14 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016
Δυνατή η διόρθωση κληρονομητηρίου βάσει του 315 ΚΠολΔ: Απόφαση και Σχολιασμός


Η απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (1995/2014 όπως δημοσιεύτηκε στη NOMOS και μπορείτε να δείτε εδώ) καθιστά σαφές ότι πλημμελές εκδοθέν κληρονομητήριο μπορεί να διορθωθεί βάσει του άρθρου 315 ΚΠολΔικ. Οι πλημμέλειες αναφέρονται κατά βάση στη δικαστική απόφαση στην οποία στηρίχθηκε το εκδοθέν κληρονομητήριο και όχι σε ανακρίβειες του τελευταίου ως εγγράφου που εκδίδεται από τον αρμόδιο γραμματέα του Ειρηνοδικείου, αφού σε μια τέτοια περίπτωση χωρεί διόρθωση βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτού. Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης και σχολιασμός αυτής.

Η προσεκτική ανάγνωση της παραπάνω δικαστικής απόφασης γεννά εύλογα τα εξής τρία ερωτήματα. Πρώτον, γιατί είναι κρίσιμη η αναγραφή του σωστού τρόπου κληρονομικής διαδοχής στο χορηγούμενο κληρονομητήριο, δεύτερον, γιατί, εφόσον στοιχειοθετείται η προηγούμενη πλημμέλεια, δεν ακολουθήθηκε στην παραπάνω περίπτωση η διαδικασία του άρθρου 823 ΚΠολΔικ, αλλά προτιμήθηκε αυτή του άρθρου 315 ΚΠολΔικ και, τρίτον, γιατί συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 315 ΚΠολΔικ. Συγκεκριμένα αναρωτιέται κανείς κατά πόσον η διαταγή του Ειρηνοδίκη για τη χορήγηση κληρονομητηρίου από τον αρμόδιο υπάλληλο εντάσσεται στη γενικότερη κατηγορία της δικαστικής αποφάσεως. Τα ερωτήματα αυτά  επιχειρείται να απαντηθούν παρακάτω.

Βάσει των πραγματικών περιστατικών ο κληρονομούμενος κατέλιπε ιδιόγραφη διαθήκη με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμους του τη σύζυγό του και τις δυο του κόρες σε δήλα πράγματα, όπως είχε το δικαίωμα να πράξει (1800§2 ΑΚ). Με τον τρόπο αυτό εξάντλησε την περιουσία του. Ωστόσο, στο κληρονομητήριο που χορηγήθηκε μετά από διαταγή του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης δεν αναγραφόταν ως αιτία κληρονομικής διαδοχής η διαδοχή εκ διαθήκης, αλλά η εξ αδιαθέτου. Στην περίπτωση αυτή  πρόβλημα δημιουργείται, μιας και οι κανόνες που διέπουν την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή διαφοροποιούνται από αυτούς της διαδοχής εκ διαθήκης. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή καλούνται σε εφαρμογή τα άρθρα 1813 ΑΚ και 1820 ΑΚ, ο συνδυασμός των οποίων καταδεικνύει ότι στην υπό κρίση περίπτωση κάθε τέκνο δικαιούται ποσοστό 3/8 της  κληρονομίας, ενώ η σύζυγος μόλις ¼ αυτής. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το γεγονός πως το κληρονομητήριο, πέρα από αποδεικτικό μέσο, αποτελεί και τίτλο από τον οποίο πηγάζει νόμιμο μαχητό τεκμήριο σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο του δικαιώματος που αναφέρεται σε αυτό (1961 ΑΚ).[1] Με τον τρόπο αυτό κατοχυρώνεται η καλόπιστη κτήση κυριότητας όχι μόνο των κινητών στοιχείων της κληρονομιάς αλλά και των ακινήτων. 

Επομένως, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, γιατί είναι κρίσιμη η αναγραφή του σωστού τρόπου κληρονομικής διαδοχής στο χορηγούμενο κληρονομητήριο.

Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, γιατί, δηλαδή, δεν υποβλήθηκε αίτημα τροποποίησης του κληρονομητηρίου βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ, μπορεί κανείς να αναφέρει τα εξής.  Αρχικά, θα πρέπει να διακρίνει κανείς ανάμεσα στη διαδικασία διορθωτικής τροποποίησης του χορηγούμενου κληρονομητηρίου κατ’ άρθρο 823 ΚΠολΔικ από τη διόρθωση των παραδρομών της απόφασης που διέταξε τη χορήγηση του κληρονομητηρίου κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔικ. Και αυτό γιατί βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ χορηγείται νέο κληρονομητήριο, κάτι που αποφεύγεται, όταν διατάσσεται η διόρθωση των γραφικών λαθών μιας δικαστικής απόφασης κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔικ. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση δε δημιουργείται νέα αυτοτελής απόφαση, αλλά διορθώνεται η ήδη υπάρχουσα. Συνθέτουν και οι δύο ένα ενιαίο σύνολο και η νέα απόφαση παράγει τα έννομα αποτελέσματά της αναδρομικά από τη δημοσίευση της διορθούμενης αποφάσεως και όχι από τη διόρθωσή της.[2] Επιπλέον, μία ακόμα διαφορά έγκειται στο πεδίο εφαρμογής καθενός εξ αυτών των άρθρων. Τονίζεται για ακόμα μία φορά πως η δικαστική απόφαση που διατάσσει τη χορήγηση κληρονομητηρίου διορθώνεται βάσει του άρθρου 315 ΚΠολΔικ και το κληρονομητήριο ως έγγραφο που χορηγείται από τον υπάλληλο της γραμματείας διορθώνεται βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ.  

Ουσιαστική προϋπόθεση για την εκκίνηση της διαδικασίας ανισχυροποίησης του κληρονομητηρίου βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ είναι η ανακρίβειά του.[3] Ανακριβές θεωρείται το κληρονομητήριο, όταν ορισμένη από τις βεβαιώσεις που περιέχονται σε αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όταν αυτό είναι ατελές (ΜονΠρωτΠειρ 4757/2008, Δ 2009, 146). Η προϋπόθεση της ατέλειας, όμως, δεν στοιχειοθετείται, όταν οι πλημμέλειες αφορούν επουσιώδη λάθη, λογιστικά ή γραφικά, τα οποία εμφιλοχώρησαν κατά τη σύνταξη της αποφάσεως που διατάσσει την παροχή κληρονομητηρίου. Τα τελευταία μπορούν να διορθωθούν μόνο βάσει του άρθρου 315 ΚΠολΔικ.[4]

Στη σχολιαζόμενη δικαστική απόφαση είχε εκ παραδρομής αναγραφεί ότι οι αιτούσες την έκδοση κληρονομητηρίου είναι οι μοναδικές «εξ αδιαθέτου» κληρονόμοι του κληρονομουμένου αντί του ορθού «εκ διαθήκης». Είχε εμφιλοχωρήσει, δηλαδή, ένα λάθος κατά την καθαρογραφή της σχετικής δικαστικής απόφασης. Θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό πως είναι κρίσιμο να πρόκειται για ακούσιες πλημμέλειες που έχουν παρεισφρήσει κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης ή κατά τη γραφή των λέξεων με αποτέλεσμα να προκαλείται προφανής ασυμφωνία μεταξύ δηλωθέντος και βουληθέντος (ΕιρΧαν 35/2013 ΝΟΜΟΣ).[5] Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει η διόρθωση αυτή να παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και η παραδρομή θα πρέπει να προκύπτει είτε από το κείμενο της αποφάσεως, όπως επί διαστάσεως της διατυπώσεως του αιτιολογικού και του διατακτικού, είτε από τα δικόγραφα της δίκης, από τα πρακτικά της συζητήσεως, τις προτάσεις και τα λοιπά δικόγραφα των διαδίκων (ΜονΠρωτΣερρ 79/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην υπό κρίση περίπτωση η παραδρομή ήταν ευχερώς διαπιστώσιμη, γιατί πέραν των λοιπών εγγράφων είχε προσκομιστεί και η δικαστική απόφαση που κήρυσσε την ιδιόγραφη διαθήκη του κληρονομούμενου κυρία.

