24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016
Τηλεοπτικές Άδειες και ΣτΕ: οι Παραδεκτές Προσφυγές και οι Λόγοι Ανωτέρας Βίας

 

Την Τρίτη, 18 Οκτωβρίου 2016, η διευρυμένη Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές των καναλιών για τις τηλεοπτικές άδειες ανατρέποντας την εισήγηση του κ. Γιώργου Παπαγεωργίου, η οποία πρότεινε την απόρριψή τους. Με δεκαέξι ψήφους υπέρ και εννέα κατά, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι οι προσφυγές είναι τυπικά παραδεκτές και ότι οι ιδιοκτήτες των καναλιών νομιμοποιούνται ενεργητικά για την άσκηση αυτών, επιφυλασσόμενη για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας την ερχόμενη εβδομάδα.

Εξ όσων γνωρίζουμε, είναι η πρώτη φορά στην δικαστική ιστορία του τόπου που δημοσιοποιείται απόφαση δικαστηρίου η οποία αποφαίνεται όχι επί του βάσιμου ενός ένδικου βοηθήματος, αλλά μόνο επί του παραδεκτού αυτού. Το συμβάν αυτό είναι αν μη τι άλλο αξιοπερίεργο, αφού οι αποφάσεις των δικαστηρίων διακρίνονται σε τυπικώς απορριπτικές και σε αποφαινόμενες επί της ουσίας, ενώ δεν υπάρχει κατηγορία αποφάσεων που κάνουν τυπικώς δεκτή μια προσφυγή. Το γεγονός αποκτά μια ακόμα διάσταση, αν αναλογιστεί κανείς ότι το διαδίκτυο την επόμενη ημέρα γέμισε άρθρα, στους τίτλους των οποίων το πρόθεμα «παρά»είχε εντέχνως εξαφανιστεί και είχε απομείνει μόνο η φράση «δεκτές οι προσφυγές».

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο της απόφασης που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη είναι το περιεχόμενο της εισήγησης του κ. Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος δεν περιορίστηκε στον έλεγχο του τυπικά παραδεκτού των προσφυγών, αλλά μπήκε στην ουσία της υπόθεσης επιχειρηματολογώντας υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου Παππά. Φυσικά, ο κ. Παπαγεωργίου θα μπορούσε να υποστηρίξει στην εισήγησή του το κατ’ αρχήν μη παραδεκτό των προσφυγών, με αποτέλεσμα να παρέλκει ο έλεγχος της ουσίας της υπόθεσης.

Το βασικό ερώτημα εδώ θα ήταν αν οι ιδιοκτήτες των καναλιών που άσκησαν τις προσφυγές έχουν άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση τους, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ακριβώς η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του έννομου αυτού συμφέροντος με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά θα έπρεπε να αποτελέσει τον πυρήνα της εισήγησης του κ. Παπαγεωργίου. Σημειωτέον δε ότι υπήρχε εύφορο έδαφος να υποστηριχθεί η ανυπαρξία αυτού δεδομένης της απόρριψης από το ΣτΕ της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που είχαν καταθέσει τα κανάλια, στις 30 Ιουνίου 2016.

Αφού όμως ο εισηγητής της υπόθεσης μπήκε στην ουσία, αξίζει να σταθούμε λίγο στα επιχειρήματά του. Ο κ. Παπαγεωργίου μίλησε για την στάθμιση δύο αγαθών, το ένα εκ των οποίων ισχυρίστηκε ότι είναι η ανάγκη ύπαρξης αδειοδότησης των καναλιών, η οποία επιβάλλεται όχι μόνο από το Σύνταγμα, αλλά και από την νομολογία του ΣτΕ, και το άλλο η επιταγή να δοθούν οι άδειες από το ΕΣΡ, κάτι το οποίο, όπως γνωρίζουμε, δεν συνέβη αφού ακόμη και σήμερα δεν έχει μπορέσει να συγκροτηθεί αυτό νόμιμα ώστε να μπορεί να προβεί στην αδειοδότηση.

Αφού η ανυπαρξία του ΕΣΡ δεν οφείλεται, ισχυρίζεται, σε λόγους αντικειμενικούς, η άρνηση δηλαδή για την συγκρότησή του δεν βασίζεται σε νόμιμες προϋποθέσεις, θα πρέπει για λόγους ανωτέρας βίας, να επιτραπεί η παράκαμψή του. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να αποσαφηνιστεί ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πραγματικά με στάθμιση δύο αγαθών, αλλά με την μη συμμόρφωση της κυβέρνησης σε ό,τι ορίζεται στον ίδιο τον νόμο Παππά.

