225/1994.

Παραδεχόμενο το δικαστήριο ότι το απόρρητο της ιδιωτικής σφαίρας υπόκειται σε περιορισμούς δέχεται ότι είναι νόμιμοι και οι περιορισμοί που τίθενται από τον Ν.2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο οποίος προβλέπει και περιπτώσεις επεξεργασίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η συλλογή) δεδομένων χωρίς την συγκατάθεση των υποκειμένων που αφορούν τα δεδομένα. Δέχεται δηλαδή αφηρημένα ότι υπάρχουν περιπτώσεις που υπερισχύουν αλλότρια συμφέροντα. Το πότε όμως συμβαίνει αυτό αφήνεται στην σταθμιστική διαδικασία της δικαιοδοτικής λειτουργίας που θα εξειδικεύσει τις αόριστες έννοιες που αναφέρει ο νόμος στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄Ν. 2472/1997: «Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.»

Συνεχίζοντας το Δικαστήριο την εξειδίκευση της ύπαρξης του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος δεν αντιπαραβάλλει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και σφαίρας του απορρήτου μόνο το δικαίωμα έννομης προστασίας και το δικαίωμα απόδειξης, αφού επιδιώκεται η χρήση των αποδεικτικών μέσων ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου ώστε να αποδείξει την αθέμιτη πράξη των εναγόμενων και να αιτηθεί αποζημίωσης. Στην στάθμιση μαζί το δικαίωμα έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) συνυπολογίζεται από το δικαστήριο η ανάγκη προστασίας της οικονομικής ελευθερίας του ενάγοντος και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ωστόσο, τα δικαιώματα που βασικά συγκρούονται είναι αυτά της προσωπικής σφαίρας και της έννομης προστασίας. Όπως έχει άλλωστε υπογραμμιστεί και από δύο αποφάσεις της Αρχής Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων (υπ’ αρ. 9/2005 και 27/2009) είναι επιτρεπτή η χρήση συλλεγέντων χωρίς την συγκατάθεση του φορέα τους προσωπικών δεδομένων ενώπιον δικαστικής αρχής εφόσον δεν υπάρχει ηπιότερο μέσο για την διαφύλαξη και προάσπιση των δικαιωμάτων αυτού που τα επικαλείται. Όσο και αν η σκέψη και η συστηματική διάρθρωση του συλλογισμού του δικαστηρίου είναι ορθή, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς για το αν υπήρχε άλλο ηπιότερο μέσο ή αν δεν αναζητήθηκε καν από  την ενάγουσα εταιρία, παράμετρο που δεν φαίνεται να εξέτασε το Δικαστήριο.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου πέρα από τα ατοπήματα που παρατηρήθηκαν ανωτέρω κινείται προς μια ορθότερη κατεύθυνση σε σχέση με την πάγια και άκαμπτη προηγούμενη νομολογία. Ανέδειξε ότι το θεμελιώδες ερώτημα που ανακύπτει στην χρήση απόδεικτικών μέσων που αποτυπώνουν παράνομα προσωπικά δεδομένα δεν είναι το αν το άρθρο 19 παρ.3 Συντάγματος επιδέχεται εξαιρέσεις, αλλά ποιο είναι το ακριβές πεδίο εφαρμογής του.

Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες αυτής της μεθοδολογικής τοποθέτησης, αρκεί να αναλογιστεί ότι τόσο η αξιόποινη παραβίαση επικοινωνιών όσο και η παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υπόκεινται τόσο σε γενικού όσο και σε ειδικούς λόγους άρσης του άδικου χαρακτήρα τους, που σημαίνει ειδικότερα και κατά συνέπεια ότι τα αποδεικτικά μέσα που αποκτώνται μέσω αυτής της όχι πια παράνομης πράξης είναι νόμιμα και καθ’ όλα επιτρεπτά.

Για οποιαδήποτε απορία ή πρόβλημα αντιμετωπίζετε σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα επικοινωνήστε τώρα με τη NEWLAW προκειμένου να σας παρέχουμε άμεσα σύγχρονες συμβουλευτικές και νομικές υπηρεσίες μέσω των έμπειρων και ειδικά καταρτισμένων συνεργατών μας στα τηλ. επικοινωνίας: 2310 551 501, 2310 261 501, 2310 261 502.

 Για το πλήρες κείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δείτε Εδώ:

 

 

[1] Άρθρο 19 Συντ:

  1. Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
  2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.
  3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α.

[2] Άρθρο 9 Συντ.:

1.             H κατοικία του καθενός είναι άσυλο. H ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.

  1.  Οι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως νόμος ορίζει.

[3] Άρθρο 9Α Συντ.:

Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει.

Τα πιο διαβασμενα