Επομένως, βάσει των ανωτέρω δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 823 ΚΠολΔικ και συγκεκριμένα δε συνέτρεχε το στοιχείο της «ατέλειας». Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που ήθελε υποτεθεί πως το χορηγηθέν κληρονομητήριο ήταν ανακριβές, η ανακρίβεια θα πρέπει να αφορά στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 820 ΚΠολΔικ στα οποία, όμως, δεν περιλαμβάνεται ο τρόπος κληρονομικής διαδοχής.[6] Ως εκ τούτου ως μόνη διέξοδος παρουσιαζόταν το άρθρο 315 ΚΠολΔικ.

Έτσι, οδηγούμαστε και στο πιο ενδιαφέρον από τα τρία ερωτήματα, δηλαδή, στο εάν η διαταγή του ειρηνοδίκη για χορήγηση κληρονομητηρίου μπορεί να θεωρηθεί απόφαση, όρο εκ των ων ουκ άνευ για την εφαρμογή του άρθρου 315 ΚΠολΔικ. Όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, το κληρονομητήριο χορηγείται από τον υπάλληλο της γραμματείας κατόπιν σχετικής διαταγής του Ειρηνοδίκη του δικαστηρίου της κληρονομίας, δηλαδή του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του κι, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, του ειρηνοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους (810 ΚΠολΔικ). Δεν μπορεί, όμως, να υποστηριχθεί πως η διαταγή αυτή δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αφού ο δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τη συνδρομή των πραγματικών γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση. Το δικαστήριο, δηλαδή, θα πρέπει να έχει πεισθεί πλήρως για την αλήθεια ή αναλήθεια ενός πραγματικού ισχυρισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και στην περίπτωση που το κληρονομικό δικαίωμα κριθεί ασαφές ή αμφίβολο η αίτηση για παροχή κληρονομητηρίου απορρίπτεται.[7] Εξάλλου, επειδή η αίτηση για τη χορήγηση κληρονομητηρίου εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφαρμογής χρήζει και το άρθρο 744 ΚΠολΔικ, οπότε και το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε τι απαραίτητο, κατά την κρίση του, για την εξακρίβωση της αλήθειας των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών.[8] Συντρέχουν, επομένως, όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για την έκδοση μιας ορθής δικαστικής απόφασης.

Σκοπός μάλιστα της έκδοσης κληρονομητηρίου κατόπιν σχετικής διαταγής του Ειρηνοδίκη είναι η σχετική επιτάχυνση της διαδικασίας, αφού σε περίπτωση που δεν ασκηθεί από τρίτον παρέμβαση, οπότε και απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης, δηλαδή μεσολαβεί και η επί ακροατηρίω διαδικασία, το κληρονομητήριο χορηγείται εντός δεκαημέρου.[9]

Στα προαναφερθέντα θα πρέπει να προστεθεί και το ότι στη διόρθωση του άρθρου 315 ΚΠολΔικ γίνεται δεκτό πλέον πως υπόκειται και η διαταγή πληρωμής που ως γνωστόν αποτελεί εκτελεστό τίτλο.[10] Ανήκει, δηλαδή, σε ένα γένος διαφορετικό από αυτό των δικαστικών αποφάσεων. Λαμβάνοντας αυτό υπόψιν δε θα μπορούσαμε παρά να χαρακτηρίσουμε ως απόφαση τη σχετική διαταγή του Ειρηνοδίκη. Προς επίρρωση των παραπάνω επιχειρημάτων αρκεί κανείς να επιστρέψει στη σχολιαζόμενη απόφαση. Θα διαπιστώσει πως το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται καν στον έλεγχο του αν η διαταγή του Ειρηνοδίκη μπορεί να αντιμετωπισθεί ως δικαστική απόφαση και, επιπλέον, χρησιμοποιείται αντί του όρου «διαταγή» ο όρος «απόφαση» για τη σχετική διαταγή που εκδίδει ο Ειρηνοδίκης. Δεν απομένει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ως προς το ότι η διαταγή του Ειρηνοδίκη για τη χορήγηση κληρονομητηρίου αποτελεί μια δικαστική απόφαση.

