31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016
Ποινική ευθύνη γιατρού που «θεράπευε» τον καρκίνο με μεθόδους Ολιστικής Ιατρικής

 

Τα ιατρικά σφάλματα που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της σχέσης γιατρού και ασθενούς και αφορούν την υγεία του τελευταίου, είναι συχνό φαινόμενο και τις περισσότερες φορές, οι υποθέσεις αυτές λύνονται διά της δικαστικής οδού. Τα ιατρικά αυτά λάθη ως επί το πλείστον γίνονται από αμέλεια και ερευνητέο είναι το ποια θα είναι η ευθύνη του εκάστοτε γιατρού που υποπίπτει στο σφάλμα. Ωστόσο δεν λείπουν και οι φορές που τίθεται ζήτημα ιατρικού σφάλματος από δόλο, στις οποίες ο γιατρός αποδέχεται -τουλάχιστον- τα βλαπτικά αποτελέσματα στον ασθενή από μέρους του. Μια τέτοια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση αφορά και η απόφαση του Αρείου Πάγου 602/2014.

Το χρονικό της υπόθεσης ξεκινά το 2002, όταν μια γυναίκα μετά από ψηλάφηση που έκανε η ίδια στο στήθος της διαπίστωσε την ύπαρξη όγκου. Αποφάσισε να ξεκινήσει έρευνα με γιατρούς με αρκετή καθυστέρηση, το χειμώνα του 2003, καθώς δεν ήθελε να αποδεχθεί ότι έπασχε από καρκίνο. Μετά από εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, διαπιστώθηκε η ύπαρξη καρκίνου στο μαστό. Η ασθενής, μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία που την πρότειναν την κλασική μέθοδο αντιμετώπισης του καρκίνου, δηλαδή αφαίρεση του όγκου και χημειοθεραπείες, αποφάσισε πως ήθελε να ερευνήσει το αν υπάρχει άλλος εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματός της. Κι έτσι επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο γιατρό, τον οποίο γνώριζε από πριν και ο οποίος της είχε αναφέρει πως ασχολείται με την ολιστική ιατρική.  

Η ολιστική ιατρική είναι μία διαφορετική φιλοσοφία προσέγγισης της υγείας που βλέπει τον άνθρωπο ως ολοκληρωμένη οντότητα και δεν αντιμετωπίζει  τα όργανα και τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα, ως ξεχωριστά και ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Η προσέγγιση αυτή κατακρίνεται από διάφορους –επιστήμονες και ασθενείς- ποικιλοτρόπως αλλά παράλληλα υποστηρίζεται κι από μερίδα αυτών.

Η πρώτη επίσκεψη της ασθενούς στο ιατρείο του κατηγορουμένου έγινε το Μάρτιο του 2003, οπότε και αυτός της συνέστησε να μην ακολουθήσει τις ιατρικές συμβουλές για χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπεία. Την διαβεβαίωσε ρητά ότι θα θεραπευθεί από τον καρκίνο της, ακολουθώντας την θεραπεία που αυτός συνιστούσε, μιλώντας για αποτοξίνωση του οργανισμού της, συστήνοντάς της την αποφυγή ορισμένων τροφών που είναι ασύμβατες με την ασθένειά της καθώς και να ακολουθήσει μία αυστηρή δίαιτα. Παράλληλα της χορηγούσε ορισμένα σκευάσματα τα οποία κόστιζαν κάθε φορά από 350 έως 800 ευρώ.

Προσπερνώντας κάποια πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιλαμβάνουν τη χορήγηση κι άλλων σκευασμάτων καθώς και την προσπάθεια του κατηγορουμένου να δημιουργήσει την πεποίθηση στην ασθενή ότι ο καρκίνος της θεραπεύεται, ο καρκίνος έκανε μετάσταση σε πολλά από τα όργανα της ασθενούς και τελικά οδήγησε το 2012 στο θάνατό της.