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, η διαδικασία προκήρυξης του διαγωνισμού πρέπει να διενεργείται από το ΕΣΡ, και όχι από κάποιο κυβερνητικό όργανο σαν την Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, όπως θεσπίστηκε με την Τροπολογία του νόμου. Από την στιγμή λοιπόν που δεν έχουμε σύγκρουση αγαθών, μπορούμε άραγε να μιλάμε για λόγους ανωτέρας βίας που έρχονται να οδηγήσουν σε μια εσπευσμένη δε, αμφιβόλου νομιμότητας δε λύση αυτής της «σύγκρουσης»;

Το ζήτημα της αδειοδότησης μόνο τεσσάρων καναλιών έχει απασχολήσει ευρέως την δημοσιότητα τους τελευταίους μήνες. Έχει υποστηριχθεί ότι προκειμένου να μεταδίδονται οι εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών σε υψηλή ευκρίνεια, τα κανάλια δεν μπορούν να είναι πάνω από τέσσερα. Ο αριθμός αυτός φαντάζει παρόλα αυτά αρκετά αυθαίρετος και δημιουργεί ζητήματα όσον αφορά τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα τόσο της πληροφόρησης όσο και της οικονομικής ελευθερίας. Αξίζει να σταθούμε συνοπτικά σε δύο σκέψεις:

Πρώτον, ο τόσο μικρός αυτός αριθμός έρχεται σε αντίθεση με τις διακηρύξεις της ίδιας της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου, σύμφωνα με την οποία ο νόμος αποσκοπεί στην διασφάλιση της πολυφωνίας στην ενημέρωση, μιας πολυφωνίας που με τα σημερινά δεδομένα κάθε άλλο παρά διασφαλίζεται. Δεύτερον, αν τα τηλεοπτικά κανάλια μπορούν να είναι μόνο τέσσερα για λόγους τεχνικούς, όπως λέγεται, υπάρχει περίπτωση σε ύστερο χρόνο να επιτρέπεται και οι εφημερίδες να είναι μόνο τέσσερις, επειδή π.χ. σηκώνει μόνο τέσσερις η αγορά; Δεν χρειάζεται κανείς να είναι κινδυνολόγος προκειμένου να θορυβηθεί από την επίκληση μη νομικών επιχειρημάτων που έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση συνταγματικών διατάξεων.

 

Κατερίνα Ασημακοπούλου

 



Τηλεοπτικές Άδειες και ΣτΕ: οι Παραδεκτές Προσφυγές και οι Λόγοι Ανωτέρας Βίας

 

Την Τρίτη, 18 Οκτωβρίου 2016, η διευρυμένη Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές των καναλιών για τις τηλεοπτικές άδειες ανατρέποντας την εισήγηση του κ. Γιώργου Παπαγεωργίου, η οποία πρότεινε την απόρριψή τους. Με δεκαέξι ψήφους υπέρ και εννέα κατά, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι οι προσφυγές είναι τυπικά παραδεκτές και ότι οι ιδιοκτήτες των καναλιών νομιμοποιούνται ενεργητικά για την άσκηση αυτών, επιφυλασσόμενη για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας την ερχόμενη εβδομάδα.

Εξ όσων γνωρίζουμε, είναι η πρώτη φορά στην δικαστική ιστορία του τόπου που δημοσιοποιείται απόφαση δικαστηρίου η οποία αποφαίνεται όχι επί του βάσιμου ενός ένδικου βοηθήματος, αλλά μόνο επί του παραδεκτού αυτού. Το συμβάν αυτό είναι αν μη τι άλλο αξιοπερίεργο, αφού οι αποφάσεις των δικαστηρίων διακρίνονται σε τυπικώς απορριπτικές και σε αποφαινόμενες επί της ουσίας, ενώ δεν υπάρχει κατηγορία αποφάσεων που κάνουν τυπικώς δεκτή μια προσφυγή. Το γεγονός αποκτά μια ακόμα διάσταση, αν αναλογιστεί κανείς ότι το διαδίκτυο την επόμενη ημέρα γέμισε άρθρα, στους τίτλους των οποίων το πρόθεμα «παρά»είχε εντέχνως εξαφανιστεί και είχε απομείνει μόνο η φράση «δεκτές οι προσφυγές».

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο της απόφασης που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη είναι το περιεχόμενο της εισήγησης του κ. Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος δεν περιορίστηκε στον έλεγχο του τυπικά παραδεκτού των προσφυγών, αλλά μπήκε στην ουσία της υπόθεσης επιχειρηματολογώντας υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου Παππά. Φυσικά, ο κ. Παπαγεωργίου θα μπορούσε να υποστηρίξει στην εισήγησή του το κατ’ αρχήν μη παραδεκτό των προσφυγών, με αποτέλεσμα να παρέλκει ο έλεγχος της ουσίας της υπόθεσης.