Κατά συνέπεια, η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης θα πρέπει να εκτιμηθεί για τη συμβολή της στην ερμηνεία της έννοιας της αποφάσεως, θετικής προϋπόθεσης για την εφαρμογή του άρθρου 315 ΚΠολΔικ, καθόσον μάλιστα σε διαφορετική περίπτωση η εμφιλοχώρηση τέτοιων λαθών θα προκαλούσε ενδεχομένως ανεπανόρθωτη βλάβη στις αιτούσες.

 
[1] Ψούνη Νίκη, Κληρονομικό δίκαιο, Γ΄ έκδοση 2012, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 752-753

[2] Μακρίδου σε Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, Ερμηνεία του ΚΠολΔικ, τ. 1, σελ. 621 κ.επ.

[3] Βαθρακοκοίλης Αντ. Βασίλης, Πρόεδρος Εφετών, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), τόμος Δ’, Αθήνα 1996, σελ. 619

[4] Ψούνη Νίκη, ό.π., σελ. 788

[5] Είναι αδιάφορο, αν αυτές οι πλημμέλειες οφείλονται σε αμέλεια του δικαστηρίου, των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, ό.π., σελ. 622 αρ. 3 και Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη,ό.π., τόμος Β΄ , σελ. 432 αρ. 9)

[6] Η εν λόγω δικαστική απόφαση δε θα μπορούσε να διορθωθεί ούτε κατόπιν σχετικής εφαρμογής του άρθρου 758 ΚΠολΔικ που αφορά όσες αποφάσεις εκδίδονται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, μιας και στην περίπτωση υπό κρίση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτού (βλ. Κώστα Μπέη, Ερμηνεία άρθρου 823 - http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1096&mnu=1&id=15288)

[7] Απαλαγάκη Χαρούλα, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 1815 κ.επ.

[8] Ό.π.

[9] Ό.π.

[10] Μακρίδου, ό.π., σελ. 624, Βαθρακοκοίλη, ό.π., τόμος Β’ ,σελ. 434, Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 693



*της Κυριακής Μίξιου

Απόφοιτη Νομικής Σχολής ΑΠΘ και ασκούμενη δικηγόρος στη NEWLAW

Δυνατή η διόρθωση κληρονομητηρίου βάσει του 315 ΚΠολΔ: Απόφαση και Σχολιασμός


Η απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (1995/2014 όπως δημοσιεύτηκε στη NOMOS και μπορείτε να δείτε εδώ) καθιστά σαφές ότι πλημμελές εκδοθέν κληρονομητήριο μπορεί να διορθωθεί βάσει του άρθρου 315 ΚΠολΔικ. Οι πλημμέλειες αναφέρονται κατά βάση στη δικαστική απόφαση στην οποία στηρίχθηκε το εκδοθέν κληρονομητήριο και όχι σε ανακρίβειες του τελευταίου ως εγγράφου που εκδίδεται από τον αρμόδιο γραμματέα του Ειρηνοδικείου, αφού σε μια τέτοια περίπτωση χωρεί διόρθωση βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτού. Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης και σχολιασμός αυτής.

Η προσεκτική ανάγνωση της παραπάνω δικαστικής απόφασης γεννά εύλογα τα εξής τρία ερωτήματα. Πρώτον, γιατί είναι κρίσιμη η αναγραφή του σωστού τρόπου κληρονομικής διαδοχής στο χορηγούμενο κληρονομητήριο, δεύτερον, γιατί, εφόσον στοιχειοθετείται η προηγούμενη πλημμέλεια, δεν ακολουθήθηκε στην παραπάνω περίπτωση η διαδικασία του άρθρου 823 ΚΠολΔικ, αλλά προτιμήθηκε αυτή του άρθρου 315 ΚΠολΔικ και, τρίτον, γιατί συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 315 ΚΠολΔικ. Συγκεκριμένα αναρωτιέται κανείς κατά πόσον η διαταγή του Ειρηνοδίκη για τη χορήγηση κληρονομητηρίου από τον αρμόδιο υπάλληλο εντάσσεται στη γενικότερη κατηγορία της δικαστικής αποφάσεως. Τα ερωτήματα αυτά  επιχειρείται να απαντηθούν παρακάτω.

