21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016
Τι δικαιούνται οι εργαζόμενοι εταιρίας σε περίπτωση πτώχευσης

 

Η κήρυξη της πτώχευσης της Ηλεκτρονικής Αθηνών την περασμένη εβδομάδα γεννά εύλογα στον καθένα το ερώτημα τι προβλέπει ο νόμος για τις συμβάσεις εργασίας των ατόμων που απασχολούσε αλλά και για τις αποζημιώσεις που οι πρώην εργαζόμενοι δικαιούνται λόγω της λύσης της σχέσης εργασίας.

Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι οι συμβάσεις εργασίας δεν λύνονται αυτόματα με την κήρυξη της πτώχευσης. Δικαίωμα να καταγγείλει αυτές τις συμβάσεις εργασίας έχει, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007) ο σύνδικος της πτώχευσης. Σύνδικος της πτώχευσης είναι το κεντρικό, εκτελεστικό κι εκπροσωπευτικό όργανο της πτωχευτικής διαδικασίας, που διορίζεται από το δικαστήριο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της πτωχευτικής διαδικασίας με στόχο τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Αυτό λοιπόν το πρόσωπο, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας, και μάλιστα τόσο τις συμβάσεις αορίστου όσο κι αυτές ορισμένου χρόνου. H καταγγελία μόνο τότε λύνεται με έγκυρο τρόπο και μάλιστα χωρίς να υποχρεούται ο σύνδικος στην ταυτόχρονη καταβολή της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης.

Πώς όμως θα λάβουν οι εργαζόμενοι την αποζημίωση που δικαιούνται εκ του νόμου καθώς και πιθανόν οφειλόμενους μισθούς; Απάντηση στο ερώτημα δίνει η παράγραφος 3 του άρθρου 34 του Πτωχευτικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία «Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτηση τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις ειδικότερες περί κατατάξεως των πιστωτών διατάξεις του παρόντος κώδικα».

Οι εργαζόμενοι, λοιπόν, κατατάσσονται μαζί με τους υπόλοιπους πιστωτές της εταιρίας που πτώχευσε και ικανοποιούνται από την πτωχευτική περιουσία. Στο ερώτημα σε ποια σειρά θα καταταχθούν οι απαιτήσεις τους, απάντηση δίνει το άρθρο 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτό, προνομιακά –με γενικό προνόμιο- ικανοποιούνται οι μεν απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης καθώς και απαιτήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας ανεξάρτητα από το χρόνο στον οποίο προέκυψαν. Οι γενικώς προνομιούχες απαιτήσεις ικανοποιούνται πρώτες και συντρέχουν με τις ειδικώς προνομιούχες (πχ. υποθήκη ή ενέχυρο). Πολλές φορές γενικά και ειδικά προνόμια συγκρούονται. Σύμφωνα με το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα σε περίπτωση συρροής προνομίων «εφαρμόζεται το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».

Σύμφωνα με το 977 παρ. 1, εφόσον υπάρχουν απαιτήσεις με γενικό προνόμιο και ειδικό προνόμιο (ενέχυρο, υποθήκη ή δαπάνες για διατήρηση του πράγματος από τη ρευστοποίηση του οποίου θα ικανοποιηθούν οι πιστωτές) ικανοποιούνται οι γενικώς προνομιούχοι (εδώ οι εργαζόμενοι) από το 1/3 του ποσού ρευστοποίησης του περιουσιακού στοιχείου της εταιρίας και από τα εναπομείναντα 2/3 του ποσού ικανοποιούνται οι ειδικώς προνομιούχοι. Αν ωστόσο, υπάρχουν και μη προνομιούχες απαιτήσεις (μαζί με τις γενικώς και ειδικώς προνομιούχες), τότε η «μοιρασιά» κατά το 977 παρ. 3 γίνεται ως εξής: 65% στις ειδικώς προνομιούχες, 25% στις γενικώς προνομιούχες και 10% για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι ο σύνδικος της πτώχευσης της Ηλεκτρονικής Αθηνών, στo πλαίσιo της πτωχευτικής διαδικασίας και ρευστοποίησης της περιουσίας της εταιρίας, πωλεί ένα ακίνητο της εταιρίας με τίμημα 100.000€. Από αυτά τα 100.000€, μια Τράπεζα που τυχόν είχε εγεγραμμένη υποθήκη στο ακίνητο θα ικανοποιηθεί για τις απαιτήσεις της ως το ποσό των 65.000€. Ακολούθως, οι εργαζόμενοι θα ικανοποιηθούν ως το ποσό των 25.000€ για τις αποζημιώσεις απόλυσης που δικαιούνται και τα υπόλοιπα 10.000€ θα ικανοποιήσουν τις μη προνομιούχες απαιτήσεις, όπως λόγου χάρη ένα ανεξόφλητο τιμολόγιο. 