Το βασικό ερώτημα εδώ θα ήταν αν οι ιδιοκτήτες των καναλιών που άσκησαν τις προσφυγές έχουν άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση τους, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ακριβώς η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του έννομου αυτού συμφέροντος με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά θα έπρεπε να αποτελέσει τον πυρήνα της εισήγησης του κ. Παπαγεωργίου. Σημειωτέον δε ότι υπήρχε εύφορο έδαφος να υποστηριχθεί η ανυπαρξία αυτού δεδομένης της απόρριψης από το ΣτΕ της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που είχαν καταθέσει τα κανάλια, στις 30 Ιουνίου 2016.

Αφού όμως ο εισηγητής της υπόθεσης μπήκε στην ουσία, αξίζει να σταθούμε λίγο στα επιχειρήματά του. Ο κ. Παπαγεωργίου μίλησε για την στάθμιση δύο αγαθών, το ένα εκ των οποίων ισχυρίστηκε ότι είναι η ανάγκη ύπαρξης αδειοδότησης των καναλιών, η οποία επιβάλλεται όχι μόνο από το Σύνταγμα, αλλά και από την νομολογία του ΣτΕ, και το άλλο η επιταγή να δοθούν οι άδειες από το ΕΣΡ, κάτι το οποίο, όπως γνωρίζουμε, δεν συνέβη αφού ακόμη και σήμερα δεν έχει μπορέσει να συγκροτηθεί αυτό νόμιμα ώστε να μπορεί να προβεί στην αδειοδότηση.

Αφού η ανυπαρξία του ΕΣΡ δεν οφείλεται, ισχυρίζεται, σε λόγους αντικειμενικούς, η άρνηση δηλαδή για την συγκρότησή του δεν βασίζεται σε νόμιμες προϋποθέσεις, θα πρέπει για λόγους ανωτέρας βίας, να επιτραπεί η παράκαμψή του. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να αποσαφηνιστεί ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πραγματικά με στάθμιση δύο αγαθών, αλλά με την μη συμμόρφωση της κυβέρνησης σε ό,τι ορίζεται στον ίδιο τον νόμο Παππά.

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, η διαδικασία προκήρυξης του διαγωνισμού πρέπει να διενεργείται από το ΕΣΡ, και όχι από κάποιο κυβερνητικό όργανο σαν την Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, όπως θεσπίστηκε με την Τροπολογία του νόμου. Από την στιγμή λοιπόν που δεν έχουμε σύγκρουση αγαθών, μπορούμε άραγε να μιλάμε για λόγους ανωτέρας βίας που έρχονται να οδηγήσουν σε μια εσπευσμένη δε, αμφιβόλου νομιμότητας δε λύση αυτής της «σύγκρουσης»;

Το ζήτημα της αδειοδότησης μόνο τεσσάρων καναλιών έχει απασχολήσει ευρέως την δημοσιότητα τους τελευταίους μήνες. Έχει υποστηριχθεί ότι προκειμένου να μεταδίδονται οι εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών σε υψηλή ευκρίνεια, τα κανάλια δεν μπορούν να είναι πάνω από τέσσερα. Ο αριθμός αυτός φαντάζει παρόλα αυτά αρκετά αυθαίρετος και δημιουργεί ζητήματα όσον αφορά τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα τόσο της πληροφόρησης όσο και της οικονομικής ελευθερίας. Αξίζει να σταθούμε συνοπτικά σε δύο σκέψεις:

Πρώτον, ο τόσο μικρός αυτός αριθμός έρχεται σε αντίθεση με τις διακηρύξεις της ίδιας της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου, σύμφωνα με την οποία ο νόμος αποσκοπεί στην διασφάλιση της πολυφωνίας στην ενημέρωση, μιας πολυφωνίας που με τα σημερινά δεδομένα κάθε άλλο παρά διασφαλίζεται. Δεύτερον, αν τα τηλεοπτικά κανάλια μπορούν να είναι μόνο τέσσερα για λόγους τεχνικούς, όπως λέγεται, υπάρχει περίπτωση σε ύστερο χρόνο να επιτρέπεται και οι εφημερίδες να είναι μόνο τέσσερις, επειδή π.χ. σηκώνει μόνο τέσσερις η αγορά; Δεν χρειάζεται κανείς να είναι κινδυνολόγος προκειμένου να θορυβηθεί από την επίκληση μη νομικών επιχειρημάτων που έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση συνταγματικών διατάξεων.

 

Κατερίνα Ασημακοπούλου

 



Τα πιο διαβασμενα