Ο γιατρός κρίθηκε ένοχος για το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης με ενδεχόμενο δόλο -ενδεχόμενο δόλο έχω όταν πιθανολογώ τα αποτελέσματα της πράξης μου και τα αποδέχομαι- (310 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ), καθώς, μολονότι γνώριζε ότι αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη κατά παράβαση του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), κατά τον οποίο έπρεπε να εφαρμόσει του κανόνες της τεκμηριωμένης ιατρικής επιστήμης κι ενώ γνώριζε ως γιατρός ότι η αν αυτή είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπείες η περίπτωσή της κατά τα στατιστικά στοιχεία θα ήταν ιάσιμη σε ποσοστό 95%. Σύμφωνα με το Εφετείο, με τις ενέργειες του αυτές, ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε το ενδεχόμενο της διακινδύνευσης να υποστεί η ασθενής βαριά σωματική βλάβη της υγείας της, όπως και τελικά έγινε.

Ο κατηγορούμενος κρίθηκε παραπέρα ένοχος και για το έγκλημα της απάτης σε βαθμό κακουργήματος καθώς παρουσιάζοντας στην ασθενή ψευδή γεγονότα ως αληθινά, ότι δηλαδή η ιατρική μέθοδός του θεραπεύει τον καρκίνο, επωφελήθηκε ποσό άνω των 73.000 € από τις αμοιβές και τα σκευάσματα που χορηγούσε στην ασθενή. Μάλιστα κρίθηκε ένοχος για την τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ’ επάγγελμα (καθώς είχε επαναλάβει τη συμπεριφορά του αυτή και σε άλλη ασθενή του με σκοπό την επίτευξη κέρδους), κάτι το οποίο σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 386, καθιστά το έγκλημα κακούργημα.

Το Εφετείο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε όλους τους λόγους αναίρεσης που προβλήθηκαν από τον κατηγορούμενο και επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.

Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση του Αρείου Πάγου εδώ.

 

 

 

 

Ποινική ευθύνη γιατρού που «θεράπευε» τον καρκίνο με μεθόδους Ολιστικής Ιατρικής

 

Τα ιατρικά σφάλματα που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της σχέσης γιατρού και ασθενούς και αφορούν την υγεία του τελευταίου, είναι συχνό φαινόμενο και τις περισσότερες φορές, οι υποθέσεις αυτές λύνονται διά της δικαστικής οδού. Τα ιατρικά αυτά λάθη ως επί το πλείστον γίνονται από αμέλεια και ερευνητέο είναι το ποια θα είναι η ευθύνη του εκάστοτε γιατρού που υποπίπτει στο σφάλμα. Ωστόσο δεν λείπουν και οι φορές που τίθεται ζήτημα ιατρικού σφάλματος από δόλο, στις οποίες ο γιατρός αποδέχεται -τουλάχιστον- τα βλαπτικά αποτελέσματα στον ασθενή από μέρους του. Μια τέτοια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση αφορά και η απόφαση του Αρείου Πάγου 602/2014.

Το χρονικό της υπόθεσης ξεκινά το 2002, όταν μια γυναίκα μετά από ψηλάφηση που έκανε η ίδια στο στήθος της διαπίστωσε την ύπαρξη όγκου. Αποφάσισε να ξεκινήσει έρευνα με γιατρούς με αρκετή καθυστέρηση, το χειμώνα του 2003, καθώς δεν ήθελε να αποδεχθεί ότι έπασχε από καρκίνο. Μετά από εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, διαπιστώθηκε η ύπαρξη καρκίνου στο μαστό. Η ασθενής, μετά από αλλεπάλληλες επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία που την πρότειναν την κλασική μέθοδο αντιμετώπισης του καρκίνου, δηλαδή αφαίρεση του όγκου και χημειοθεραπείες, αποφάσισε πως ήθελε να ερευνήσει το αν υπάρχει άλλος εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματός της. Κι έτσι επισκέφθηκε τον κατηγορούμενο γιατρό, τον οποίο γνώριζε από πριν και ο οποίος της είχε αναφέρει πως ασχολείται με την ολιστική ιατρική.  