 

Τι δικαιούνται οι εργαζόμενοι εταιρίας σε περίπτωση πτώχευσης

 

Η κήρυξη της πτώχευσης της Ηλεκτρονικής Αθηνών την περασμένη εβδομάδα γεννά εύλογα στον καθένα το ερώτημα τι προβλέπει ο νόμος για τις συμβάσεις εργασίας των ατόμων που απασχολούσε αλλά και για τις αποζημιώσεις που οι πρώην εργαζόμενοι δικαιούνται λόγω της λύσης της σχέσης εργασίας.

Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι οι συμβάσεις εργασίας δεν λύνονται αυτόματα με την κήρυξη της πτώχευσης. Δικαίωμα να καταγγείλει αυτές τις συμβάσεις εργασίας έχει, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007) ο σύνδικος της πτώχευσης. Σύνδικος της πτώχευσης είναι το κεντρικό, εκτελεστικό κι εκπροσωπευτικό όργανο της πτωχευτικής διαδικασίας, που διορίζεται από το δικαστήριο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της πτωχευτικής διαδικασίας με στόχο τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Αυτό λοιπόν το πρόσωπο, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας, και μάλιστα τόσο τις συμβάσεις αορίστου όσο κι αυτές ορισμένου χρόνου. H καταγγελία μόνο τότε λύνεται με έγκυρο τρόπο και μάλιστα χωρίς να υποχρεούται ο σύνδικος στην ταυτόχρονη καταβολή της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης.

Πώς όμως θα λάβουν οι εργαζόμενοι την αποζημίωση που δικαιούνται εκ του νόμου καθώς και πιθανόν οφειλόμενους μισθούς; Απάντηση στο ερώτημα δίνει η παράγραφος 3 του άρθρου 34 του Πτωχευτικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία «Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτηση τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις ειδικότερες περί κατατάξεως των πιστωτών διατάξεις του παρόντος κώδικα».

Οι εργαζόμενοι, λοιπόν, κατατάσσονται μαζί με τους υπόλοιπους πιστωτές της εταιρίας που πτώχευσε και ικανοποιούνται από την πτωχευτική περιουσία. Στο ερώτημα σε ποια σειρά θα καταταχθούν οι απαιτήσεις τους, απάντηση δίνει το άρθρο 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Σύμφωνα με αυτό, προνομιακά –με γενικό προνόμιο- ικανοποιούνται οι μεν απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης καθώς και απαιτήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας ανεξάρτητα από το χρόνο στον οποίο προέκυψαν. Οι γενικώς προνομιούχες απαιτήσεις ικανοποιούνται πρώτες και συντρέχουν με τις ειδικώς προνομιούχες (πχ. υποθήκη ή ενέχυρο). Πολλές φορές γενικά και ειδικά προνόμια συγκρούονται. Σύμφωνα με το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα σε περίπτωση συρροής προνομίων «εφαρμόζεται το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».

Σύμφωνα με το 977 παρ. 1, εφόσον υπάρχουν απαιτήσεις με γενικό προνόμιο και ειδικό προνόμιο (ενέχυρο, υποθήκη ή δαπάνες για διατήρηση του πράγματος από τη ρευστοποίηση του οποίου θα ικανοποιηθούν οι πιστωτές) ικανοποιούνται οι γενικώς προνομιούχοι (εδώ οι εργαζόμενοι) από το 1/3 του ποσού ρευστοποίησης του περιουσιακού στοιχείου της εταιρίας και από τα εναπομείναντα 2/3 του ποσού ικανοποιούνται οι ειδικώς προνομιούχοι. Αν ωστόσο, υπάρχουν και μη προνομιούχες απαιτήσεις (μαζί με τις γενικώς και ειδικώς προνομιούχες), τότε η «μοιρασιά» κατά το 977 παρ. 3 γίνεται ως εξής: 65% στις ειδικώς προνομιούχες, 25% στις γενικώς προνομιούχες και 10% για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι ο σύνδικος της πτώχευσης της Ηλεκτρονικής Αθηνών, στo πλαίσιo της πτωχευτικής διαδικασίας και ρευστοποίησης της περιουσίας της εταιρίας, πωλεί ένα ακίνητο της εταιρίας με τίμημα 100.000€. Από αυτά τα 100.000€, μια Τράπεζα που τυχόν είχε εγεγραμμένη υποθήκη στο ακίνητο θα ικανοποιηθεί για τις απαιτήσεις της ως το ποσό των 65.000€. Ακολούθως, οι εργαζόμενοι θα ικανοποιηθούν ως το ποσό των 25.000€ για τις αποζημιώσεις απόλυσης που δικαιούνται και τα υπόλοιπα 10.000€ θα ικανοποιήσουν τις μη προνομιούχες απαιτήσεις, όπως λόγου χάρη ένα ανεξόφλητο τιμολόγιο. 

 

Τα πιο διαβασμενα