Βάσει των πραγματικών περιστατικών ο κληρονομούμενος κατέλιπε ιδιόγραφη διαθήκη με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμους του τη σύζυγό του και τις δυο του κόρες σε δήλα πράγματα, όπως είχε το δικαίωμα να πράξει (1800§2 ΑΚ). Με τον τρόπο αυτό εξάντλησε την περιουσία του. Ωστόσο, στο κληρονομητήριο που χορηγήθηκε μετά από διαταγή του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης δεν αναγραφόταν ως αιτία κληρονομικής διαδοχής η διαδοχή εκ διαθήκης, αλλά η εξ αδιαθέτου. Στην περίπτωση αυτή  πρόβλημα δημιουργείται, μιας και οι κανόνες που διέπουν την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή διαφοροποιούνται από αυτούς της διαδοχής εκ διαθήκης. Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή καλούνται σε εφαρμογή τα άρθρα 1813 ΑΚ και 1820 ΑΚ, ο συνδυασμός των οποίων καταδεικνύει ότι στην υπό κρίση περίπτωση κάθε τέκνο δικαιούται ποσοστό 3/8 της  κληρονομίας, ενώ η σύζυγος μόλις ¼ αυτής. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το γεγονός πως το κληρονομητήριο, πέρα από αποδεικτικό μέσο, αποτελεί και τίτλο από τον οποίο πηγάζει νόμιμο μαχητό τεκμήριο σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο του δικαιώματος που αναφέρεται σε αυτό (1961 ΑΚ).[1] Με τον τρόπο αυτό κατοχυρώνεται η καλόπιστη κτήση κυριότητας όχι μόνο των κινητών στοιχείων της κληρονομιάς αλλά και των ακινήτων. 

Επομένως, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, γιατί είναι κρίσιμη η αναγραφή του σωστού τρόπου κληρονομικής διαδοχής στο χορηγούμενο κληρονομητήριο.

Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, γιατί, δηλαδή, δεν υποβλήθηκε αίτημα τροποποίησης του κληρονομητηρίου βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ, μπορεί κανείς να αναφέρει τα εξής.  Αρχικά, θα πρέπει να διακρίνει κανείς ανάμεσα στη διαδικασία διορθωτικής τροποποίησης του χορηγούμενου κληρονομητηρίου κατ’ άρθρο 823 ΚΠολΔικ από τη διόρθωση των παραδρομών της απόφασης που διέταξε τη χορήγηση του κληρονομητηρίου κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔικ. Και αυτό γιατί βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ χορηγείται νέο κληρονομητήριο, κάτι που αποφεύγεται, όταν διατάσσεται η διόρθωση των γραφικών λαθών μιας δικαστικής απόφασης κατ’ άρθρο 315 ΚΠολΔικ. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση δε δημιουργείται νέα αυτοτελής απόφαση, αλλά διορθώνεται η ήδη υπάρχουσα. Συνθέτουν και οι δύο ένα ενιαίο σύνολο και η νέα απόφαση παράγει τα έννομα αποτελέσματά της αναδρομικά από τη δημοσίευση της διορθούμενης αποφάσεως και όχι από τη διόρθωσή της.[2] Επιπλέον, μία ακόμα διαφορά έγκειται στο πεδίο εφαρμογής καθενός εξ αυτών των άρθρων. Τονίζεται για ακόμα μία φορά πως η δικαστική απόφαση που διατάσσει τη χορήγηση κληρονομητηρίου διορθώνεται βάσει του άρθρου 315 ΚΠολΔικ και το κληρονομητήριο ως έγγραφο που χορηγείται από τον υπάλληλο της γραμματείας διορθώνεται βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ.  

Ουσιαστική προϋπόθεση για την εκκίνηση της διαδικασίας ανισχυροποίησης του κληρονομητηρίου βάσει του άρθρου 823 ΚΠολΔικ είναι η ανακρίβειά του.[3] Ανακριβές θεωρείται το κληρονομητήριο, όταν ορισμένη από τις βεβαιώσεις που περιέχονται σε αυτό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όταν αυτό είναι ατελές (ΜονΠρωτΠειρ 4757/2008, Δ 2009, 146). Η προϋπόθεση της ατέλειας, όμως, δεν στοιχειοθετείται, όταν οι πλημμέλειες αφορούν επουσιώδη λάθη, λογιστικά ή γραφικά, τα οποία εμφιλοχώρησαν κατά τη σύνταξη της αποφάσεως που διατάσσει την παροχή κληρονομητηρίου. Τα τελευταία μπορούν να διορθωθούν μόνο βάσει του άρθρου 315 ΚΠολΔικ.[4]