Η ολιστική ιατρική είναι μία διαφορετική φιλοσοφία προσέγγισης της υγείας που βλέπει τον άνθρωπο ως ολοκληρωμένη οντότητα και δεν αντιμετωπίζει  τα όργανα και τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα, ως ξεχωριστά και ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Η προσέγγιση αυτή κατακρίνεται από διάφορους –επιστήμονες και ασθενείς- ποικιλοτρόπως αλλά παράλληλα υποστηρίζεται κι από μερίδα αυτών.

Η πρώτη επίσκεψη της ασθενούς στο ιατρείο του κατηγορουμένου έγινε το Μάρτιο του 2003, οπότε και αυτός της συνέστησε να μην ακολουθήσει τις ιατρικές συμβουλές για χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπεία. Την διαβεβαίωσε ρητά ότι θα θεραπευθεί από τον καρκίνο της, ακολουθώντας την θεραπεία που αυτός συνιστούσε, μιλώντας για αποτοξίνωση του οργανισμού της, συστήνοντάς της την αποφυγή ορισμένων τροφών που είναι ασύμβατες με την ασθένειά της καθώς και να ακολουθήσει μία αυστηρή δίαιτα. Παράλληλα της χορηγούσε ορισμένα σκευάσματα τα οποία κόστιζαν κάθε φορά από 350 έως 800 ευρώ.

Προσπερνώντας κάποια πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιλαμβάνουν τη χορήγηση κι άλλων σκευασμάτων καθώς και την προσπάθεια του κατηγορουμένου να δημιουργήσει την πεποίθηση στην ασθενή ότι ο καρκίνος της θεραπεύεται, ο καρκίνος έκανε μετάσταση σε πολλά από τα όργανα της ασθενούς και τελικά οδήγησε το 2012 στο θάνατό της.

Ο γιατρός κρίθηκε ένοχος για το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης με ενδεχόμενο δόλο -ενδεχόμενο δόλο έχω όταν πιθανολογώ τα αποτελέσματα της πράξης μου και τα αποδέχομαι- (310 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ), καθώς, μολονότι γνώριζε ότι αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη κατά παράβαση του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), κατά τον οποίο έπρεπε να εφαρμόσει του κανόνες της τεκμηριωμένης ιατρικής επιστήμης κι ενώ γνώριζε ως γιατρός ότι η αν αυτή είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπείες η περίπτωσή της κατά τα στατιστικά στοιχεία θα ήταν ιάσιμη σε ποσοστό 95%. Σύμφωνα με το Εφετείο, με τις ενέργειες του αυτές, ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε το ενδεχόμενο της διακινδύνευσης να υποστεί η ασθενής βαριά σωματική βλάβη της υγείας της, όπως και τελικά έγινε.

Ο κατηγορούμενος κρίθηκε παραπέρα ένοχος και για το έγκλημα της απάτης σε βαθμό κακουργήματος καθώς παρουσιάζοντας στην ασθενή ψευδή γεγονότα ως αληθινά, ότι δηλαδή η ιατρική μέθοδός του θεραπεύει τον καρκίνο, επωφελήθηκε ποσό άνω των 73.000 € από τις αμοιβές και τα σκευάσματα που χορηγούσε στην ασθενή. Μάλιστα κρίθηκε ένοχος για την τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ’ επάγγελμα (καθώς είχε επαναλάβει τη συμπεριφορά του αυτή και σε άλλη ασθενή του με σκοπό την επίτευξη κέρδους), κάτι το οποίο σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 386, καθιστά το έγκλημα κακούργημα.

Το Εφετείο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε όλους τους λόγους αναίρεσης που προβλήθηκαν από τον κατηγορούμενο και επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.

Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση του Αρείου Πάγου εδώ.

 

 

 

 

Τα πιο διαβασμενα