Στη σχολιαζόμενη δικαστική απόφαση είχε εκ παραδρομής αναγραφεί ότι οι αιτούσες την έκδοση κληρονομητηρίου είναι οι μοναδικές «εξ αδιαθέτου» κληρονόμοι του κληρονομουμένου αντί του ορθού «εκ διαθήκης». Είχε εμφιλοχωρήσει, δηλαδή, ένα λάθος κατά την καθαρογραφή της σχετικής δικαστικής απόφασης. Θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό πως είναι κρίσιμο να πρόκειται για ακούσιες πλημμέλειες που έχουν παρεισφρήσει κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης ή κατά τη γραφή των λέξεων με αποτέλεσμα να προκαλείται προφανής ασυμφωνία μεταξύ δηλωθέντος και βουληθέντος (ΕιρΧαν 35/2013 ΝΟΜΟΣ).[5] Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει η διόρθωση αυτή να παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και η παραδρομή θα πρέπει να προκύπτει είτε από το κείμενο της αποφάσεως, όπως επί διαστάσεως της διατυπώσεως του αιτιολογικού και του διατακτικού, είτε από τα δικόγραφα της δίκης, από τα πρακτικά της συζητήσεως, τις προτάσεις και τα λοιπά δικόγραφα των διαδίκων (ΜονΠρωτΣερρ 79/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην υπό κρίση περίπτωση η παραδρομή ήταν ευχερώς διαπιστώσιμη, γιατί πέραν των λοιπών εγγράφων είχε προσκομιστεί και η δικαστική απόφαση που κήρυσσε την ιδιόγραφη διαθήκη του κληρονομούμενου κυρία.

Επομένως, βάσει των ανωτέρω δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 823 ΚΠολΔικ και συγκεκριμένα δε συνέτρεχε το στοιχείο της «ατέλειας». Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που ήθελε υποτεθεί πως το χορηγηθέν κληρονομητήριο ήταν ανακριβές, η ανακρίβεια θα πρέπει να αφορά στα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 820 ΚΠολΔικ στα οποία, όμως, δεν περιλαμβάνεται ο τρόπος κληρονομικής διαδοχής.[6] Ως εκ τούτου ως μόνη διέξοδος παρουσιαζόταν το άρθρο 315 ΚΠολΔικ.

Έτσι, οδηγούμαστε και στο πιο ενδιαφέρον από τα τρία ερωτήματα, δηλαδή, στο εάν η διαταγή του ειρηνοδίκη για χορήγηση κληρονομητηρίου μπορεί να θεωρηθεί απόφαση, όρο εκ των ων ουκ άνευ για την εφαρμογή του άρθρου 315 ΚΠολΔικ. Όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, το κληρονομητήριο χορηγείται από τον υπάλληλο της γραμματείας κατόπιν σχετικής διαταγής του Ειρηνοδίκη του δικαστηρίου της κληρονομίας, δηλαδή του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του κι, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, του ειρηνοδικείου της πρωτεύουσας του κράτους (810 ΚΠολΔικ). Δεν μπορεί, όμως, να υποστηριχθεί πως η διαταγή αυτή δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αφού ο δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τη συνδρομή των πραγματικών γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση. Το δικαστήριο, δηλαδή, θα πρέπει να έχει πεισθεί πλήρως για την αλήθεια ή αναλήθεια ενός πραγματικού ισχυρισμού. Γι’ αυτό άλλωστε και στην περίπτωση που το κληρονομικό δικαίωμα κριθεί ασαφές ή αμφίβολο η αίτηση για παροχή κληρονομητηρίου απορρίπτεται.[7] Εξάλλου, επειδή η αίτηση για τη χορήγηση κληρονομητηρίου εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφαρμογής χρήζει και το άρθρο 744 ΚΠολΔικ, οπότε και το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε τι απαραίτητο, κατά την κρίση του, για την εξακρίβωση της αλήθειας των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών.[8] Συντρέχουν, επομένως, όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για την έκδοση μιας ορθής δικαστικής απόφασης.

Σκοπός μάλιστα της έκδοσης κληρονομητηρίου κατόπιν σχετικής διαταγής του Ειρηνοδίκη είναι η σχετική επιτάχυνση της διαδικασίας, αφού σε περίπτωση που δεν ασκηθεί από τρίτον παρέμβαση, οπότε και απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης, δηλαδή μεσολαβεί και η επί ακροατηρίω διαδικασία, το κληρονομητήριο χορηγείται εντός δεκαημέρου.[9]

Στα προαναφερθέντα θα πρέπει να προστεθεί και το ότι στη διόρθωση του άρθρου 315 ΚΠολΔικ γίνεται δεκτό πλέον πως υπόκειται και η διαταγή πληρωμής που ως γνωστόν αποτελεί εκτελεστό τίτλο.[10] Ανήκει, δηλαδή, σε ένα γένος διαφορετικό από αυτό των δικαστικών αποφάσεων. Λαμβάνοντας αυτό υπόψιν δε θα μπορούσαμε παρά να χαρακτηρίσουμε ως απόφαση τη σχετική διαταγή του Ειρηνοδίκη. Προς επίρρωση των παραπάνω επιχειρημάτων αρκεί κανείς να επιστρέψει στη σχολιαζόμενη απόφαση. Θα διαπιστώσει πως το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται καν στον έλεγχο του αν η διαταγή του Ειρηνοδίκη μπορεί να αντιμετωπισθεί ως δικαστική απόφαση και, επιπλέον, χρησιμοποιείται αντί του όρου «διαταγή» ο όρος «απόφαση» για τη σχετική διαταγή που εκδίδει ο Ειρηνοδίκης. Δεν απομένει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ως προς το ότι η διαταγή του Ειρηνοδίκη για τη χορήγηση κληρονομητηρίου αποτελεί μια δικαστική απόφαση.

Κατά συνέπεια, η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης θα πρέπει να εκτιμηθεί για τη συμβολή της στην ερμηνεία της έννοιας της αποφάσεως, θετικής προϋπόθεσης για την εφαρμογή του άρθρου 315 ΚΠολΔικ, καθόσον μάλιστα σε διαφορετική περίπτωση η εμφιλοχώρηση τέτοιων λαθών θα προκαλούσε ενδεχομένως ανεπανόρθωτη βλάβη στις αιτούσες.

 
[1] Ψούνη Νίκη, Κληρονομικό δίκαιο, Γ΄ έκδοση 2012, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 752-753

[2] Μακρίδου σε Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, Ερμηνεία του ΚΠολΔικ, τ. 1, σελ. 621 κ.επ.

[3] Βαθρακοκοίλης Αντ. Βασίλης, Πρόεδρος Εφετών, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), τόμος Δ’, Αθήνα 1996, σελ. 619

[4] Ψούνη Νίκη, ό.π., σελ. 788

[5] Είναι αδιάφορο, αν αυτές οι πλημμέλειες οφείλονται σε αμέλεια του δικαστηρίου, των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Νίκα/Κονδύλη, ό.π., σελ. 622 αρ. 3 και Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη,ό.π., τόμος Β΄ , σελ. 432 αρ. 9)

[6] Η εν λόγω δικαστική απόφαση δε θα μπορούσε να διορθωθεί ούτε κατόπιν σχετικής εφαρμογής του άρθρου 758 ΚΠολΔικ που αφορά όσες αποφάσεις εκδίδονται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, μιας και στην περίπτωση υπό κρίση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτού (βλ. Κώστα Μπέη, Ερμηνεία άρθρου 823 - http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1096&mnu=1&id=15288)

[7] Απαλαγάκη Χαρούλα, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 1815 κ.επ.

[8] Ό.π.

[9] Ό.π.

[10] Μακρίδου, ό.π., σελ. 624, Βαθρακοκοίλη, ό.π., τόμος Β’ ,σελ. 434, Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 693



*της Κυριακής Μίξιου

Απόφοιτη Νομικής Σχολής ΑΠΘ και ασκούμενη δικηγόρος στη NEWLAW

Τα πιο διαβασμενα